Πέμπτη 18 Σεπτέμβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Ο ιερός κότινος και το εκλεκτό χασίσι

Τι συρροή θριάμβων στη χώρα μας είναι αυτή! Τάχα να οφείλεται στην εύνοια των αρχαίων θεών μας; Ετσι φαίνεται. Οσο το σκέφτομαι, τόσο πιο πολύ κλίνω σ' αυτήν την άποψη: Οτι οι αθάνατοι - του Ολύμπου όχι της Λοζάνης - βοήθησαν να εξασφαλίσουμε δυο θριαμβευτικές επιτυχίες.

Η μία είναι η ανάληψη της Ολυμπιάδας. Πιστεύω, ότι οι Ολύμπιοι μάς την έκαναν "προσφορά", για να μεταχειριστώ έναν τηλεοπτικό όρο. Τους φαντάζομαι να παίρνουν αυτή την απόφαση, οραματιζόμενοι την αναβίωση του θεσμού, όπως ήταν στην αρχαιότητα: Τα ωραία κορμιά, τις θαυμαστές ψυχές, αντρίκειες, να παλεύουν για το αγρίλι του Ηρακλέα, όπως λέει ο ποιητής Μαβίλης στο ποίημά του "Καλλιπάτειρα".

Αλλά δε μας έφθανε αυτή η επιτυχία. Είχαμε και άλλη, στην ίδια περιοχή των αρχαίων ολυμπιάδων. Διαπιστώσαμε και διακηρύξαμε, ότι στα εύφορα εδάφη της ευδαίμονος Ηλείας φύεται και το καλύτερο χασίσι της οικουμένης. Και τώρα ποιος μας πιάνει;

Είναι εκπληκτική αυτή η σύμπτωση. Εκπληκτική και αξιοθαύμαστη. Στον ίδιο χώρο, όπου ρέει ο Κλαδέος, για να συναντήσει τον Αλφειό, θάλλει και ανθεί το ιερό δέντρο, από όπου πλέκονταν οι στέφανοι της νίκης των αθλητών, και συνάμα φύεται κι ευδοκιμεί το φυτό, απ' όπου συλλέγεται ο ανθός, ή αλλιώς φούντα, για τη μαστούρα των χασικλήδων.

Τι να πω και τι να ομολογήσω γι' αυτά τα δυο σύγχρονα φαινόμενα ή συμβάντα ή πώς αλλιώς να τα χαρακτηρίσω; Αυτά είναι πράγματα άξια, να εξυμνηθούν από μεγάλους ποιητές, όχι από μένα, έναν "ταπεινό γραφίσκον", όπως έχει αποκαλέσει το σινάφι μας ο αείμνηστος Ροϊδης.

Για την επάξια εξύμνηση των Ολυμπιακών Αγώνων, επανερχομένων στην κοιτίδα τους, με την τιμητική συνοδεία συναρπαστικών διαφημίσεων, θα έπρεπε να έχουμε ένα νέο Πίνδαρο. Νομίζω ότι δε διαθέτουμε, αλλά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στροφές από τους ύμνους του αρχαίου. Λυπάμαι που δεν έχω πρόχειρη τη θαυμάσια μετάφραση του αείμνηστου φίλου μου Παναγή Λεκατσά, για να παραθέσω τη στροφή του πινδαρικού ύμνου, που αναφέρει και την Αθήνα, την οποία αποκαλεί "δαιμόνιον πτολίεθρον". Αν ζούσε σήμερα ο ποιητής, θα εξυμνούσε και το "δαιμόνιον θήλυ", την κυρία Γιάννα, που κατέπληξε τους πάντες με τη δαιμονιώδη δραστηριότητά της.

Αυτά ως προς τους αγώνες, που εδώ θα έπρεπε να έχουν για βραβεία, όχι χρυσά μετάλλια, αλλά στεφάνια από τα κλαδιά του ιερού κότινου. Τέλος πάντων. Και η καλλιέργεια του χασισιού, που έφθασε στην Ηλεία σε τέτοιο ύψος απόδοσης, πρέπει να εξυμνηθεί δεόντως. Ευτυχώς, μου ήρθε στη μνήμη ένα παλαιότερο προπολεμικό ποίημα της μαστούρας. Ενας νεαρός εκείνης της εποχήςπαρακολουθεί μυσταγωγία χασισοποτών, προτιθέμενος να τους μιμηθεί, και ψάλλει:

Ρε, τι ζητάτε να σας πω,

με της μαστούρας το σκοπό...

Σαν δεις στα πέριξ φωτιές να καίνε,

πίνουν οι μάγκες ναργιλέ.

Προ του πολέμου, του δεύτερου παγκόσμιου, το χασίσι και το κρασί, "ξεροσφύρι", ήταν οι μάστιγες της μίζερης κοινωνίας. Ηρθε η Κατοχή και η μεγαλειώδης Αντίσταση αυτού του ταλαιπωρημένου λαού τα σάρωσε και τα δύο. Αλλά μετά την επικράτηση της αυτοαποκαλούμενης "εθνικοφροσύνης" οι πληγές επανήλθαν. Ιδίως η πληγή του χασισιού. Αρχισαν να δημιουργούνται καταγώγια, στα οποία παρασύρονταν οι νέοι να επιδοθούν στην "απόλαυση" του λουλά. Τότε έγραψα ένα ποίημα... Εγινα και ποιητής... Ετσι το 'φερε η κατάρα... Σε στιγμές αγανάκτησης, για την επιχειρούμενη διαφθορά της μεταπολεμικής γενιάς, έγραψα αυτούς τους στίχους:

Σαν είδανε τα νιάτα μας, κάθε λαού τα νιάτα, / να κλείνουν μέσ' στα στήθια τους μι' ανώτερη πνοή, / σαν είδανε τα νιάτα μας, με ωραία πνοή γεμάτα, / να θέλουνε να φτιάξουνε καλύτερη ζωή, / φέραν' και σκόρπισαν χασίς...

Της διαφθοράς εμπόροι εσείς, / το ξέρουμε, πως απ' αυτούς τους νέους, τους ωραίους, / πάτε να φτιάξετε άβουλους, δειλούς, ωχρούς, μοιραίους.

***

- Πάρτε χασίς... Πιέτε χασίς... Και ο τραχύς ο νους λιώνει γλυκά, τόσο γλυκά, και μέσα στους καπνούς σας πλάθει έναν παράδεισο, να τον χαρείτ' εσείς, / μονάχα εσείς... / Πάρτε χασίς, / πιέτε χασίς...

***

- Μα όχι, ας πουν σε τόνο οργής / τα νιάτα σύμπασας της Γης. / Μέσα στις φλέβες κάθε νιου, στις φλέβες κάθε νιας, / ρέει το αίμα της γενιάς / πατέρων και παππούδων μας, μητέρων και γιαγιάδων, / που πάλεψαν να μη μας δουν δειλή φυλή ραγιάδων. / Μ' αυτό το αίμα νιώθουμε περήφανοι κι ωραίοι / και μ' ένα στόμα κράζουμε: Πεθαίνουν οι μοιραίοι!

***

- Ηπιαμε φως, άφθονο φως, κι ουδέποτε θ' αράξουμε / σε παραδείσους διαφθοράς, μέσ' σε καπνούς κραιπάλης, / μα τη Ζωή Παράδεισο αληθινό θα φτιάξουμε / μέσ' στους καπνούς του αγώνα μας, μέσ' στη βοή της πάλης.

Ασημάκης ΓΙΑΛΑΜΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ