Το κορμί του ηλικιωμένου ήταν κυρτωμένο από το χρόνο, το πρόσωπό του σκαμμένο από τις δυσκολίες της ζωής και το βήμα του αργό και κουρασμένο. Κι όμοια βαρύθυμος και αργός με αυτόν σερνόταν από πίσω του σε κάθε πήγαιν' έλα κι ένας αδύνατος σκύλος, με καφέ τρίχωμα και μαύρες βούλες. "Στην άκρη, στην άκρη, Φοίβο", έλεγε κάθε τόσο ο ηλικιωμένος στο σκυλί και το έσπρωχνε πότε - πότε λίγο, αλλά αυτό δεν ξεκόλλαγε απ' τα πόδια του.
Σταμάτησε για λίγο ο ηλικιωμένος κι έπειτα ξαναχάιδεψε το σκυλί και συνέχισε την "κουβέντα" μαζί του: "Οπου να 'ναι φτάνουν, φίλε, τα μηχανήματα και δε θ' αφήσουν κανένα αυθαίρετο όρθιο. Οχι μόνο το δικό μας σπίτι, αλλά και τις βίλες, που 'ναι παράνομα χτισμένες απέναντι στις δασωμένες πλαγιές, γιατί ο νόμος, λέει, θα εφαρμοστεί αμείλικτα για όλους...".
Ογδόντα μέτρα πιο πέρα, ο ηλικιωμένος σκούπιζε τα μάτια του από τα δάκρυα και τον κουρνιαχτό. Κι όταν επιτέλους κατάφερε να τ' ανοίξει, είδε το αυθαίρετό του να κείτεται σε ερείπια και τις μπουλντόζες, μαζί με τους υπαλλήλους και τους αστυνόμους, να είναι πέρα μακριά.
Ομως, ολόκληρη αυτή η κουστωδία δεν πήγαινε προς τις αυθαίρετες βίλες, αλλά τραβούσε αντίθετα για να επιστρέψει στη βάση της. Ο ηλικιωμένος έμεινε τότε να χάσκει, ενώ ο "Φοίβος" πίσω του είχε αρχίσει έναν ατέλειωτο θρήνο. Και ξαφνικά ο ηλικιωμένος, σαν να ξύπνησε από λήθαργο, κοκκίνισε, αγρίεψε και εκτός εαυτού ρίχτηκε στο σκυλί και άρχισε να το χτυπάει, λέγοντας: "Τι ωφελεί το κλάμα σου τώρα, ψωραλέε; Οταν ήρθαν οι μπουλντόζες και οι χαρτογιακάδες και οι χωροφυλάκοι τι έκανες; Ρίχτηκες επάνω τους για να τους εμποδίσεις; Ρίχτηκες για να μην τους αφήσεις να χαλάσουν μόνον το φτωχόσπιτό μας, και όχι και τις βίλες, όπως έλεγαν;". Και "γκαπ" "γκουπ" κοπάναγε το σκύλο κι ο δύστυχος ηλικιωμένος έμοιαζε εκείνη τη στιγμή σαν να λάκτιζε, όχι το ζώο, αλλά τον ίδιο του τον εαυτό. Τον εαυτό του, που μια ζωή πίστευε τους μπαγαπόντες κυβερνήτες και που μουρμούριζε και κλαψούριζε μόνο κάθε φορά που τον καπέλωναν με διάφορους τρόπους. Τον εαυτό του, που ποτέ δεν τόλμησε να ορμήσει και "να δείξει τα δόντια του" στην αδικία, στην ανισότητα και την ψευτιά του συστήματος και των αρχόντων.
Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ