Απέναντί μου καθόταν κάποιος νέος άνθρωπος, που κάποια στιγμή μίλησε με τον σερβιτόρο ελληνικά. Αλλά και των δύο αυτή η γλώσσα ακούστηκε πολύ ευδιάκριτα σαν τρίτη.
Ο σερβιτόρος με γνώριζε από προηγούμενα ταξίδια, του άρεσε να μ' εξυπηρετεί αυτός και πάντα με προσκαλούσε να επισκεφθώ τη μητέρα του Τουρκοκρητικιά, που μιλάει πολύ καλά τα ελληνικά ή τα κρητικά. Ενιωθε, ίσως, απέναντί μου κάποια μακρινή συγγένεια.
Μια σύντομη συνδιαλλαγή μαζί του έγινε η αφορμή να μου μιλήσει ο άγνωστος και να με ρωτήσει αν είμαι Ελληνίδα και τι έκανα στο Τσεσμέ.
Ο ίδιος ήταν Αλβανός, εξαιρετικός τεχνίτης πελεκητής και σκαλιστής πέτρας, παντρεμένος, με δύο παιδιά, είχε φέρει την οικογένειά του καθώς και τη μητέρα του από την Αλβανία, είχαν εγκατασταθεί σ' ένα χωριό της Χίου, δούλευε και η γυναίκα του και κατά τα λεγόμενά του περνούσαν καλά. Δεν είχαν παράπονο.
Είχε περάσει από τη Χίο απέναντι στην Τουρκία για γραφειοκρατικούς λόγους, σχετικά με το διαβατήριό του. Περίμενε το καραβάκι για να επιστρέψει στο νησί.
Ερχονταν φορές, είπε, που ήθελε να τα τινάξει όλα στον αέρα και να τιναχτεί κι αυτός μαζί τους, γιατί έτσι ή αλλιώς τιναγμένος ήταν.
Ολα όσα τον περιστοίχιζαν ήταν ξένα. Οχι μόνο στην Τουρκία, αλλά και στη Χίο.
Ουρανός, θάλασσα, βουνά, σπίτια, γλώσσα, αφεντικά, γείτονες, ιδιοκτήτες, τα παιδιά που έπαιζαν στην αυλή, οι δάσκαλοι που μάθαιναν τα παιδιά του γράμματα.
Προσπαθούσα να καταλάβω τον τρόπο της σκέψης του.
- Μα προ λίγου είπες ότι δεν έχεις παράπονο.
- Ναι, από τους ανθρώπους, γιατί κάνω τη δουλιά μου και κοιτάζω την οικογένειά μου.
- Τι άλλο κάνουμε όλοι μας;
- Αλλά είσαστε στον τόπο σας, είπε κάπως οριστικά.
Αλλά δεν ήταν αυτό. Η συζήτηση έπαιρνε στροφές ή ανάποδες. Ενιωθα ανάμεσά μας, όχι στη φυσική ύπαρξη, αλλά στην πολιτισμική μας, ακόμα και στη θρησκευτική αντίληψη - άσχετα ποιος ήταν πιστός στην κληρονομημένη θεότητα - ένα κενό.
Είχαμε διαφορετικές καταβολές, μια άλλη κουλτούρα - με μια συνοπτική έννοια - που μας έστηνε πίσω από δύο διαφορετικά οπτικά πεδία.
- Η ζωή είναι μεγάλο αγαθό, κατέληξα.
Με κοίταξε σαν να ήμουν κάποια καθυστερημένη. Κούνησε το κεφάλι δύσπιστα.
- Τότε ποιο είναι; τον ρώτησα.
- Το ψωμί, είπε τελεσίδικα. Αυτό είναι η ζωή. Χωρίς αυτό δεν υπάρχει ζωή.
Με είχε προσγειώσει στο πιο βασικό στοιχείο εξοστρακίζοντάς με από οποιαδήποτε σκέψη είχα προλάβει να κάνω ενδόμυχα, όπως: πατρίδα, ελευθερία, ανεξαρτησία ή όποια άλλη έννοια, που έπεται του πιο στοιχειώδους συστατικού για τη διατήρηση και συντήρηση του ανθρώπου.
- Αυτό το βρίσκεις...
- Δουλιά δε βρίσκεις, με διέκοψε διασώζοντάς με από οποιαδήποτε θεωρητική συνέχεια έδινα στη μισοτελειωμένη μου φράση.
- Δηλαδή;
- Κι όταν δε βρίσκεις δουλιά, δηλαδή ψωμί, τα τινάζεις όλα στον αέρα και τον εαυτό σου μαζί.
Ιωάννα ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ