Τρίτη 13 Ιούλη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Κέντρο Τεχνολογικών Ερευνών - Μια νέα απάτη

Ηρθε στην ημερήσια διάταξη στο ΤΕΙ Πειραιά η συζήτηση για την έρευνα, με αφορμή σχέδιο πρότασης για τη δημιουργία στο ίδρυμα ενός Κέντρου Τεχνολογικών Ερευνών (ΚΤΕ). Ανάλογα κέντρα υπάρχουν ήδη στα ΤΕΙ Κοζάνης και Πάτρας και φυσικά δεν αποκλείεται να ιδρυθούν και στα υπόλοιπα ΤΕΙ της χώρας. Το σπουδαστικό κίνημα και ένα σημαντικό κομμάτι του Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΕΠ) αντέδρασε στη συγκεκριμένη πρόταση θεωρώντας τη διολίσθηση στην κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης και επικίνδυνη για το χαρακτήρα και τη λειτουργία του ιδρύματος.

Είναι διάχυτο στις απόψεις του εκπαιδευτικού προσωπικού και των σπουδαστών ότι αυτή η νέα εξέλιξη σε τίποτα δε θα ωφελήσει την κοινότητα του ΤΕΙ και ιδιαίτερα τους σπουδαστές. Φυσικά, σε ένα τέτοιο περιβάλλον για να είναι δυνατή η προώθηση του ΚΤΕ ήταν αναγκαίο να περιβληθεί με επιστημονικές αυταπάτες, όπως ερευνητική ανάπτυξη αλλά και χρηματικές απολαβές για το σύνολο της κοινότητας. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική και από την επιστημονική και από την κοινωνική θεώρησή της.

Η έρευνα σαν δραστηριότητα των ΤΕΙ ουσιαστικά, αλλά και τυπικά, περιέχεται στους σκοπούς και τους στόχους των προσπαθειών του ΕΠ. Η όποια ερευνητική δουλιά συντονίζεται και παρακολουθείται από την επιστημονική επιτροπή του ιδρύματος. Η οποία με τις εισηγήσεις της στη Συνέλευση του ΤΕΙ θα πρέπει να προδιαγράφει την όποια ερευνητική πολιτική, ποιοτικά και ποσοτικά. Λαμβάνοντας φυσικά υπόψη σ' αυτόν τον καταμερισμό τις υποχρεώσεις του ιδρύματος να καλύψει τις εκπαιδευτικές ανάγκες στις σημερινές συνθήκες, αλλά και να υπηρετήσει γενικότερα τις κοινωνικές και λαϊκές ανάγκες.

Η σημερινή πραγματικότητα (η οποία θα έπρεπε ίσως να είναι η βάση της συζήτησης λόγω της τραγικότητάς της) είναι διαφορετική. Οσον αφορά την εκπαιδευτική δραστηριότητα, η κατάσταση είναι τρομακτική. Π. χ. στο ΤΕΙ Πειραιά, αλλά και όχι μόνο, ο αριθμός σπουδαστών είναι πολλαπλάσιος των πραγματικών δυνατοτήτων των εγκαταστάσεων και του προσωπικού. Ετσι συνωστίζεται στις αίθουσες και στα εργαστήρια δημιουργούνται λίστες αναμονής που ξεπερνούν και το εξάμηνο. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, με την προοπτική της κυβέρνησης στους ίδιους ανύπαρκτους χώρους ξεπηδούν σαν μανιτάρια δημιουργήματα όπως τα ΠΣΕ και τα δήθεν μεταπτυχιακά και τώρα το ΚΤΕ. Το ΕΠ σχεδόν σε ποσοστό 50% είναι ωρομίσθιο και συνεχώς νέο προσωπικό κατευθύνεται σε αλλότριες της εκπαίδευσης ασχολίες. Η φυσική συνέπεια των παραπάνω είναι καταγραμμένη στα αρχεία των τμημάτων: ο μέσος χρόνος σπουδών ξεπερνά τα 6 χρόνια (διπλάσιος του κανονικού) και μόνο το 20% των εγγεγραμμένων παίρνει πτυχίο.

Ετσι δεν υπάρχει κανένας προγραμματισμός και σχέδιο ανάπτυξης της έρευνας και αν εξαιρεθούν οι ατομικές φιλότιμες προσπάθειες κάποιων, το σύνολο της δραστηριότητας που διεξάγεται και παρακολουθείται από την επιστημονική επιτροπή και τον ειδικό λογαριασμό είναι κατάρτιση, μελέτη και διεκπεραίωση προγραμμάτων, που αυτοσκοπός τους είναι η απορρόφηση κονδυλίων και το προσωπικό όφελος. Τρανταχτό παράδειγμα: από τα 2 περίπου δισ. που διαχειρίστηκε πέρσι ο ειδικός λογαριασμός, μόνο τα 20 περίπου εκατομμύρια αφορούν την έρευνα.

Δε θα μπορούσε, άλλωστε, να είναι και αλλιώς η πραγματικότητα, αφού επαναπροσδιορίζεται από την κυβέρνηση ο σκοπός της Παιδείας σαν το μέσο για την εξυπηρέτηση και την προώθηση της "ανταγωνιστικότητας" της ελληνικής οικονομίας.

Με αφορμή την πρόταση για το ΚΤΕ φάνηκαν δύο διαμετρικά αντίθετες λογικές για την έρευνα και σε τελική ανάλυση για τον ίδιο χαρακτήρα των ΤΕΙ. Από τη μια, η κυρίαρχη σήμερα λογική της εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης, που καταγράφεται στην πρόταση για το ΚΤΕ και από την άλλη η λογική της εξυπηρέτησης των λαϊκών αναγκών, που στήριξαν οι σπουδαστές (μέσω της Πανσπουδαστικής) και ένα σημαντικό κομμάτι του ΕΠ, το οποίο, ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση, έχει υγιή αντανακλαστικά και προοδευτικό τρόπο σκέψης.

Η άποψή μας είναι ότι ο σκοπός της ακαδημαϊκής έρευνας είναι η αναπαραγωγή της γνώσης προς όφελος της κοινωνικής προόδου. Κάτι τέτοιο απαιτεί τη σύνδεση της έρευνας με τις πραγματικές κοινωνικές, λαϊκές και παραγωγικές ανάγκες, ώστε η νέα γνώση να τις εξυπηρετεί. Ταυτόχρονα, καθώς στα εκπαιδευτικά ιδρύματα μορφώνεται το επιστημονικό δυναμικό της χώρας η νέα γνώση θα πρέπει να περνά στο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών. Ετσι, οι νέοι επιστήμονες θα έχουν τη δυνατότητα να την αφομοιώσουν σε πραγματικό χρόνο. Σ' αυτό το σημείο είναι ανάγκη συμπερασματικά να υπογραμμίσουμε το ότι η έρευνα δεν είναι ταυτόσημη με τη μελέτη.

Προφανείς προϋποθέσεις διεξαγωγής ερευνητικού έργου ενταγμένο στον παραπάνω σκοπό είναι:

Α. Η ύπαρξη υλικοτεχνικής υποδομής.

Β. Ισχυρό επιστημονικό επίπεδο των προπτυχιακών σπουδών και των σπουδαστών.

Γ. Ικανό εκπαιδευτικό προσωπικό που να πληροί ουσιαστικά τα τυπικά ακαδημαϊκά προσόντα.

Δ. Δημοτικό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, ανοιχτό στον έλεγχο και οργανικά δεμένο με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τις λειτουργίες τους.

Συμπερασματικά: Υπάρχουν σοβαρά περιθώρια για την ανάπτυξη της ερευνητικής δραστηριότητας στα ΤΕΙ. Είναι αλήθεια, όμως, ότι για να γίνει αυτό πραγματικότητα θα πρέπει να υπάρξουν σοβαρές αλλαγές σε επίπεδο ΤΕΙ (χρηματοδότηση, νοοτροπία ΕΠ και διοίκησης). Κυρίως, χρειάζονται αλλαγές στην ίδια τη φυσιογνωμία των ΤΕΙ στην κατεύθυνση της Ενιαίας Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Επισημαίνουμε ότι δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες μέσω μιας δήλωσης ανάπτυξης ερευνητικού έργου ή ερευνητικού κέντρου. Με το σημερινό χαρακτήρα των ΤΕΙ, με το σημερινό επίπεδο υποδομής, χρηματοδότησης, αλλά και προσανατολισμού της εκπαιδευτικής διαδικασίας το πιο πιθανό (αν όχι σίγουρο) είναι η μετατροπή μιας τέτοιας προσπάθειας σε απλό μελετητικό γραφείο. Κάτι, που σε τίποτα δε θα συνεισφέρει στο ΤΕΙ (και στη χώρα), εκτός φυσικά από τη μεγέθυνση των απολαβών κάποιων που επιτήδεια θα αξιοποιούν τη θέση τους, στο δημόσιο κατά τ' άλλα σύστημα εκπαίδευσης.

Η πρόταση για το ΚΤΕ είναι εμφανώς σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτό που μόλις περιγράψαμε σαν αναγκαίο πλαίσιο διεξαγωγής της έρευνας στο ίδρυμα. Από τα επιμέρους άρθρα προκύπτει ότι στοχεύει στην ίδρυση ενός μελετητικού γραφείου "ημετέρων" που εν κρυπτώ και μακριά από τις ανάγκες του ΤΕΙ θα φροντίζει την κατανομή των χρηματοδοτήσεων των διαφόρων προγραμμάτων.

Καθώς όλη η διοίκηση του ΚΤΕ είναι διορισμένη από την κυβέρνηση και κανένα συλλογικό όργανο του ΤΕΙ δεν έχει τη δυνατότητα να παρέμβει και να ασκήσει έλεγχο σ' αυτό, είναι προφανές ότι στήνεται ένα παραμάγαζο, το οποίο, αξιοποιώντας την περιουσία (υλική και πνευματική) του ΤΕΙ (σε τελική ανάλυση του Ελληνα φορολογούμενου) είναι δυνατό να λειτουργεί ακόμα και ενάντια στους σκοπούς του ίδιου του ιδρύματος, που είναι η προαγωγή του πνευματικού βιοτικού επιπέδου του λαού μας. Αυτή η κατεύθυνση επιβεβαιώνεται από την ίδια την πρόταση που κατατέθηκε, όπου δίνεται έμφαση στην παροχή (βλ. πώληση) υπηρεσιών σε τρίτους και στην εξυπηρέτηση των ιδιωτών και όχι στην ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης και του επιπέδου της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αυτή μάλιστα η λογική της εξυπηρέτησης των ιδιωτών δε γνωρίζει αρχές και όρους. Για παράδειγμα δεν αποκλείεται καν και έστω για τους τύπους η ερευνητική δουλιά για λογαριασμό του ΝΑΤΟ.

Σε ένα τέτοιο μόρφωμα, είναι προφανές ότι δημιουργείται εύφορο έδαφος για την εξαγορά συνειδήσεων και τη διαμόρφωση στο ίδρυμα "κλικών" στη βάση των οικονομικών απολαβών.

Συνολικά, λοιπόν, πιστεύουμε ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της δημιουργίας των ΚΤΕ στα ΤΕΙ θα είναι πολλαπλές:

Α. Θα επιδράσει στην αλλοίωση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Β. Θα στρεβλώσει ο δημοκρατικός χαρακτήρας της διοίκησης των ΤΕΙ.

Γ. Θα υποβαθμιστεί στο εκπαιδευτικό έργο, καθώς πολλά μέλη ΕΠ θα μετατραπούν σε managers, που θα στραφούν στο κυνήγι των προγραμμάτων.

Αυτή την πολιτική πρέπει να την εμποδίσουμε, υπάρχουν σήμερα στα ΤΕΙ οι δυνάμεις που μπορούν να παλέψουν ενάντια σε μια τέτοια προοπτική.

Παναγιώτης ΣΙΝΙΟΡΟΣ

Μέλος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικού Προσωπικού ΤΕΙ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ