Τετάρτη 18 Φλεβάρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 36
ΔΙΕΘΝΗ
Ελπίδες...

Δεν υπάρχει ελπίδα τον τελευταίο καιρό. Δε δουλεύω. Για την ακρίβεια, έχω να δουλέψω εδώ και έντεκα μήνες. Σχεδόν κάθε πρωί αυτό το δεκάμηνο, πηγαίνω σε διάφορα γραφεία που διαβάζω ότι ζητούν υπαλλήλους γραφείου και δίνω το βιογραφικό μου. Ονομα Κλάους Λίμαν, ετών 29, ειδικότης κλπ. Και η απάντηση πάντα η ίδια "Δυστυχώς αργήσατε" ή "Η θέση ήδη κατελήφθη" ή, στην καλύτερη περίπτωση, "Θα σας ειδοποιήσουμε" και κανείς δεν παίρνει ποτέ.

Σαν το ηλιοτρόπιο στρέφεται η καρδιά μου στις παλιές γελαστές μέρες. Σ' εκείνες τις μέρες, που μπορούσα να ελπίζω ότι θα 'ρθουν άλλες, καλύτερες, και πήγαινα στο Φαχσούλε και μάθαινα ηλεκτρονικούς υπολογιστές, γιατί μου είχαν μάθει ότι είναι τα επαγγέλματα που θα επιβιώσουν. Και τώρα τι έγινε δηλαδή... το επάγγελμα όντως ζει και βασιλεύει, αλλά εγώ δεν τα πάω και πολύ καλά τελευταία. Και έχω και εκείνο το καταραμένο πουλί κάθε πρωί να 'ρχεται στο παράθυρό μου. Τιπ! Τιπ! να μου χτυπά το τζάμι και να με κοιτά στα μάτια, θαρρείς και κείνο έχει βαλθεί να μου υπενθυμίζει ότι είμαι ο μόνος που κάθε πρωί είναι σπίτι του και όλοι οι άλλοι είναι σε κάποιο γραφείο, κάποιο εργοστάσιο. Βλέπεις, δε με καθησυχάζει ότι είμαι ένας από τα σχεδόν πέντε εκατομμύρια. Το ξέρω ότι αυτό εμένα κοροϊδεύει και το διώχνω. Κι αυτό φτερουγίζει τρομαγμένο και χάνεται, αλλά την άλλη μέρα, τσουπ, πάλι τα ίδια. Με κοιτά παραξενεμένο και εγώ το διώχνω πάλι. Τώρα δεν υπάρχει ελπίδα... όλα γύρω μου σκοτεινά, ένα σκοτάδι πυκνό χωρίς ελπίδα... και σαν να ήμουν εγώ το έρμο πουλί μέσα στην άγρια νύχτα νιώθω ένα σύγκρυο να με παγώνει. Θεέ μου! λέω και κουκουλώνομαι και κρύβω το κεφάλι μου κάτω από το πάπλωμα και σφίγγω δυνατά τα μάτια μου να κοιμηθώ. Και αργεί ο ύπνος και γιομίζει φαντάσματα η κάμαρά μου. Και έρχεται εκείνος ο δάσκαλος με το βιολί που τον συναντώ συχνά - πυκνά στην ουρά στο τοπικό γραφείο ευρέσεως εργασίας. "Να 'σαι εκεί στις 5 του Φλεβάρη, ξέρεις, είναι δικαίωμά μας η δουλιά και πρέπει να την υπερασπίσουμε".

Ξημέρωσε εκείνο το πρωινό και ήρθε το μικρό πουλί πάλι. Ξάφνου μ' άρπαξε ο αράθυμος άνεμος των σκοτεινών πελάγων και με κυρίεψε ο δρόμος της οργής. Και ξεκίνησα και πήγα. Ημουν διστακτικός και απόμακρος. Δεν ήταν τόσοι όσο περίμενα. Ενας μεσήλικας με πλησίασε και μου είπε: "Και εμείς είμαστε άνθρωποι και οι συνήθειες έχουν πολύ βαθιές ρίζες". Τον κοιτώ παράξενα... "Μην λες τίποτα. Ας ακούσουμε μαζί τη φωνή που έρχεται από τα βάθη. Ενα παιδάκι ξεκινάει μέσα στο χάος. Ενας άνθρωπος διαβαίνει και τραγουδάει...". Δεν είχα άλλη επιλογή. Η ζωή είναι παντοδύναμη. Σ' αρπάζει στο χορό της και σε στροβιλίζει... τρέχαμε, φωνάζαμε, χτυπιόμαστε. Τα μάτια μας γελούσαν. Οι γαλάζιες φλέβες του λαιμού μας φούσκωναν. Και σαν καταλάγιαζαν οι φωνές μας, νιώθαμε στην καρδιά μας εκείνο το δάσκαλο και το βιολί του.

Οταν γύρισα σπίτι μου, ήμουν τσαλακωμένος και ματωμένος σαν λύκος που τον κυνηγούσαν. Κάθισα και σκεφτόμουν το πρόγραμμα, να πάρω λίγο ψωμάκι για το πουλί, να βρω και άλλους ανέργους για να τους εξηγήσω, να συμμετέχω στην επιτροπή της γειτονιάς, να πάρω τηλέφωνο τη μάνα μου... Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα με το χνότο και τη βουή της πολιτείας στην ψυχή μου. Η ζωή άλλαζε πια...

Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ