«Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια» Γ. Ρίτσος: «Ρωμιοσύνη».
Ακούστε τον Κάλβο: «Της θαλάσσης καλήτερα/ φουσκωμένα τα κύματα/ 'να πνίξουν την πατρίδα μου/ ωσάν απελπισμένην,/ έρημον βάρκα/(...) Καλήτερα, καλήτερα/ διασκορπισμένοι οι Ελληνες/ να τρέχωσι τον κόσμον,/ με εξαπλωμένην χείρα/ ψωμοζητούντες/. Παρά προστάτας νάχωμεν».
Διάβαζε ο καθηγητής μας τη δεκάτη ωδή του Κάλβου, που την τιτλοφορούσε «Αι ευχαί». Φωνή καθαρή. Αρθρωση τέλεια. Τόνος βροντερός.
Φούσκωσε και το δικό μου στήθος με κείνο το «Παρά προστάτας νάχωμεν». Συνταράχτηκα με το «και αν ο Θεός και τ' άρματα/ μας λείψωσι, καλήτερα/ πάλιν να χρεμετήσωσι/ τον Κυθαιρώνα Τούρκων/ άγριαι φοράδες./ Παρά...». Κι αυτό γιατί «... όσον είναι/ τυφλή και σκληροτέρα/ η Τυραννίς, τοσούτον/ ταχυτέρως ανοίγονται/ σωτήριοι θύραι».
Τέλειωσε την ανάγνωση. Στην τάξη είχε κάνει κατοχή η ησυχία. Πρώτη φορά ακούσαμε Κάλβο, που τις ευχές του τις κλείνει με τούτο το στίχο: «Δε με θαμβώνει πάθος/ κανένα εγώ τη λύραν/ κτυπώ, και ολόρθος στέκομαι/ σιμά εις του μνήματός μου/ τ' ανοικτόν στόμα».
Η ώρα πέρασε. Το κουδούνι σήμανε διάλειμμα. Εμείς όμως στην αίθουσα. Η ποίηση δεν έχει ωράριο. Ο καθηγητής συνέχισε διαβάζοντας Καβάφη. Προσέχτε, είπε, την ομοιότητα, όχι στη φόρμα, στην ουσία, κι άρχισε να διαβάζει τις «Θερμοπύλες».
«Τιμή σ' εκείνους όπου στη ζωή των/ ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες./ Ποτέ από το χρέος μη κινούντες (...) Και περισσότερη τιμή τους πρέπει/ όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,/ κι οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε».
Ιδού, είπε ο καθηγητής, το χρέος των ελεύθερων ανθρώπων. Των ανθρώπων που αποδιώχνουν τους προστάτες και φυλάττουν Θερμοπύλες, ακόμη κι αν ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος...
Μακαρίζω την τύχη μου, που είχα τέτοιον καθηγητή. Που μ' έμαθε να διαβάζω και να καταλαβαίνω τον Κάλβο, τον Καβάφη, τους ποιητές. Μακαρίζω εκείνη την τύχη μου τούτες τις μέρες, που καταλαβαίνω ότι οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας μου επιζητούν την προστασία. Αν δεν τον συναντούσα, μπορεί και να μην κατανοούσα το «σχέδιο Ανάν», για την Κύπρο. Μπορεί να μην ήμουν ούτε «εις μικρόν γενναίος».
Αχ, γιατί μου ματώνουν την άνοιξη; Ανοιξη βομβάρδισαν τη Γιουγκοσλαβία. Ανοιξη το Ιράκ. Ανοιξη και με το Κυπριακό. Δεν καταλαβαίνουν ότι η άνοιξη, τελικά, δε δολοφονείται; Δε διδάχτηκαν τίποτε από την ιστορία, που λέει ότι κραταιές δυνάμεις χάθηκαν και μένει μόνον ο λαός, που ολόρθος στέκεται σιμά στου μνήματός του τ' ανοικτό στόμα, βροντοφωνάζοντας «Παρά προστάτας νάχωμεν», από το χρέος του μη κινώντας και στην περίπτωση που ο Εφιάλτης θα φανεί και «οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε».
Τι έγιναν, αλήθεια, οι Μήδοι;