Με είδε χωρίς να με κοιτάξει.
Στα μάτια του λαμπύριζαν τα τελευταία απομεινάρια μιας βασανισμένης ζωής κι έναν πόθος διακαής να επιτύχει ό,τι δεν κατάφερε χρόνια ολόκληρα.
Ο,τι έκανε, το έκανε με τόσο πάθος, μανία και απόλαυση σαν το ναρκομανή που βρίσκεται μπροστά στη δόση, που με μεγάλη δυσκολία εξασφάλισε.
Κρατούσε ένα κέρμα και ξαφνικά ανάμεσα στο σκελετωμένα κι αδύνατα δάχτυλά του αναπτύσσονταν - ωσάν να έμπαινε κίνηση ηλεκτρική - μια τεράστια ζωτικότητα, που κατέληγε σε μια κίνηση γρήγορη και παράλογη σαν να ερχόταν από το υπερπέραν.
Κάθε που άρχιζε να ξύνει βρισκόταν σε μια έκσταση, σε μια παράκρουση και η φαντασία του αυγάτιζε μηδενικά και ευτυχία.
Υστερα έπεφτε σε λύπη και περισυλλογή. Τζίφος κι αυτή τη φορά. Μηδενικά και ευτυχία εξαφανίζονταν.
Και μετά πάλι απ' την αρχή. Και μετά πάλι έξυνε με μανία. Και μετά πάλι φούντωνε το όνειρο και αυγάτιζαν τα μηδενικά.
Κι ύστερα η λύπη πιο βαθιά, κι ύστερα η ελπίδα πιο μακρινή. Ολη του η ζωή μια ζαριά χαμένη. Ενας αγώνας αδικαίωτος και τώρα στα στερνά του γαντζώθηκε από τον τζόγο, μήπως και του λύσει τα πολλά προβλήματα.
Αυτό έγινε δέκα φορές και τις δέκα φορές τα ίδια συναρπαστικά αλλόκοτα κι ανατρεπόμενα συναισθήματα. Και τις δέκα φορές η άνοδος και η πτώση. Θλιμμένος κι απογοητευμένος πέταξε με την ίδια μανία το άχρηστο χαρτί στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ. Πήρε την μπαστούνα και τράβηξε το δρόμο του. Εχασε και το τελευταίο του χιλιάρικο αγοράζοντας μιας πεντάρας ελπίδα.
Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ