Κυριακή 8 Νοέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Επανεθνικοποίηση ή εμβάθυνση με υποταγή

Με αφορμή το επικρατέστερο σενάριο αναπροσαρμογής του συστήματος των ιδίων πόρων της Κοινότητας, που στηρίζεται στη δραστική περικοπή των κοινοτικών κονδυλίων για την ΚΑΠ και τη θεσμοθέτηση της συγχρηματοδότησης για δαπάνες, που μέχρι σήμερα κάλυπτε εξ ολοκλήρου ο κοινοτικός προϋπολογισμός, γίνεται συχνά λόγος από την κυβέρνηση και άλλες πολιτικές και κοινωνικές φιλοκοινοτικές οργανώσεις για προσπάθεια επανεθνικοποίησης της ΚΑΠ.

Ο όρος, όμως, "επανεθνικοποίηση της ΚΑΠ", που συνειδητά χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση και τις άλλες φιλοκοινοτικές δυνάμεις στη χώρα μας και στην ΕΕ, δεν είναι μόνο αδόκιμος, αλλά και αποπροσανατολιστικός. Στόχο του έχει να συγκαλύψει τη μεγαλύτερη υποταγή των λιγότερο ισχυρών χωρών - μελών στα συμφέροντα των κυρίαρχων κύκλων της ΕΕ, με βασικά θύματα τους μικρομεσαίους αγρότες.

Είναι αδόκιμος ο όρος, γιατί επανεθνικοποίηση της ΚΑΠ σημαίνει επανάκτηση της δυνατότητας στη χώρα μας να χαράζει δική της αγροτική πολιτική. Δηλαδή, να καθορίζει η εθνική κυβέρνηση τις ποσότητες παραγωγής κάθε καλλιέργειας, τις τιμές ασφαλείας των αγροτικών προϊόντων, τις επιδοτήσεις στην παραγωγή και στις εξαγωγές, τους δασμούς εισαγωγής για την προστασία της εγχώριας παραγωγής κ.ά.

* * *

Πουθενά, όμως, στις σχετικές συζητήσεις, αλλά και στην κυριαρχούσα πρόταση για την αναπροσαρμογή των ιδίων πόρων, δε διαφαίνεται έστω και σαν υποψία η δυνατότητα στις εθνικές κυβερνήσεις να χαράζουν δική τους αγροτική πολιτική, όχι μόνο στο σύνολό της, αλλά ούτε και σε επιμέρους θέματα.

Αντίθετα, σύμφωνα με την πρόταση, η Κοινότητα θα καθορίζει τις ποσοστώσεις, δηλαδή τα δικαιώματα παραγωγής για κάθε καλλιέργεια για κάθε χώρα, τις επιδοτήσεις στην παραγωγή και στις εξαγωγές, τους δασμούς εισαγωγής, τα έργα υποδομής και μεταποίησης, όπως επίσης και οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια που αφορά στην ΚΑΠ.

Μάλιστα, οι αποφάσεις αυτές έγιναν πιο αυστηρές για τις χώρες - μέλη μετά το 1995, που μπήκε σε εφαρμογή η Συμφωνία της ΓΚΑΤΤ, και θα γίνουν αυστηρότερες στα πλαίσια της Συμφωνίας του ΠΟΕ, γιατί στις συμφωνίες αυτές η ΕΕ δεσμεύεται με αυστηρές ρήτρες για την αγροτική πολιτική που θα εφαρμόσει στο σύνολο των χωρών - μελών της.

Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι οι εξαγωγικές επιδοτήσεις και οι δασμοί εισαγωγής των αγροτικών προϊόντων, που ισχύουν στις χώρες της ΕΕ και κατά συνέπεια στη χώρα μας, καθορίζονται από τη Συμφωνία της ΓΚΑΤΤ. Οπως επίσης είναι γνωστό και αδιαμφισβήτητο ότι η Συμφωνία της ΓΚΑΤΤ καθόρισε το σύστημα τιμών και επιδοτήσεων των αγροτικών προϊόντων της ΕΕ που εφαρμόστηκε με τη νέα ΚΑΠ και στηριζόταν στη δραστική μείωση των τιμών και στη μερική αντιστάθμισή τους με επιδοτήσεις.

Κατά συνέπεια, η πρόταση για αναπροσαρμογή των ιδίων πόρων δεν αφήνει κανένα περιθώριο άσκησης εθνικής αγροτικής πολιτικής, έστω και σε επιμέρους θέματα, αλλά διατηρεί και διευρύνει το δικαίωμα της ΕΕ να αποφασίζει με λεπτομέρεια της αγροτική πολιτική που θα εφαρμόζεται υποχρεωτικά σε όλες τις χώρες - μέλη της. Το καινούριο που περιέχει η πρόταση είναι ότι ένα μέρος τους κόστους της ΚΑΠ, που μέχρι σήμερα το πλήρωνε ο κοινοτικός προϋπολογισμός, θα το πληρώνει ο εθνικός προϋπολογισμός των χωρών - μελών. Πιο συγκεκριμένα, με την πρόταση αυτή, ο κοινοτικός προϋπολογισμός αντί του 100% θα πληρώνει το 75% των άμεσων ενισχύσεων στη γεωργία και το υπόλοιπο 25% θα το επιβαρύνονται οι εθνικοί προϋπολογισμοί.

Με τον τρόπο, όμως, αυτό, το Διευθυντήριο της ΕΕ, εκτός από τη σημαντική μείωση των δαπανών του κοινοτικού προϋπολογισμού από την οποία θα ωφεληθούν οι κυρίαρχες χώρες της ΕΕ (Γερμανία, Ολλανδία, Αγγλία κλπ.), εκτός από τη διαχείριση του κοινοτικού προϋπολογισμού, έμμεσα, θα διαχειρίζεται ένα σημαντικό μέρος και των εθνικών προϋπολογισμών, που στη χώρα μας μεταφράζεται σε 0,3% από το ΑΕΠ ή 1% περίπου του προϋπολογισμού.

Ετσι μεγαλώνει η υποτέλεια και η εξάρτηση της χώρας μας απέναντι στο Διευθυντήριο, γιατί εκείνο θα αποφασίζει και θα διαχειρίζεται τα κονδύλια, που χωρίς αντίρρηση θα καταβάλλει η χώρα μας. Δηλαδή προωθείται η "εμβάθυνση" της ΕΕ με χειρότερους όρους υποτέλειας και εξάρτησης και όχι η αποσύνθεση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής,(ΚΑΠ), όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση και οι άλλες φιλοκοινοτικές πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις, χρησιμοποιώντας συνειδητά τον όρο "επανεθνικοποίηση" της ΚΑΠ για να συγκαλύψουν την υποτέλεια και την εξάρτηση στη διαδικασία εμβάθυνσης της ΕΕ, με την οποία συμφωνούν.

* * *

Η προώθηση από την κυβέρνηση και των άλλων φιλοκοινοτικών δυνάμεων του συνθήματος "όχι στην επανεθνικοποίηση της ΚΑΠ" στόχο της έχει, με αφορμή το σοβαρό υπαρκτό πρόβλημα που δημιουργείται από την εμβάθυνση της ΕΕ με την οποία συμφωνούν, να παγιδεύσουν το προοδευτικό αγροτικό κίνημα στη λογική και αποδοχή της ΚΑΠ σαν μονόδρομου.

Πιο συγκεκριμένα, αν το αγροτικό κίνημα υιοθετήσει το σύνθημα "όχι στην επανεθνικοποίηση της ΚΑΠ", τότε αυτόματα απεμπολεί το δικαίωμά του να διεκδικεί χάραξη εθνικής αγροτικής πολιτικής, εθνικές επιδοτήσεις, προστασία της εγχώριας παραγωγής και συμπληρωματική εθνική στήριξη της γεωργίας, όσο καιρό η χώρα μας είναι στην ΕΕ. Δικαιολογεί την άρνηση των υπουργείων Γεωργίας να ικανοποιήσουν ρεαλιστικά αιτήματα του αγροτικού κινήματος, γιατί εξ αντικειμένου θα είναι ασύμβατα με την ΚΑΠ και ενισχύει το επιχείρημα του μονόδρομου της ΚΑΠ.

Ακριβώς επειδή η επανεθνικοποίηση είναι αντίθετη με την επέκταση της συγχρηματοδότησης που προωθεί το Διευθυντήριο της ΕΕ, το προοδευτικό αγροτικό κίνημα μπορεί πιο αποτελεσματικά να αντιπαλέψει την πρόταση του Διευθυντηρίου για αναπροσαρμογή των ίδιων πόρων της Κοινότητας, δηλαδή της επέκτασης της συγχρηματοδότησης και, ταυτόχρονα, να διεκδικεί χάραξη εθνικής αγροτικής πολιτικής, με κριτήρια την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας, την επιβίωση των μικρομεσαίων αγροτικών νοικοκυριών και των συνεταιρισμών.

* * *

Αντίθετα, η αντίσταση της κυβέρνησης και των φιλοκοινοτικών πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων στην πρόταση του Διευθυντηρίου αυτοϋπονομεύεται, γιατί γίνεται με αποπροσανατολιστικό τρόπο και έχει σαν κυρίαρχο στόχο, όχι την ανατροπή της, αλλά την αποδοχή του μονόδρομου της ΚΑΠ. Απόδειξη γι' αυτό αποτελεί πρόσφατη δήλωση του πρώην, πλέον, υπουργού Γεωργίας, όπου εξέφρασε το φόβο του ότι η πρόταση αυτή θα πυροδοτήσει κοινωνικές συγκρούσεις, καθώς οι παραγωγοί θα απαιτούσαν επίλυση των οικονομικών τους προβλημάτων απευθείας από τον προϋπολογισμό. Και αν γίνει κάτι τέτοιο, θα είναι ικανό να ανατρέψει την προσπάθεια της χώρας μας για ένταξη στην ΟΝΕ.

Η αντίσταση αυτών των δυνάμεων στην πρόταση του Διευθυντηρίου της ΕΕ είναι αναποτελεσματική, γιατί αυτές οι δυνάμεις συμφωνούν με το στόχο της εμβάθυνσης που προωθείται και με αυτήν την πρόταση, που ταυτόχρονα προωθεί και τη διεύρυνση, γιατί εξασφαλίζει τους απαιτούμενους πόρους, διαφωνούν όμως μόνο με τον τρόπο που θα γίνει η εμβάθυνση και η διεύρυνση, δηλαδή με τη συγκεκριμένη πρόταση.

Είναι, επίσης, αναποτελεσματική η αντίσταση αυτών των δυνάμεων, γιατί σε ανύποπτο χρόνο έχουν συμφωνήσει με την επιχειρηματολογία του Διευθυντηρίου που κατέληγε στην πρόταση αυτή. Επιχειρηματολογία, που βασίζεται στην επιλεκτική χρησιμοποίηση ορισμένων οικονομικών στοιχείων που αφορούν στις οικονομικές δοσοληψίες της χώρας μας με την ΕΕ και οδηγούν στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι οι δοσοληψίες αυτές είναι προκλητικά ευνοϊκές για τη χώρα μας και γι' αυτό δεν είναι δυνατό να συνεχιστούν.

Αυτήν ακριβώς την επιχειρηματολογία και μάλιστα με τους ίδιους επιζήμιους για τη χώρα μας αυθαίρετους υπολογισμούς, επικαλέστηκε κατά κόρον η κυβέρνηση και όλες οι φιλοκοινοτικές πολιτικές και αγροτοσυνδικαλιστικές δυνάμεις της χώρας μας για να εξωραϊσουν το ρόλο της ΕΕ στην αγροτική οικονομία της χώρας μας, που αμφισβητήθηκε έντονα μάλιστα και αγωνιστικά στις πρόσφατες μεγαλειώδες αγροτικές κινητοποιήσεις.

Μάλιστα, ο πρώην υπουργός Γεωργίας είχε δηλώσει ότι οι αγρότες της χώρας μας παίρνουν προκλητικά ποσά από την ΕΕ και ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί δε γίνεται αποδεκτό από καμία κοινοτική κυβέρνηση, από κανένα λογικό άνθρωπο. Τώρα που το διευθυντήριο υλοποιεί τη "λογική" και "ρεαλιστική" πρόβλεψη του υπουργού Γεωργίας, διαμαρτύρεται η κυβέρνηση και έχει την απαίτηση να την πιστέψουν οι αγρότες ότι δίνει μάχες για τα συμφέροντά τους στην ΕΕ.

* * *

Οι αγρότες, όμως, γνωρίζουν από πρώτο χέρι τη ζημιά που έχει προκαλέσει η ΕΕ στα νοικοκυριά τους, στους συνεταιρισμούς τους και στην αγροτική οικονομία της χώρας. Γνωρίζουν, επίσης, ότι στις συνολικές δοσοληψίες που προκύπτουν και από το συνυπολογισμό των αποτελεσμάτων του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας μας με τις χώρες της ΕΕ, η χώρα μας την περίοδο 1994 - '95,λιγώτερα 7.189,3 εκατ. ECU από όσα έδωσε, ενώ η Γερμανία που διαμαρτύρεται και θεωρείται αδικημένη, την ίδια περίοδο πήρε περισσότερα από όσα έδωσε 7.396,2 εκατ. ECU.

Με την πραγματική αυτή επιχειρηματολογία, το προοδευτικό αγροτικό κίνημα μπορεί αποτελεσματικά να αντισταθεί στην πρόταση της ΕΕ, να αποκαλύψει τους αποπροσανατολιστικούς στόχους της κυβέρνησης και των άλλων φιλοκοινοτικών δυνάμεων και, ταυτόχρονα, να παλεύει για εθνική αγροτική πολιτική, με κριτήρια την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας, που θα στηρίζεται στα μικρομεσαία αγροτικά νοικοκυριά και στο παραγωγικό αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα.

Γιάννης ΣΦΥΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ