Κυριακή 19 Γενάρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
«Πρωτευουσιάνα» κι «επαρχιώτισσα»

Συνολική και ενιαία η αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, με κοινούς λαϊκούς αγώνες μπορεί να ανατραπεί

Στιγμιότυπο από τη συμπαράσταση των οικοδόμων στους αγωνιζόμενους αγρότες
Στιγμιότυπο από τη συμπαράσταση των οικοδόμων στους αγωνιζόμενους αγρότες
Υπάρχει μια λαθεμένη εντύπωση ότι η κυβέρνηση και, γενικότερα, η πολιτεία ενδιαφέρεται περισσότερο για την Αθήνα και λιγότερο για την περιφέρεια. `Η, για να το πούμε κι αλλιώς, αδιαφορεί λιγότερο για την Αθήνα από ό,τι για την επαρχία. Εξ αυτού ορμώμενοι μερικοί, υπενθυμίζουν ότι «Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα» και ζητούν από τους κυβερνώντες να δώσουν μεγαλύτερο βάρος στη λεγόμενη περιφερειακή πολιτική. Θεωρώντας, δε, ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση ενδιαφέρεται περισσότερο για τις περιφέρειες -άλλος «μύθος» αυτός- κατηγορούν την κυβέρνηση ότι δεν αξιοποιεί, όσο και όπου θα έπρεπε, τα κοινοτικά κονδύλια - κυρίως τα περιβόητα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης - για την ανάπτυξη στην ελληνική περιφέρεια.

Η εντύπωση περί «ριξίματος» της επαρχίας έναντι της Αθήνας, φαίνεται να «δικαιώνεται», αν δει κανείς ότι, αυτό το διάστημα, στην πρωτεύουσα εκτελούνται πολλά και μεγάλα έργα - με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, να μην οξύνεται, περαιτέρω, το πρόβλημα της ανεργίας - εν αντιθέσει με την επενδυτική και παραγωγική «άπνοια», που επικρατεί στην περιφέρεια. Ομως, πρόκειται περισσότερο για συγκυριακό και πρόσκαιρο φαινόμενο που σχετίζεται και με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ενώ δεν πρέπει να διαφεύγει από κανέναν το γεγονός ότι στην Αττική έχει συγκεντρωθεί κοντά στο 40% του πληθυσμού της χώρας, μεγάλο επίσης ποσοστό των οικονομικών δραστηριοτήτων, κι επομένως, ούτως, ή άλλως, οι ανάγκες και για έργα που θα υποστηρίζουν και θα ενισχύουν την καπιταλιστική ανάπτυξη είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που έχει κάθε άλλη περιοχή ξεχωριστά.

Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν καθορίζει και υλοποιεί την πολιτική της, με γεωγραφικά ή πληθυσμιακά, αλλά με ταξικά κριτήρια. Εφαρμόζει μια πολιτική εξυπηρέτησης των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου, κι όπου δραστηριοποιούνται καπιταλιστές και πολυεθνικές, εκεί εμφανίζεται αρωγός τους η κυβερνητική πολιτική. Κι επειδή οι ισχυρότεροι και οι περισσότεροι από την οικονομική ολιγαρχία δραστηριοποιούνται στην Αθήνα -για πολλούς λόγους και γιατί στην πρωτεύουσα δρουν οι αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες, ενώ υπάρχει καλύτερη υποδομή και πιο ειδικευμένο εργατικό δυναμικό σε σχέση με την επαρχία- είναι φυσιολογικό εκεί να εκδηλώνεται περισσότερη κι αποτελεσματικότερη κυβερνητική παρέμβαση υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου.

Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που η κυβέρνηση φαίνεται περισσότερο «Αθηναία» και λιγότερο «επαρχιώτισσα» κι όχι γιατί οι κυβερνώντες -πολλοί εκ των οποίων κατάγονται από την επαρχία κι αρκετοί πολιτεύονται σ' αυτήν- έχουν το κόμπλεξ του πρωτευουσιάνου, ή διακατέχονται από τοπικιστικά ή ρατσιστικά ένστικτα.

Η κυβερνητική πολιτική, όπως καθορίζεται από τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας και συναποφασίζεται στο «κέντρο» των Βρυξελλών, είναι και εφαρμόζεται ενιαία για όλη τη χώρα. Οσα ισχύουν για τους εργάτες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ισχύουν και για τους συναδέλφους τους στον Εβρο και στην Κρήτη. Ο,τι ισχύει για τους βιομήχανους στην πρωτεύουσα, ισχύει και στη Λάρισα και στην Πάτρα.

Βεβαίως, υπάρχουν και άλλα λαϊκά στρώματα -όπως οι μικρομεσαίοι αγρότες- που υποφέρουν τα τελευταία χρόνια πιο έντονα απ' ό,τι παλιότερα, από την εφαρμοζόμενη πολιτική. Ομως, αυτό δεν έχει σχέση με την τοπική, αλλά με την ταξική υπόστασή τους. Το πρόβλημα δεν είναι ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει «κάτι» με τους αγρότες και γι' αυτό τους κυνηγάει, ή είναι ανίκανη να λύσει το αγροτικό πρόβλημα -αυτό, περίπου, υποστηρίζει η ΝΔ, εν πολλοίς και ο ΣΥΝ- αλλά ότι έχει συναποφασίσει με την Ευρωπαϊκή Ενωση και, από κοινού, έθεσαν σε εφαρμογή μια πολιτική ξεκληρίσματος της μικρομεσαίας αγροτιάς, επειδή θέλουν να συγκεντρωθεί η γη σε λίγους μεγαλοαγρότες κι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον αγροτικό τομέα.

Το ότι η αντιλαϊκή, κυβερνητική πολιτική είναι ταξική και ενιαία αποδεικνύεται και από τον τρόπο, με τον οποίο υλοποιούνται οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Βλέπουμε, π.χ. ότι η πολιτική αναδιαρθρώσεων στις εργασιακές σχέσεις, που συνίσταται στην κατάργηση εργατικών δικαιωμάτων και την αφαίρεση κατακτήσεων, εφαρμόζεται σ' όλη την ελληνική επικράτεια, ανεξαρτήτως τοπικών διαφορών και ιδιαιτεροτήτων. Το ίδιο γίνεται με τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στην Υγεία και την Παιδεία. Ετσι, βλέπουμε τους ιδιώτες - επιχειρηματίες, που δραστηριοποιούνται σ' αυτούς τους χώρους για να κερδοσκοπήσουν, να εξαπλώνονται όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στην περιφέρεια, ενώ παρατηρούμε, και στην επαρχία, ταξικές διαφοροποιήσεις μέσα στο δημόσιο τομέα της Υγείας, της Πρόνοιας και της Παιδείας.

Π.χ. στη Θεσσαλία βλέπουμε να ξεφυτρώνουν, σαν τα μανιτάρια, ιδιωτικές επιχειρήσεις Υγείας και μεγάλες ιδιωτικές εκπαιδευτικές μονάδες και, ταυτόχρονα, παρατηρούμε το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο να μετατρέπεται, σιγά - σιγά και με πρόγραμμα, σε χώρο εξυπηρέτησης των αναγκών μιας κοινωνικής και οικονομικής «ελίτ», ενώ τα Νομαρχιακά Νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας, υποβαθμιζόμενα συνεχώς, θα χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της «πλέμπας», που δεν έχει το χρήμα να πάει στα «καλά» νοσοκομεία, δημόσια, ή ιδιωτικά.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ελληνικός λαός είναι γενικά, κοινωνικά και πολιτικά, καθώς οφείλονται στην ενιαία και γενικευμένη αντιλαϊκή πολιτική που εφαρμόζεται κι όχι ειδικά και τοπικά. Απ' αυτή την άποψη είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να λυθούν σε τοπικό επίπεδο -οι Γενικές Γραμματείες των Περιφερειών δε λύνουν λαϊκά προβλήματα, είναι στοχοπροσηλωμένες στην εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής- ενώ και η επίλυση κάποιων, επιμέρους, προβλημάτων δεν μπορεί να λύσει το συνολικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα λαϊκά στρώματα σ' όλη τη χώρα.

Εκεί, εν πολλοίς, οφείλεται και η υποτιθέμενη αδυναμία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να δώσει λύσεις σε σοβαρά προβλήματα των πολιτών -γιατί τα τελευταία χρόνια αποκαλύπτεται πως δεν είναι ότι δεν μπορεί, αλλά ότι δε θέλει, καθώς, με τη θέληση της πλειοψηφίας των δημάρχων και των νομαρχών, μετατρέπεται σε μηχανισμό του κράτους -αφού χωρίς σύγκρουση και ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής και χωρίς πολιτικό παραμερισμό όσων τη διαχειρίζονται, δεν πρόκειται ν' αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο. Αλλωστε, η άρχουσα τάξη τη θέλει μηχανισμό του αστικού κράτους και μοχλό επιβολής των αναδιαρθρώσεων.

Η λύση, λοιπόν, μπορεί να δοθεί μόνο μέσα από τη λαϊκή κοινωνικοπολιτική πάλη για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής που εφαρμόζεται. Κι αυτό μπορεί να γίνει με τη συγκρότηση ενός Λαϊκού Μετώπου, που, μέσα από τους αγώνες, μπορεί να φέρει μια Λαϊκή Εξουσία, η οποία, μέσω της Λαϊκής Οικονομίας, μπορεί να υπηρετήσει τα συμφέροντα του λαού και του τόπου.


Παύλος ΡΙΖΑΡΓΙΩΤΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ