Κυριακή 22 Απρίλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Ιμπεριαλιστικές ενώσεις και ενδοενωσιακές αντιθέσεις

«

Η ιμπεριαλιστική τάση για μεγάλες αυτοκρατορίες είναι πέρα για πέρα πραγματοποιήσιμη και στην πράξη πραγματοποιείται συχνά με τη μορφή ιμπεριαλιστικής ένωσης αυτοτελών και ανεξάρτητων, με την πολιτική σημασία της λέξης, κρατών. Μια τέτοια ένωση είναι δυνατή και παρατηρείται όχι μόνο με τη μορφή της οικονομικής σύμφυσης των χρηματιστικών κεφαλαίων δύο χωρών, αλλά και με τη μορφή της στρατιωτικής "συνεργασίας" σ' έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο».(Λένιν, Απαντα τ. 30, σελ. 102)

Τι είναι, όμως, αυτό που οδηγεί στην ιμπεριαλιστική ένωση ανεξάρτητων, με την πολιτική σημασία της λέξης, κρατών στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού;

Η ένταση της διεθνοποίησης της οικονομίας και της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου είναι αυτή που ωθεί στη δημιουργία διακρατικών ιμπεριαλιστικών συνασπισμών, οικονομικών - πολιτικών και στρατιωτικών.

Στην εποχή του ανώτατου και τελευταίου σταδίου του καπιταλισμού, τα μονοπώλια συνάπτουν διακρατικές συμφωνίες με τη μορφή διεθνών και περιφερειακών ενώσεων και οργανισμών, με συγκεκριμένους όρους και περιεχόμενο, (π.χ. όροι κίνησης κεφαλαίων, νομισματική πολιτική, κλπ). Μία μορφή είναι και η Ευρωπαϊκή Ενωση, (ΕΕ), η δράση της οποίας υπηρετεί τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων πρώτ' απ' όλα των ισχυρών κρατών της ΕΕ.

Οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις, όπως η ΕΕ διαμορφώθηκαν κάτω από την πίεση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού μεταξύ των πιο ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών, (ΗΠΑ - Γερμανία - Ιαπωνία). Βεβαίως, η τάση της καπιταλιστικής ενοποίησης ως απάντηση στην ένταση της διεθνοποίησης είναι διαδικασία αντιφατική. «Δε χωράει αμφιβολία ότι η εξέλιξη γίνεται προς ένα ενιαίο παγκόσμιο τραστ, που καταβροχθίζει όλες χωρίς εξαίρεση τις επιχειρήσεις και όλα χωρίς εξαίρεση τα κράτη. Η εξέλιξη, όμως, αυτή προχωρεί προς αυτή την κατεύθυνση κάτω από τέτοιες συνθήκες, με τέτοιο ρυθμό, μέσα σε τέτοιες αντιθέσεις, συγκρούσεις και κλονισμούς-που δεν είναι καθόλου μόνο οικονομικοί, αλλά και πολιτικοί, εθνικοί κλπ. -έτσι που οπωσδήποτε πριν φτάσουν τα πράγματα σ' ένα παγκόσμιο τραστ, πριν την "υπεριμπεριαλιστική" παγκόσμια ένωση των εθνικών χρηματιστικών κεφαλαίων, ο ιμπεριαλισμός θα πρέπει να χρεοκοπήσει αναπόφευκτα, ο καπιταλισμός θα μετατραπεί στο αντίθετό του».(Λένιν, Απαντα τ. 27, σελ. 99).

Η διακρατική καπιταλιστική ένωση δε γίνεται σε ισότιμη βάση. Πραγματοποιείται γύρω από ένα ή περισσότερα καπιταλιστικά κράτη που κατέχουν ηγεμονική θέση και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της. Στην ΕΕ ξεχωρίζει η ηγεμονία της Γερμανίας, γιατί διαθέτει μεγάλο ύψος παραγωγής και εξαγωγών και, επομένως, δύναμη να επιβάλλει νομισματική, συναλλαγματική και δημοσιονομική πολιτική, σύμφωνα με το δικό της συμφέρον.

Η τάση για ενοποίηση συνυπάρχει με τους οξύτατους ενδοενωσιακούς ανταγωνισμούς, ακόμη και μεταξύ των κρατών που ηγούνται της ενοποίησης. Η βάση των ανταγωνισμών βρίσκεται επίσης στη δράση των μονοπωλίων. Ετσι, από τη μια η Ενωση εξυπηρετεί την κοινή δράση τους στο διεθνή ανταγωνισμό και την εκμετάλλευση των λαών, από την άλλη όμως υπάρχουν και τα ιδιαίτερα συμφέροντα των μονοπωλίων των κρατών - μελών της Ενωσης, που οδηγούν στην όξυνση των ενδοενωσιακών ανταγωνισμών. Αλλωστε, ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης δρα και μέσα στην Ενωση.

Η ίδια η πορεία της ΕΕ είναι αποκαλυπτική για τις οξύτατες ενδοενωσιακές αντιθέσεις, ακόμη και ανάμεσα στις ηγετικές της δυνάμεις.

Να θυμίσουμε την οξύτατη αντιπαράθεση Γαλλίας - Γερμανίας για το διορισμό του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η επιλογή και ο διορισμός του οποίου έγινε μάλιστα χωρίς τη συμμετοχή των υπόλοιπων κρατών - μελών. Τελικά, η επιλογή του Ολλανδού Β. Ντουίζενμπερκ ήταν ένας συμβιβασμός ευνοϊκός για τη Γερμανία, αφού γύρω από τη Γερμανία συσπειρώνονται οι σκανδιναβικές χώρες και οι χώρες της μπενελούξ, (Βέλγιο, Ολλανδία). Οξύτατη αντιπαράθεση, επίσης, είχε ξεσπάσει στις συζητήσεις για την «Ατζέντα 2000», αφού η Γαλλία απαιτούσε συνέχιση της πολιτικής των επιδοτήσεων στην αγροτική οικονομία, σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα αύξησης του κοινοτικού προϋπολογισμού. Η Γερμανία, όμως, αρνήθηκε αυξημένη συμμετοχή στον ευρωενωσιακό προϋπολογισμό και ο συμβιβασμός που επήλθε ήταν η συνέχιση των επιδοτήσεων ως το 2006, χωρίς την αύξηση της συμμετοχής της Γερμανίας. Αντιθέσεις ανάμεσα στο λεγόμενο γαλλογερμανικό άξονα, λοιπόν, που θεωρείται ο μοχλός της ενοποίησης. Φαίνεται ως κοινή πορεία των δύο αυτών ηγετικών κρατών, μέσα από τις αντιθέσεις και τους συμβιβασμούς τους, αφού η Γερμανία μπορεί να είναι ισχυρότερη οικονομικά, αλλά η Γαλλία είναι μεγάλη στρατιωτική δύναμη και μάλιστα με πυρηνικά όπλα.

Από την άλλη υπάρχει η Αγγλία, η οποία έχει τη δική της ξεχωριστή παρουσία, δεν μπήκε στην ΟΝΕ και το Ευρώ, συνεχίζει τις παραδοσιακές σχέσεις της με τις ΗΠΑ, αντιπαρατίθεται στο γαλλογερμανικό άξονα, αντιδρά σε διάφορα ζητήματα κοινής πολιτικής, (π.χ. φορολογικό, ευρωστρατός υπό το ΝΑΤΟ, παρά την αντίθεση της Γερμανίας), ενώ δε συμφωνεί με καμιά από τις εκδοχές της «πολιτικής ενοποίησης».

Η πορεία της πολιτικής «ενοποίησης» και η διαμόρφωση ανάλογων θεσμών, είναι αντικείμενο αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία, αλλά και την Αγγλία και άλλα κράτη, τόσο για τη μορφή που θα έχει, όσο και για τους θεσμούς που θα την υπηρετούν.

Υπήρξε οξύτατη αντιπαράθεση διαρκείας ανάμεσα στην πρόταση της γερμανικής κυβέρνησης για «ομοσπονδιοποίηση» και της γαλλικής για Ενωση των «πολλαπλών ταχυτήτων», ενώ συνδέονται και με τη διεύρυνση με άλλα κράτη. Εξέφραζαν διαφορετικές στρατηγικές επιλογές λόγω των ιδιαίτερων συμφερόντων του κεφαλαίου που καθένα κράτος απ' αυτά εκπροσωπεί, π.χ. γερμανικές επενδύσεις σε Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία, που η Γερμανία βιάζεται να τις εντάξει στην ΕΕ, αλλά η Γαλλία αντιδρά γιατί έτσι δυναμώνει ο ρόλος της Γερμανίας, (αύξηση συμμάχων εντός της ΕΕ).

Οι αντιθέσεις μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας δεν εμποδίζουν τις δυο κυβερνήσεις να αναζητούν τρόπους και μέσα για να πετύχουν τον κοινό τους στόχο, της δημιουργίας ισχυρών θεσμών και οργάνων στην ΕΕ, που να αντανακλούν τις «πολλές ταχύτητες», αλλά και την ηγετική ομάδα κρατών που θα καθορίζει ουσιαστικά την πορεία και την εξέλιξή της.

Η Σύνοδος Κορυφής της Νίκαιας ήταν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα έκφρασης των αντιθέσεων ανάμεσα στα ηγετικά κράτη της ΕΕ. Σ' αυτή τη Σύνοδο προσδοκούσαν να καταλήξουν σε θεσμικές αλλαγές, αλλά και στην προώθηση της πολιτικής ενοποίησης. Εκφράστηκαν, όμως, τόσο οξύτατες αντιθέσεις, που τα ουσιαστικά ζητήματα και για το θεσμικό μέλλον της Ενωσης, αλλά και την ΚΕΠΠΑ, ως μέρος της πολιτικής ενοποίησης για την οποία δεν αποφάσισαν να ενσωματώσουν στη Χάρτα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων λόγω διαφωνιών, παραπέμφθηκαν για λύση στο μέλλον.


Σ.Κ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ