Σε ελληνικές εγκυκλοπαίδειες θα βρείτε τους ορισμούς των παρακάτω λέξεων:
Χασίς
Κάνναβις:Φυτόν ποώδες και η εξ αυτού παραγόμενη κλωστική ύλη. Εκ της ποικιλίας δε και της ινδικής παράγεται το χασίς - ρητινώδης ναρκωτική ουσία, εκκρινομένη από τους αδένας παρανθίων φυλλαρίων. Τούτο καπνίζεται αναμεμειγμένον μετά καπνού εντός πίπας ή διά ναργιλέ, αναμεμειγμένον μετά τουμπεκίου.
Χασισοποτείον: Ο χώρος όπου μεθύσκονται οι καπνίζοντες χασίς.
Χασισοπότης: Ο έχων το πάθος να μεθύσκεται καπνίζων χασίς και, κατ' επέκτασιν, φαυλόβιος, ποταπός.
Μαστούρης ή Μαστουρεμένος - Μαστουρωμένος - Μαστούρας: Ο χασισωμένος, μεθυσμένος από χασίς.
Αφιόνι: 1. Το ποώδες φυτόν μήκων ή υπνοφόρος. 2. Οπιον. 3. Και κατ' επέκτασιν παν το επιφέρον πνευματικήν νάρκωσιν (όπως και το χασίς) ή φανατισμόν. (Φανατισμός: υπέρμετρος επιθυμία, πάθος για κάποιο πράγμα ή σκοπό).