Κυριακή 11 Αυγούστου 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η σιωπή και το μέτρο!

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Φόρεσα και γω τα "καλά" μου, πήρα το πιο γιορταστικό μου ύφος, όπως τότε που πήγαινα να παρακολουθήσω με τρεμάμενα χέρια τις γυμναστικές επιδείξεις της πρώτης μου κόρης, βυθίστηκα και σε μια αναπαυτική πολυθρόνα, ειδική παραγγελία για τις τηλεοπτικές παννυχίδες της οικογένειας και περίμενα. Περίμενα να 'ρθουν οι "θεοί", όπως έγραφε κάποιο πρωτοσέλιδο. Ητανε κάτι μέσα μου, όμως, που δε μ' άφηνε ήσυχο. Ητανε κάτι που φτεροκοπούσε πάνω - κάτω στον οισοφάγο μου και με παράσερνε γι' αλλού. Με απομάκρυνε. Ετσι, δυσκολευόμουνα να καταλάβω αυτό το γιορταστικό πάνε κι έλα που με περιέβαλλε. Δυσκολευόμουνα να δω και να καταλάβω τα φώτα, ν' ακούσω και να καταλάβω τις μουσικές. Κι όλους εκείνους τους βλοσυρούς και συνάμα χαρούμενους, αρμόδιους και μη, δεν τους καταλάβαινα κι αυτούς. Ημουνα βέβαιος πως έρχονταν από κάπου αλλού. Ημουνα βέβαιος πως ήταν έτσι, συμβατικά κατασκευασμένοι, για κείνη την περίπτωση. Σε λίγο θα εξαφανίζονταν ένας ένας και θ' άφηναν πίσω τους ένα λεκέ. Και τα παιδιά με τα χαμογελαστά πρόσωπα, τα χρυσά τους μαλλιά, θα έμεναν μόνα τους εκεί πίσω. Και όσο αυτή η περίεργη βεβαιότητά μου καταστάλαζε μέσα μου, άφηνα το μυαλό μου να περιπλανιέται εδώ και κει, πότε σε θέματα άσχετα και πότε σε σχετικά. Καταλάβαινα πως αναζητούσα ένα τόπο καταφυγής, απ' όπου θα μπορούσα να δω τα "πράγματα" ψύχραιμα. Φυσικά, έτσι που περνούσα τις εποχές, έφτασα, χωρίς να το καταλάβω, στον Διαγόρα, που όταν είδε τα δυο του παιδιά να στεφανώνονται ολυμπιονίκες κραύγασε λουσμένος στα δάκρυα και την ιερή σκόνη της Ολυμπίας "κάτθανε Διαγόρα", που σημαίνει: τώρα πέθανε Διαγόρα. Γιατί συνειδητοποίησε ξαφνικά πως δεν είχε άλλο να περιμένει. Αλλο που να μετρούσε πιο πολύ στη ζωή ενός γέρου. Και μ' αυτή τη σκέψη αναγκάστηκα να συσχετίσω τη νίκη με το θάνατο. Τη χαρά της βράβευσης με την ανυπαρξία, με την ανάγκη της "μέτρησης" και της αυτοσυνείδησης!

Υστερα θυμήθηκα τον Κλέοβι και τον Βίτωνα. Τους έφηβους ήρωες του Αργους. Επρεπε, λέει, η μητέρα τους η Κυδίππη, ιέρεια στο Ηραίο του Αργους, να φτάσει έγκαιρα στο ιερό της θεάς, για να φροντίσει για τη θυσία που έπρεπε να γίνει, πριν αρχίσουν οι μεγάλες γιορτές που λάβαιναν χώρα εκεί κάθε τέσσερα χρόνια. Μα δεν είχαν γυρίσει τα βόδια από τη βοσκή, για να σύρουν την ιερή άμαξα. Ετσι, οι δυο γυμνασμένοι έφηβοι ζεύτηκαν αυτοί την άμαξα και την έσυραν 17 στάδια, ώστε να φτάσει στην ώρα της η Κυδίππη και να κάνει τη θυσία στη θεά. Επρεπε, βέβαια, να βραβευτούν οι νέοι για τη δύναμη και το ήθος τους. Τότε όμως δεν υπήρχαν βάθρα για τους νικητές. Ούτε ανακρούονταν οι εθνικοί ύμνοι για να δακρύζουν οι εθνικώς υπερήφανοι. Ούτε, βέβαια, υπήρχαν δημοσιογράφοι, για να στριμώξουν την Κυδίππη και να τη ρωτήσουν πώς αισθάνθηκε που έφτασε έγκαιρα για τη θυσία, καθισμένη πάνω στο στολισμένο άρμα που έσερναν τα δυο της παιδιά. Επρεπε όμως να βραβευτεί η δύναμη. Επρεπε οι πιστοί του Ηραίου να θαυμάσουν τα "ποντίκια" του Κλέοβι και του Βίτωνα. Πώς όμως; Με έναν πολύ απλό τρόπο, που τον ζήτησε ως χάρη η μητέρα τους από τη θεά. Να κοιμηθούν εκεί, δίπλα στο βωμό της θυσίας, και να μην ξυπνήσουν ποτέ. Υπέρτατη ευδαιμονία για την εποχή εκείνη ένας τέτοιος ύπνος. Μια τέτοια σιωπηλή βράβευση. Υπέρτατη ευδαιμονία για την εποχή εκείνη, την εποχή του μέτρου και της χρυσής σιωπής!

Να, λοιπόν, τι ξεχάσαμε τις μέρες αυτές, σκέφτηκα βυθισμένος στην αναπαυτική τηλεοπτική μας πολυθρόνα. Ξεχάσαμε πως στη χώρα αυτή δε γεννήθηκε μόνο η ιδέα του ολυμπισμού και της ευγενικής άμιλλας. Ξεχάσαμε πως στη χώρα αυτή δε συμπλέκονταν μόνο στις παλαίστρες γυαλισμένα με λάδι ελιάς τα καλογυμνασμένα κορμιά των νεαρών της Αθήνας. Στη χώρα αυτή υμνήθηκε και το μέτρο εκείνη την παλιά εποχή. Υμνήθηκε ως αρετή και η σιωπή, ή, έστω, τα λίγα λόγια. Και βρήκανε τρόπο να τις γιορτάσουν αυτές τις αρετές, να τις παραδώσουν με συγκινητικές και έξυπνες ρήσεις. "Το σιγάν κρείσσον του λαλείν", έλεγαν, ή "το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν" και άλλα τέτοια σοφά. Κι όμως, τις μέρες αυτές ξεχάσαμε και το ένα και το άλλο. Ούτε "μέτρο", ούτε σιωπή ή, τουλάχιστον, φιλοσοφικός λόγος. Η φτήνια του λόγου στην πιο ακραία της μορφή, η έλλειψη του μέτρου σε μια εφιαλτική έκρηξη, που σε ακύρωνε, σε εξαφάνιζε, ανέτρεπε τις διαστάσεις σου και σε ανάγκαζε να αναζητήσεις την απουσία σου. Ηθελες να χαθείς και να μην ακούς, να μη βλέπεις. Να μην αισθάνεσαι τίποτε από το γλίστρημα πάνω στο "εθνικό" σου κορμί των άδειων λέξεων και των δολοφονικών ερωτήσεων, που δε σέβονταν ούτε καν τις σαστισμένες γιαγιάδες των νικητών.

Και γω αυτό αναζήτησα. Οσο σωριάζονταν τα ανούσια επίθετα το ένα πάνω στο άλλο, τυλιγμένα σε αναπεπταμένες σημαίες, ως εορταστικά αρτοσκευάσματα σε ειδική συσκευασία, κάτω από παράφωνους ήχους εθνικών μουσικών, κάτι με έκανε να πονώ! Οσο τα μικρόφωνα των περιγραφέων ορθώνονταν απειλητικά μπροστά στα ιδρωμένα πρόσωπα των νικητών, για να συλλάβουν σε πρώτη αποκλειστικότητα μια απάντηση στην πρωτότυπη και εξουθενωτική, στη μοναδικότητά της, ερώτηση: πώς αισθάνεστε τώρα που... κάτι με ανάγκαζε να μην αισθάνομαι! Οσο το αεροπλάνο κατέβαινε με "αργούς κύκλους", όπως παρατήρησε ο μαζικός ενημερωτής, ακυρώνοντας, με τον τρόπο αυτό, τους φυσικούς νόμους της αεροδυναμικής ή δεν ξέρω ποιου κεφαλαίου της φυσικής, που συσχετίζει την ταχύτητα των αεροπλάνων με τη δυνατότητά τους να πετάνε... κάτι με απειλούσε! Οσο, τέλος πάντων, ένας άλλος δεινός περιγραφέας μάς ανακοίνωσε όλο αγωνία πως διέκρινε και τη μνηστή ενός ολυμπιονίκη και πως έλπιζε να πάρει κάποια δήλωσή της για τα άλματα του μνηστήρα της, κάτι με ανάγκαζε να φύγω. Να πάω να συναντήσω τους γιους της Κυδίππης και να κοιμηθώ μαζί τους στο Ηραίο του Αργους. Μα, θα μου πείτε, τόσο πολύ! Ναι, τόσο πολύ, γιατί δεν αντέχω άλλες τέτοιες ερωτήσεις πλημμυρισμένες από το άπλετο φως της γιορτής. Την ερώτηση εκείνη, καλοί μου σύντροφοι, που απηύθυνε ο τερατώδης μικροφωνοφορέας στην πανέμορφη γυναίκα του Λεωνίδα Σαμπάνη: πώς είναι ο Λεωνίδας στο σπίτι του; Ρώτησε ο "συνάδελφος". Σηκώνει τα έπιπλα, έτσι με την ίδια ευκολία που σηκώνει την μπάρα; Και η καλλιπάρειος σύζυγος απάντησε: Οχι σηκώνει μόνο το γιο του!

Και ξαφνικά αντιλήφθηκα πως η τηλεοπτική πολυθρόνα με είχε εξαφανίσει. Με είχε πάει μακριά. Πολύ μακριά. Ούτε άκουγα, ούτε έβλεπα. Μόνο την Ελλάδα έβλεπα, εκεί, κομματιασμένη. Πνιγμένη μέσα στο απαστράπτον αίμα των παραγόντων και της σκηνοθετημένης ευδαιμονίας! Δίπλα στο Ηραίο του Αργους να κοιμάται ευτυχισμένη, γιατί δεν ήτανε παρούσα στη μεγάλη θυσία. Στην αιματηρή θυσία του Μέτρου και της Σιωπής!

Ξεχάσαμε πως στη χώρα αυτή δε γεννήθηκε μόνο η ιδέα του ολυμπισμού και της ευγενικής άμιλλας. Στη χώρα αυτή υμνήθηκε και το μέτρο, εκείνη την παλιά εποχή. Υμνήθηκε ως αρετή και η σιωπή, ή, έστω, τα λίγα λόγια. Και βρήκανε τρόπο να τις γιορτάσουν αυτές τις αρετές, να τις παραδώσουν, με συγκινητικές και έξυπνες ρήσεις. "Το σιγάν κρείσσον του λαλείν", έλεγαν, ή "το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν"

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Καλάβρυτα(2006-12-14 00:00:00.0)
Καθ' οδόν στο Λουτράκι(2004-10-03 00:00:00.0)
Η τρυπολογία(2004-02-01 00:00:00.0)
Εκδηλώσεις αντιστασιακών(2003-11-01 00:00:00.0)
Τιμή και περηφάνια για τους αγωνιστές(2002-02-22 00:00:00.0)
Συγκίνηση από την ανάμνηση των θυσιών(1999-06-24 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ