Κάθε καλοπροαίρετος εργαζόμενος, κάθε αγωνιστής συνδικαλιστής, που ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα των εργαζομένων, θα πρέπει με συγκεκριμένα γεγονότα να εξετάσει αν αυτές οι κατηγορίες ευσταθούν ή αποτελούν απλά κοινότυπες συκοφαντίες για να αποκρύψουν άλλες σκοπιμότητες.
Σε όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, ιδιαίτερα μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά και γενικότερα μέσα στους εργαζόμενους, είναι πιο φανερή τώρα η αλήθεια.
Οτι δηλαδή η ενότητα δέχεται, πρώτ' απ' όλα, σφοδρότατα πλήγματα από την πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης μέσα από την αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων (ελαστικά ωράρια, συμβάσεις ορισμένου χρόνου), από την αύξηση της ανεργίας, το χτύπημα των εργασιακών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, που προωθούν μαζί και αξιοποιούν κυβέρνηση και εργοδοσία. Η ενότητα υπονομεύεται από τη λογική της «κοινωνικής συναίνεσης», το δηλητήριο δηλαδή της ταξικής συνεργασίας, που εργολαβικά προωθούν οι παρατάξεις που αποτελούν πλειοψηφίες στα κεντρικά όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος. Η ενότητα ακρωτηριάζεται από τη διαλυτική κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα, που προωθούν οι πλειοψηφίες σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ.
Ποιες είναι όμως οι ευθύνες των πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων; Ποιος είναι ο ρόλος τους σε αυτό το μεγάλο ζήτημα της ενότητας;
Κριτήριο για όλες, χωρίς εξαίρεση τις δυνάμεις, είναι η στάση της κάθε μιας απέναντι στους παράγοντες διάσπασης των εργαζομένων και στους οποίους αναφερόμαστε πιο πάνω.
Θα ήταν περιττό σήμερα να αναφερθούμε ξανά στο ρόλο και τις ευθύνες τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ, γιατί αυτός είναι γνωστός, μια και αποτελούν τους πρωταθλητές της υπονόμευσης και του ξεπουλήματος των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Καταπιανόμαστε όμως με την ηγεσία του ΣΥΝ γιατί όψιμα κόπτεται, στα πλαίσια του συνδικαλιστικού κινήματος, για την ενότητα και πρωτοστατεί στις κατηγορίες κατά του ΚΚΕ.
Οποιος πραγματικά ενδιαφέρεται για την ενότητα καταλαβαίνει ότι πρόκειται για πολύ σοβαρό και σημαντικό ζήτημα, που δε σηκώνει να το κακοποιούν ορισμένοι τόσο βάναυσα με την επίκλησή του κάθε τόσο, είτε για προεκλογικές σκοπιμότητες είτε για να ξεφύγουν από το στρίμωγμα που τους οδηγεί η πολιτική τους στα πλαίσια του κινήματος.
Το υπογραμμίζουμε αυτό γιατί η αντιφατική τακτική της συγκεκριμένης ηγεσίας δεν μπορεί να συγκαλύπτει την αλήθεια. Ενώ χρόνια τώρα αρνούνται πεισματικά να διαχωριστούν από τη βασική γραμμή των ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ στις τριτοβάθμιες οργανώσεις ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ και στις Ομοσπονδίες, επικαλούνται την ενότητα. Ενώ στήριξαν τις παγίδες του «κοινωνικού διαλόγου», ενώ συμφωνούν με τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης, ενώ αρνούνται την κοινή δράση με τα αγωνιστικά συνδικάτα, μιλούν για κοινή δράση. Διαμαρτύρονται ότι δήθεν το ΚΚΕ τους αρνείται να πάρουν μέρος στην Εργατική Πρωτομαγιά.
Οσο και αν είναι αντιφατική μια τέτοια τακτική, δεν είναι τυχαία. Στην εισήγηση του ΣΥΝ στην πανελλαδική συνέλευση συνδικαλιστών στις 2/10/99 αναφέρονται μεταξύ άλλων, διαστρεβλώνοντας τις θέσεις του ΚΚΕ:
«Η άρνηση του ΚΚΕ να δει την αναγκαιότητα μιας ισότιμης συνδικαλιστικής συμμαχίας και από τα κάτω και από τα πάνω, με ταξικό δημοκρατικό περιεχόμενο, αντικειμενικά υποτάσσει τα εργατικά συμφέροντα σε πρόσκαιρες μικροκομματικές επιδιώξεις, οδηγεί στη διαίρεση και διάσπαση των εργαζομένων, διευκολύνει την κυριαρχία του κυβερνητικού συνδικαλισμού»...
Και συνεχίζει σε άλλο σημείο: «Η ΕΣΑΚ επιχειρεί με τη συγκρότηση του ΠΑΜΕ να ηγεμονεύσει στα πλαίσια της Αριστεράς, επιχειρεί το χτίσιμο μιας συνδικαλιστικής συσπείρωσης που να εντάσσεται στο γενικότερο αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο που προωθεί το ΚΚΕ.
Θεωρούμε, ότι το ΠΑΜΕ δεν είναι αυτό που ζητάει η εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα και γι' αυτό δε συμμετέχουμε σε αυτό!».
Οσο για το τι θα κάνουν, αναφέρουν στην απόφαση της συνδιάσκεψης: «Να δημιουργήσουμε μέχρι τέλος Φλεβάρη του 2000, ένα σταθερό πανελλαδικό δίκτυο των αυτόνομων σχημάτων, ενιαίο για ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ. Σε αυτό θα επιδιώξουμε να συμμετέχουν ευρύτερες δυνάμεις του ΔΗΚΚΙ, της ΑΚΟΑ και της ευρύτερης Αριστεράς».
Ενότητα της εργατικής τάξης σήμερα, που να ανοίγει το δρόμο και την προοπτική με δυνατότητες υπεράσπισης των συμφερόντων της και ικανοποίησης των σύγχρονων αναγκών της πρέπει να έχει συγκεκριμένο στίγμα και περιεχόμενο. Σήμερα αυτό έχει την έκφρασή του στη με συνέπεια λόγων και έργων αντίθεση στην καθήλωση και μείωση των εισοδημάτων, στην ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, στην κατεδάφιση του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην καταπάτηση των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών στους τόπους δουλιάς. Στην αποκάλυψη των δυνάμεων και των μηχανισμών που εκφράζουν τις πιο πάνω αντεργατικές πολιτικές, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση, η εργοδοσία, οι πολιτικοί και συνδικαλιστικοί τους εκπρόσωποι. Η ταξική ενότητα σήμερα απαιτεί ο αγώνας απέναντι σ' όλους αυτούς να μην εξαντλείται στην αποτροπή πλευρών και συνεπειών της επίθεσης, αλλά να διεκδικεί η εργατική τάξη σύμφωνα με την προσφορά της, τις σύγχρονες ανάγκες και τα δικαιώματά της. Το ΚΚΕ με όσους συμφωνούν με ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι γνωστό ότι χωρίς εξαιρέσεις προωθεί την κοινή δράση και συνεργασία. Απέναντι σ' αυτή τη σύγχρονη ανάγκη συσπείρωσης της εργατικής τάξης, η ηγεσία του ΣΥΝ αντιπαραθέτει τη λογική του «ρεαλισμού» και συμβιβασμού, που οδηγεί όλο και σε μεγαλύτερες υποχωρήσεις και παραχωρήσεις δικαιωμάτων. Αρνείται ακόμα και σε πάρα πολλές περιπτώσεις την κοινή δράση για επιμέρους προβλήματα. Χαρακτηριστική έκφραση αυτής της τακτικής της είναι η στάση της απέναντι στους αγώνες των ναυτεργατών, των εργατών μετάλλου, των αγροτών και τόσων άλλων.
Ετσι και μπροστά στην 1η Μάη, αφού απέτυχε η προσπάθειά τους να πάνε ξανά μαζί με τον κυβερνητικό συνδικαλισμό και τους άλλους εκπροσώπους της «κοινωνικής συναίνεσης» και υποταγής, προσπαθούν τώρα να εξαγνιστούν και να αποκρύψουν αυτό το κυρίαρχο στοιχείο του προσανατολισμού τους, παρουσιάζοντας στο παραπέντε ενωτική δήθεν διάθεση προς τις αγωνιστικές ταξικές δυνάμεις, που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ. Αντί να συμμετέχουν μέσα απο τα σωματεία στην αγωνιστική ταξική Πρωτομαγιά, πήραν υποτίθεται ενωτική πρωτοβουλία. Αποφεύγουν όμως να συζητήσουν επί της ουσίας για το πλαίσιο του γιορτασμού και ταυτόχρονα το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στο πώς, με κάθε τρόπο, θα φύγει από τη μέση και θα υποβαθμιστεί η πρωτοβουλία του ΠΑΜΕ.
Οι εργαζόμενοι μπορούν να βγάλουν, και βγάζουν πιστεύουμε, τα δικά τους συμπεράσματα.