Τώρα, η πατάτα όσο κι αν είναι νόστιμη δεν είναι στις δόξες της, όπως πριν, διότι είναι ασύμφορη ένεκα τα μεταφορικά της έξοδα. Γι' αυτό πολλοί κάτοικοι το ...ρίξανε στο τυρί όλων των ειδών και η γραβιέρα τους είναι ονομαστή.
Αυτά με τα διατροφικά. Να μιλήσουμε για την ιστορία της; Δε μας παίρνει ο χώρος της εφημερίδας. Ας θυμηθούμε μόνο από τη μυθολογία την Αριάδνη και το κουβάρι της που έδωσε στον Θησέα για να βρει άκρη στο λαβύρινθο και να σκοτώσει το Μινώταυρο.
Πλησιάζοντας το πλοίο στο νησί το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη είναι η Πορτάρα, το μαρμάρινο «Π» στην άκρη της θάλασσας που έχει απομείνει από το Ναό του Απόλλωνα και δείχνει πόσο προηγμένοι τεχνολογικά μα και καλλιτεχνικά ήταν οι αρχαίοι κάτοικοι του νησιού, από το οποίο πέρασαν κι άφησαν τ' αποτυπώματά τους πολλές φυλές. Από το φόβο των πειρατών οι κάτοικοι ζούσαν στο κάστρο με τα γραφικά δρομάκια και σπίτια με βενετσιάνικα οικόσημα.
Τα αξιοθέατα του νησιού σε μνημεία, κτίρια και τοποθεσίες είναι άφθονα και ο επισκέπτης δεν πλήττει με τα τόσα ενδιαφέροντα πράγματα που υπάρχουν στο νησί. Μεταξύ αυτών και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Από ξενοδοχεία και ταβέρνες τίποτα άλλο, κανείς δε μένει νηστικός και... άυπνος εκτός κι αν είναι άνεργος ή μικροσυνταξιούχος! Τα ψάρια σπαρταρούν στο τηγάνι!
Το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων, για το οποίο μιλάμε, γνώρισα για πρώτη φορά νεαρός μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου ταξιδεύοντας τρεις μέρες, για να πιάσει το πλεούμενο στεριά!
Πήγαινα σε μια θεία μου Σμυρνιά που με τον ξεριζωμό του ελληνισμού από τα παράλια, και όχι μόνο, της Μικρασίας βρέθηκε στη Νάξο όπου στέριωσε κι έκανε οικογένεια. Το καΐκι που έκανε το δρομολόγιο φορτωμένο ως τα μπούνια ανθρώπους και εμπορεύματα, σε σημείο να μην υπάρχει χώρος να καθίσει ο επιβάτης, την πρώτη βραδιά έριξε άγκυρα σ' ένα ερημικό κάβο της Τζιας, όπου και διανυκτερεύσαμε πάνω από μια νάρκη που φάνηκε την αυγή! Στο κατάστρωμα, ο ένας πάνω στον άλλο, λέγαμε ο καθένας τα δικά του, για να περνά η ώρα. Κάποια στιγμή, ένας συνταξιδιώτης που γύριζε από τη Γερμανία και πήγαινε στον τόπο του και αφηγούνταν τα παθήματά του στο στρατόπεδο του θανάτου, όπου ήταν όμηρος, έπεσε στη θάλασσα καθώς λαγοκοιμόταν, καθισμένος στην κουπαστή, κρατώντας τα ξάρτια. Ο Μορφέας ήρθε και του έλυσε τα χέρια κι ένα μπλουμ ξάφνιασε όσους ήταν ξυπνητοί! Ευτυχώς ήξερε μπάνιο και βγήκε από το νερό και κάποιος από το τσούρμο του καϊκιού τον τύλιξε με μία κουβέρτα.
Ξημερώματα το πλεούμενο ξεκίνησε και ήταν στην κουβέρτα του άνθρωποι και πράγματα μια μάζα. Σιγά σιγά χωρίς να βιάζεται το παλιό σκαρί έβαλε πλώρη για τη Σύρο, όπου κάτι πήρε κάτι άφησε, και τράβηξε για την Πάρο, όπου και διανυκτέρευσε, επειδή τη νύχτα δεν ταξίδευε και ο πιο σημαντικός λόγος ήταν οι πλεούμενες νάρκες που είχαν διασκορπιστεί στα πελάγη στη διάρκεια του πολέμου. Για το λόγο αυτό, σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού δυο έμπειρα μάτια στην πλώρη ήταν καρφωμένα στη θάλασσα και την ερευνούσαν προσεκτικά.
Περπατώντας στον πλούσιο κάμπο με τους ανεμόμυλους στο ύψωμα να μου γνέφουν θαρρείς φιλικά, πήγα στο χωριό και αποζημιώθηκα γι' αυτά που τράβηξα στη ...μαούνα! Πραγματικά λίγο περισσότερο από τη μαούνα πήγαινε το σαπιοκάικο της γραμμής. ΠΑΡΟΝΑΞΙΑ! Το λέγανε «ΕΙΡΗΝΗ».
Οι μέρες που έμεινα στο νησί η μια καλύτερη από την άλλη. Ο θείος είχε τον τρόπο να πιάνει αναίμακτα τους λαγούς και τα πουλιά. Για ποικιλία άνοιγε ένα λάκκο πλάι στη θάλασσα και γέμιζε ένα καλάθι χέλια. Αλλο καλό τα πανηγύρια πότε στο ένα πότε στο άλλο χωριό με τον μπάλο να κυριαρχεί και να σκορπάει το κέφι.
Δεν ήθελα να γυρίσω στον Πειραιά, αυτό οφειλόταν και στα φλογερά μάτια της Κούλας που δεν έφευγαν από πάνω μου στη γιορτή και μου άναψαν μεγάλη φωτιά. Ηταν η πρώτη αγάπη!
Πήγα και ξαναπήγα στο όμορφο νησί της Αριάδνης, όμως, δεν την αντάμωσα ξανά. Εμαθα ότι κλέφτηκε μ' ένα χωροφύλακα. Φαίνεται πως ήταν ξενομανής, δεν τη χωρούσε το χωριό, είχε τη μεγάλη πολιτεία στο νου, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι που ξεμάκρυναν από τη φύση για να ζήσουν ο ένας πάνω στον άλλο στη μεγαλούπολη.