Παρασκευή 8 Μάρτη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
19ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΚΕ - ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Κουκουέ ή Κομμουνιστικό Κόμμα;

«Εμείς τότε αποφασίσαμε να παραμείνουμε Κουκουέ» είχε πει σε μια συνέντευξή της η γενική γραμματέας του Κόμματος, αναφερόμενη στις εξελίξεις που τελικά οδήγησαν στη διάσπασή του το 1991. Η δήλωση αυτή θα έπρεπε κατά την άποψή μου να «μεταφρασθεί» με τον ακόλουθο τρόπο:

Παραμένουμε προσκολλημένοι σε οπορτουνιστικές και αστικές αντιλήψεις σε μια σειρά κρίσιμα ζητήματα όπως η στρατηγική του κόμματος, η λειτουργία του, ο ρόλος των κομματικών μελών στη διαμόρφωση της πολιτικής του, η μέθοδος προσέγγισης του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού και οι αιτίες που προκάλεσαν την καπιταλιστική παλινόρθωση. Ταυτόχρονα βέβαια αρνούμαστε να μετατραπούμε σε σοσιαλδημοκράτες και να ενσωματωθούμε ολοκληρωτικά στο αστικό πολιτικό σύστημα όπως έκαναν δηλαδή εκείνοι που εγκατέλειψαν το κόμμα μαζικά το 1989 και το 1991.

Οσον αφορά το πρώτο ζήτημα πρέπει να ειπωθεί ότι μετά το 1991 έγινε μια προσπάθεια να απαλλαγεί η στρατηγική του κόμματος από τη λογική των σταδίων, που από τα μέσα της δεκαετίας του '30 σφράγισε με εξαιρετικά αρνητικό τρόπο την πολιτική του κόμματος αλλά και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, χωρίς όμως καμία συνέπεια αφού η θέση για το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της επανάστασης νοθεύονταν από διατυπώσεις και αντιλήψεις όπως το ΑΑΔΜ, η «λαϊκή εξουσία» και η «λαϊκή οικονομία». Ο,τι απομακρύνονταν δηλαδή από την πόρτα επέστρεφε από το παράθυρο. Χαρακτηριστικό επίσης των αντιφάσεων της πολιτικής του κόμματος είναι ότι ενώ οι ολέθριες αυτές επιλογές, που ισοδυναμούν ουσιαστικά με άρνηση του Λενινισμού, έγιναν στη διάρκεια της λεγόμενης περιόδου Στάλιν την ίδια στιγμή το κόμμα κάνει θετική αποτίμηση της περιόδου αυτής.

Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι η συζήτηση για τη στρατηγική δεν έχει κανένα νόημα αν δεν εξετάζεται σε συνάρτηση με τον παράγοντα εκείνο που καθορίζει το σημαντικότερο από όλα τα ζητήματα: την κομματική οικοδόμηση. Και αυτός ο παράγοντας δεν είναι άλλος από τον ουσιαστικό και καθοριστικό ρόλο των κομματικών μελών στη διαμόρφωση της πολιτικής του κόμματος. Στο ζήτημα αυτό η κυρίαρχη αντίληψη δεν είναι παρά μια εκδοχή της αστικής ιδεολογίας που απαιτεί την ιδεολογική υποταγή μεταμφιεσμένη βέβαια στην περίπτωση του κόμματος σε δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Για το λόγο αυτό είναι περισσότερο από απαραίτητη η αλλαγή του άρθρου 12 του Καταστατικού. Πρέπει να κατοχυρωθεί η εκλογή των αντιπροσώπων για το συνέδριο από τις συνελεύσεις των ΚΟΒ.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου για αριθμητικούς λόγους αυτό δεν είναι εφικτό η εκλογή να γίνεται από τις Τομεακές Συνδιασκέψεις. Μόνο τότε θα έχουν τα μέλη του κόμματος την αίσθηση ότι είναι αυτά που καθορίζουν την πολιτική του. Χωρίς αυτή την αίσθηση το μορφωτικό ρεύμα για το οποίο γίνεται αναφορά στη σελίδα 50 σε δύο σειρές (ενώ λαμβάνοντας υπόψη το θεωρητικό και ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο που χαρακτηρίζει τη μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών και των μελών του κόμματος θα έπρεπε μάλλον να του έχουν αφιερωθεί πολλές σελίδες} δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει. Και χωρίς αυτό κάθε μέλος του κόμματος ξεχωριστά και το κόμμα στο σύνολό του θα παραμένουν ολοκληρωτικά ανεπαρκή απέναντι στις απαιτήσεις της ιδεολογικοπολιτικής πάλης.

Και είναι ίσως περιττό να ειπωθεί ότι στο πεδίο αυτό κρίνονται τα πάντα γιατί ακόμα και αν από στρατηγική άποψη προσανατολισθεί σωστά το κόμμα δεν πρέπει να υπάρχει καμία αυταπάτη ότι ο προσανατολισμός αυτός θα είναι εξαιρετικά επισφαλής και το ζήτημα της κομματικής οικοδόμησης θα παραμένει άλυτο. Το κόμμα στην καλύτερη περίπτωση θα θυμίζει ένα Γενικό Επιτελείο που επεξεργάσθηκε ένα μεγαλοφυές σχέδιο για την διεξαγωγή του πολέμου όταν την ίδια στιγμή αποδεικνύεται εντελώς ανίκανο να συγκροτήσει στρατό. Φυσικά τέτοιου είδους αλλαγές κρύβουν και κινδύνους κυρίως εξαιτίας της εξαιρετικά χαμηλής ιδεολογικοπολιτικής στάθμης του κόμματος. Δεν υπάρχει όμως άλλος δρόμος και πρέπει το κόμμα να τον βαδίσει μέχρι τέλους.

Οσον αφορά την ανάλυση του κόμματος για τον υπαρκτό σοσιαλισμό αυτή πρέπει να έχει αφετηρία την αντίληψη ότι η ύπαρξη ανταγωνιστικών τάξεων συνεχίζεται και μετά την εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Η διατύπωση της άποψης ότι η ταξική πάλη συνεχίζεται στη διάρκεια της οικοδόμησης του κομμουνισμού με την ταυτόχρονη άρνηση της ύπαρξης ανταγωνιστικών τάξεων δεν έχει κανένα νόημα. Η αδυναμία του κόμματος να επεξεργασθεί μια ολοκληρωμένη ανάλυση των τάξεων και των αντιθέσεών τους στον υπαρκτό σοσιαλισμό και να ερμηνεύσει έτσι πειστικά την τροπή που πήρε η ταξική πάλη, είναι μια από τις βασικές αιτίες που το εμποδίζουν να δώσει με επιτυχία την ιδεολογικοπολιτική μάχη. Στο επίκεντρο μάλιστα αυτής της ανάλυσης πρέπει να τεθεί με ιδιαίτερη προσοχή και το ζήτημα της κρατικής οργάνωσης (και ιδιαίτερα οι κατασταλτικοί μηχανισμοί που αποτελούν το πιο κρίσιμο τμήμα του κράτους), κάτι που απουσιάζει ολοκληρωτικά από τις μέχρι τώρα προσεγγίσεις. Είναι περιττό ίσως να ειπωθεί ότι αυτή η αδυναμία εξαγωγής ορθών συμπερασμάτων και η ενσωμάτωσή τους στη καθημερινή πρακτική του κόμματος εξηγεί και το γεγονός ότι δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα όσον αφορά τις διαδικασίες διαμόρφωσης της πολιτικής του.

Από τα τέλη ήδη της δεκαετίας του '90 έρχονταν όλο και πιο ηχηρά μηνύματα ότι η αναντιστοιχία ανάμεσα στη στρατηγική (με όλες τις αντιφάσεις της) και την κομματική οικοδόμηση μεγάλωνε συνεχώς και έπαιρνε επικίνδυνες διαστάσεις. Οι συνέπειες και στο μαζικό κίνημα ήταν περισσότερο από ορατές. Η ηγετική ομάδα του Κόμματος αντί να προχωρήσει με αποφασιστικότητα στις απαραίτητες αλλαγές συγκάλυπτε και πλαστογραφούσε την πραγματικότητα. Το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης βρήκε το κόμμα ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά ανέτοιμο. Ετσι όταν οι καχεκτικοί του ώμοι κλήθηκαν να σηκώσουν το βάρος της άρνησης της συμμετοχής σε μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης εκδηλώθηκαν σε όλη τους την έκταση οι τραγικές του αδυναμίες. Οι ευθύνες της ηγετικής ομάδας για την κατάσταση στην οποία έχει οδηγηθεί το κόμμα είναι εγκληματικές.

Σήμερα όπως και πριν δύο (χαμένες) δεκαετίες το κόμμα βρίσκεται μπροστά σε μια εξαιρετικά κρίσιμη επιλογή. Πιο συγκεκριμένα, βρίσκεται μπροστά σε μια επιλογή από την οποία θα κριθεί η ίδια του η επιβίωση. Εάν και πάλι «αποφασίσουμε να παραμείνουμε κουκουέ» τότε δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι εξελίξεις θα είναι εξαιρετικά αρνητικές και η ταχύτητα με την οποία θα προχωρήσουν απρόβλεπτη. Το κόμμα οφείλει να ακολουθήσει έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο και το επικείμενο συνέδριο να διακηρύξει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι «Αποφασίσαμε να αλλάξουμε! Θα γίνουμε Κομμουνιστικό Κόμμα!». Και βέβαια να πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε αυτή η διακήρυξη να γίνει πράξη.


Παύλος Ταμουρίδης
Συνδικαλιστής από τη ΔΕΗ, Καλαμαριά Θεσσαλονίκης


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ