Τρίτη 8 Απρίλη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 36
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Μια κατεδάφιση

Ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμη και το μαρτιάτικο αγιάζι τρύπαγε τα κόκαλα σαν καρφί εκεί στην απόμακρη γειτονιά των αυθαιρέτων. Ο ηλικιωμένος άντρας όμως, που είχε ξεκινήσει μέσα στο σύθαμπο να μαζεύει τα υπάρχοντα του φτωχόσπιτού του, δε νοιαζόταν ούτε για την παγωνιά, ούτε για το βαρύ πούσι, που είχε λασπώσει τις αυλίτσες και τους χωματόδρομους ένα γύρω. Μπαινόβγαινε ασταμάτητα στο προχειροφτιαγμένο οίκημά του και έβγαζε πότε μία καρέκλα, πότε ένα μπογαλάκι με ρούχα ή χαρτοκιβώτια με πιατικά και κατσαρόλες. Και όλα αυτά τα φτηνοπράγματα τα σώριαζε δίπλα στον κορμό μιας μικρής αμυγδαλιάς, που την είχε φυτέψει πριν τέσσερα χρόνια και φέτος περίμενε να μαζέψει για πρώτη φορά καρπό απ' τα κλαδιά της.

Το κορμί του ηλικιωμένου ήταν κυρτωμένο από το χρόνο, το πρόσωπό του σκαμμένο από τις δυσκολίες της ζωής και το βήμα του αργό και κουρασμένο. Κι όμοια βαρύθυμος και αργός με αυτόν σερνόταν από πίσω του σε κάθε πήγαιν' έλα κι ένας αδύνατος σκύλος, με καφέ τρίχωμα και μαύρες βούλες. "Στην άκρη, στην άκρη, Φοίβο", έλεγε κάθε τόσο ο ηλικιωμένος στο σκυλί και το έσπρωχνε πότε - πότε λίγο, αλλά αυτό δεν ξεκόλλαγε απ' τα πόδια του.

Γύρω στις εφτά το πρωί, που ο ήλιος είχε φανεί ήδη στις κορφές των απέναντι βουνών, ο ηλικιωμένος έβγαζε το τελευταίο αντικείμενο από το σπιτάκι του. Ηταν μια μικρή κασέλα - ποιος ξέρει τι είχε μέσα - που την απίθωσε κι αυτή δίπλα στην αμυγδαλιά. Ο "Φοίβος", που κατάλαβε κι αυτός ότι είχε αδειάσει εντελώς το σπίτι, άρχισε να κλαψουρίζει πίσω του και, έτσι, του ήρθε του αφεντικού του να του δώσει μια για να ησυχάσει. Αμέσως όμως, ο ηλικιωμένος άλλαξε γνώμη κι αντί να διώξει το σκυλί το τράβηξε κοντά του και άρχισε να του μιλάει: "Πάει, Φοίβο, άρχισε να του λέει δακρύζοντας. Πάει, φεύγουμε από αυτό το σπιτάκι και αποχαιρέτα το. Ηταν, λέει, παράνομο και σε λίγο θα έρθουν οι μπουλντόζες να το χαλάσουν. Ναι, το ξέρω πως δεν το 'χτισα καθώς θέλει ο νόμος, αλλά γιατί δεν έρχονταν οι αρμόδιοι να μ' εμποδίσουν τότε που ύψωνα τον πρώτο τοίχο; Μ' άφησαν να παιδεύομαι μια ολόκληρη ζωή για να το στήσω και τώρα έρχονται να μου το κάνουν κεραμιδαριό! Κι ευτυχώς, μωρέ Φοίβο, που έπεισα την κυρά μου, από χτες, να φύγει και να πάει στης ξαδέλφης της, γιατί αυτή δε θα άντεχε σίγουρα να δει το σπιτάκι μας να γίνεται θρύψαλα".

Σταμάτησε για λίγο ο ηλικιωμένος κι έπειτα ξαναχάιδεψε το σκυλί και συνέχισε την "κουβέντα" μαζί του: "Οπου να 'ναι φτάνουν, φίλε, τα μηχανήματα και δε θ' αφήσουν κανένα αυθαίρετο όρθιο. Οχι μόνο το δικό μας σπίτι, αλλά και τις βίλες, που 'ναι παράνομα χτισμένες απέναντι στις δασωμένες πλαγιές, γιατί ο νόμος, λέει, θα εφαρμοστεί αμείλικτα για όλους...".

Οταν ο ήλιος είχε ψηλώσει δυο μπόγια, μπουλντόζες, υπάλληλοι και αστυνομικοί έφτασαν μπρος στο σπίτι του ηλικιωμένου και άρχισε αμέσως η επιχείρηση της κατεδάφισης. Η "φαγάνα" έδωσε τρία - τέσσερα χτυπήματα στο μικρό αυθαίρετο και το σώριασε, ενώ στον αέρα σηκώθηκαν πυκνά σύννεφα σκόνης.

Ογδόντα μέτρα πιο πέρα, ο ηλικιωμένος σκούπιζε τα μάτια του από τα δάκρυα και τον κουρνιαχτό. Κι όταν επιτέλους κατάφερε να τ' ανοίξει, είδε το αυθαίρετό του να κείτεται σε ερείπια και τις μπουλντόζες, μαζί με τους υπαλλήλους και τους αστυνόμους, να είναι πέρα μακριά.

Ομως, ολόκληρη αυτή η κουστωδία δεν πήγαινε προς τις αυθαίρετες βίλες, αλλά τραβούσε αντίθετα για να επιστρέψει στη βάση της. Ο ηλικιωμένος έμεινε τότε να χάσκει, ενώ ο "Φοίβος" πίσω του είχε αρχίσει έναν ατέλειωτο θρήνο. Και ξαφνικά ο ηλικιωμένος, σαν να ξύπνησε από λήθαργο, κοκκίνισε, αγρίεψε και εκτός εαυτού ρίχτηκε στο σκυλί και άρχισε να το χτυπάει, λέγοντας: "Τι ωφελεί το κλάμα σου τώρα, ψωραλέε; Οταν ήρθαν οι μπουλντόζες και οι χαρτογιακάδες και οι χωροφυλάκοι τι έκανες; Ρίχτηκες επάνω τους για να τους εμποδίσεις; Ρίχτηκες για να μην τους αφήσεις να χαλάσουν μόνον το φτωχόσπιτό μας, και όχι και τις βίλες, όπως έλεγαν;". Και "γκαπ" "γκουπ" κοπάναγε το σκύλο κι ο δύστυχος ηλικιωμένος έμοιαζε εκείνη τη στιγμή σαν να λάκτιζε, όχι το ζώο, αλλά τον ίδιο του τον εαυτό. Τον εαυτό του, που μια ζωή πίστευε τους μπαγαπόντες κυβερνήτες και που μουρμούριζε και κλαψούριζε μόνο κάθε φορά που τον καπέλωναν με διάφορους τρόπους. Τον εαυτό του, που ποτέ δεν τόλμησε να ορμήσει και "να δείξει τα δόντια του" στην αδικία, στην ανισότητα και την ψευτιά του συστήματος και των αρχόντων.

Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ