Κυριακή 15 Απρίλη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΟΜΟΛΟΓΩΝ
`Η πώς το σύστημα εκμεταλλεύεται τις ίδιες τις αντιθέσεις του

Ως υπόθεση «σκοτεινών» και «ύποπτων» κύκλων επιχειρούν να εμφανίσουν ένα πολιτικοοικονομικό σκάνδαλο, το οποίο αναφύεται μέσα από την κερδοσκοπική λογική του καπιταλιστικού συστήματος

Αν κάτι αναδεικνύεται, εκτός των άλλων, με αφορμή το πολιτικοοικονομικό σκάνδαλο των «δομημένων» ομολόγων που κατέληξαν στα ασφαλιστικά ταμεία, είναι ο τρόπος με τον οποίο το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα εκμεταλλεύεται τις αντιθέσεις που το ίδιο δημιουργεί και αναπαράγει. Πώς αντιμετωπίζει τις αντιθέσεις αυτές προς όφελός του. Η υπόθεση αφορά στο δημόσιο χρέος της χώρας και τους τρόπους χρηματοδότησής του. Δημόσιο χρέος, το οποίο παρά τις αιματηρές πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται επί 20 και πλέον χρόνια - ας ξεκινήσουμε από το σταθεροποιητικό πρόγραμμα λιτότητας του 1985 με υπουργό Οικονομίας του ΠΑΣΟΚ τον Κ. Σημίτη και πρωθυπουργό τον Α. Παπανδρέου -, συνεχίζει να κινείται στα επίπεδα του 110% του ΑΕΠ (στοιχεία Κρατικού Προϋπολογισμού του 2007).

Ποιες είναι οι γενεσιουργοί αιτίες του κρατικού χρέους, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες του πλανήτη; Οι αιτίες αυτές, σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί να είναι άλλες από τα ηθελημένα βάρη που αναλαμβάνει το αστικό κράτος, προκειμένου να επιτευχθεί η κοινωνική αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Το κοινωνικό κεφάλαιο σε εθνική κλίμακα, για να αξιοποιηθεί, για να επιτύχει υψηλά επίπεδα κερδοφορίας, χρειάζεται την αποφασιστική στήριξη του αστικού κράτους.

Στα πλαίσια αυτά, το αστικό κράτος θα πρέπει να μεριμνήσει για:

  • Τη δημιουργία των κατάλληλων υποδομών (δρόμοι, λιμάνια, αεροδρόμια), ώστε να επιταχύνεται η κυκλοφορία του κεφαλαίου
  • Την εξασφάλιση του κατάλληλου - για το κεφάλαιο - φορολογικού και επενδυτικού περιβάλλοντος
  • Την εφαρμογή μιας συναλλαγματικής και επιτοκιακής πολιτικής, που θα είναι υποβοηθητική για τα εξαγωγικά μονοπώλια της χώρας
  • Παρεμβάσεις στη διαδικασία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (να την αγοράζουν ολοένα και πιο φτηνά οι καπιταλιστές), η οποία είναι μια σύνθετη διαδικασία
  • Την προώθηση επενδύσεων σε χώρους και τομείς που το ιδιωτικό κεφάλαιο - λόγω του μεγάλου ύψους των απαιτούμενων κεφαλαίων ή του υψηλού ρίσκου της επένδυσης - αδυνατεί ή διστάζει να κάνει
  • Τη δημιουργία και στήριξη των κατασταλτικών μηχανισμών (στρατός, αστυνομία), οι οποίοι εγγυώνται ότι η ταξική πάλη δε θα ξεπεράσει ορισμένα επιθυμητά για το καπιταλιστικό σύστημα όρια...

Τέλος, στις αναπόφευκτες για τον καπιταλισμό παλινδρομήσεις μεταξύ της οικονομικής άνθησης, της ύφεσης και της κρίσης, θα πρέπει να παρέμβει και πάλι το αστικό κράτος με τους μηχανισμούς του, ώστε να στηρίξει την κεφαλαιοκρατική κερδοφορία (όταν η τελευταία πλήττεται από μια παρατεταμένη οικονομική ύφεση) αναλαμβάνοντας, φυσικά, μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά βάρη (διαχείριση της ανεργίας). Από την άποψη αυτή, δεν είναι τυχαίο ότι το δημόσιο χρέος της χώρας ξεκίνησε την ανοδική του πορεία την περίοδο της κρίσης του 1973, ενώ οι ρυθμοί ανόδου του επιτάθηκαν κατά την περίοδο της οικονομικής ύφεσης που εκδηλώθηκε στη δεκαετία του 1980, η οποία έμεινε γνωστή ως η περίοδος του στασιμοπληθωρισμού.

Βλέπουμε, δηλαδή, ότι η διαδικασία της κοινωνικής αναπαραγωγής του κεφαλαίου είναι ιδιαίτερα σύνθετη και πολύπλοκη και επαναλαμβάνουμε και πάλι ότι, σε τελική ανάλυση, εκεί βρίσκεται η αιτία της δημιουργίας του κρατικού χρέους. Είναι η πολύμορφη και πολύτροπη χρηματοδότησή του από τον κρατικό προϋπολογισμό. Και είναι αξιοσημείωτο ότι όλα τα καπιταλιστικά κράτη, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, είναι σήμερα υπερχρεωμένα. Στις ΗΠΑ, μάλιστα, το κρατικό χρέος μαζί με τα υψηλά εμπορικά ελλείμματα είναι τα δύο μεγάλα προβλήματα που δημιουργούν ανησυχίες σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο.

Η αξιοποίηση των αντιθέσεων

Και είναι πραγματικά εκπληκτικό πώς το κεφάλαιο, στο σύνολό του, εκμεταλλεύεται προς όφελός του αντιθέσεις και προβλήματα που δημιουργούνται από την ίδια τη διαδικασία της αναπαραγωγής του. Πώς από τα ίδια τα προβλήματα που δημιουργούνται μέσα στο κέλυφος των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, οι καπιταλιστές οσμίζονται κέρδος. Απαραίτητη, βέβαια, διευκρίνιση είναι ότι η δημιουργία του κρατικού χρέους μπορεί να αποτελεί μία ιδιωτική υπόθεση (του κεφαλαίου εν προκειμένω), αλλά η επίλυση του προβλήματος (η χρηματοδότησή του) απαιτεί τα βάρη να μεταφέρονται σε εκείνους που δεν ευθύνονται στο παραμικρό για τη δημιουργία του δημόσιου χρέους, δηλαδή στους εργαζόμενους, στους συνταξιούχους, στα λαϊκά στρώματα.

Και ερχόμαστε τώρα στη χρηματοδότησή του κρατικού χρέους. Το καπιταλιστικό κράτος για να χρηματοδοτήσει τα ελλείμματα του Προϋπολογισμού, αλλά και για να αποπληρώσει παλαιότερα χρέη, συνάπτει νέα δάνεια. Δάνεια, τα οποία μπορεί να έχουν κοινοπρακτική μορφή (να δανείζεται το ελληνικό δημόσιο από τη διεθνή τραπεζική αγορά), ή η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων και του χρέους να γίνεται μέσω της έκδοσης ομολόγων, κάτι που τις τελευταίες δύο δεκαετίες αποτελεί και την πιο συνήθη διαδικασία.

Στο παρελθόν το ελληνικό δημόσιο εξέδιδε ομολογιακά δάνεια και τα διέθετε στο κοινό μέσω της δημόσιας προσφοράς. Πήγαινε, δηλαδή, ο αποταμιευτής στα γκισέ των τραπεζών (οι οποίες έπαιρναν μια μικρή προμήθεια) και αγόραζε τα κρατικά ομόλογα. Οι τράπεζες κάποια στιγμή αντιλήφθηκαν ότι η διαδικασία της δημόσιας προσφοράς τούς δημιουργούσε διαφυγόντα κέρδη... Θα μπορούσαν να κερδίσουν πολλά περισσότερα αν αναλάμβαναν οι ίδιες τη διαχείριση του δημόσιου χρέους. Κάτι που έγινε το 1997 (υπουργός Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου και υφυπουργός υπεύθυνος για το Κρατικό Χρέος Ν. Χριστοδουλάκης) με τη δημιουργία των «Ειδικών Διαπραγματευτών».

«Ειδικοί Διαπραγματευτές» εν προκειμένω οι μεγάλες ελληνικές και διεθνείς τράπεζες, οι οποίες μέσα από δημοπρασίες - που γίνονται κάθε μήνα και αφορούν σε ποσά δισεκατομμυρίων ευρώ - αγοράζουν τα κρατικά ομόλογα. Με τον τρόπο αυτό η διαχείριση του κρατικού χρέους περνάει στα χέρια των τραπεζών, ενώ οι τελευταίες με πρώτη ύλη τα κρατικά αυτά χαρτιά δημιουργούν τη δευτερογενή αγορά τίτλων. Το κρατικό χρέος εμπορευματοποιείται, γίνεται εμπόρευμα με τιμές αγοράς και πώλησης. Ετσι, ανοίγει η περίοδος της κερδοσκοπικής του εκμετάλλευσης.

Για τα κρατικά ομόλογα, που βρίσκονται στα χέρια των τραπεζών πλέον, γίνεται διαπραγμάτευση σε καθημερινή βάση στην «ΗΔΑΤ», στην ηλεκτρονική αγορά τίτλων. Ο καθένας, μέσα από την οθόνη του ηλεκτρονικού του υπολογιστή, μπορεί να παρακολουθεί τις τιμές αγοράς και πώλησής τους. Και πρόκειται για αγορά, όπου καθημερινά παίζονται μερικά δισ. ευρώ και σε μηνιαία βάση περί τα 100 - 150 δισ. ευρώ, πολλά δηλαδή περισσότερα σε σχέση με αυτά που τζογάρονται στο Χρηματιστήριο. Ο καθένας φυσικά που θα θελήσει να αγοράσει κρατικά χαρτιά, στην τιμή στην οποία γίνεται διαπραγμάτευση στην αγορά (οι τιμές αυξομειώνονται ανάλογα με την εκδηλωνόμενη προσφορά και ζήτηση), θα πληρώσει βέβαια και την προμήθεια προς την τράπεζα ή τη χρηματιστηριακή εταιρεία, η οποία συνήθως κυμαίνεται στο 0,1% - 0,2% της αξίας του ομολόγου. Εν κατακλείδι η εμπορευματοποίηση του δημόσιου χρέους έχει εξελιχθεί σε χρυσωρυχείο για τις τράπεζες και αποτελεί έναν από τους λόγους που αυτό παραμένει καθηλωμένο στα σημερινά υψηλά επίπεδα.

«Οι πόρνες του χρήματος»

Από την πλευρά του αστικού Τύπου γίνεται μια συνειδητή προσπάθεια να παρουσιαστεί το πολιτικοοικονομικό σκάνδαλο των «δομημένων» ομολόγων σαν μια υπόθεση «ύποπτων» και «σκοτεινών» πολιτικών και χρηματιστηριακών κέντρων, που σε συνεννόηση μεταξύ τους έστησαν την κερδοφόρα αυτή επιχείρηση. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο της εφημερίδας «Βήμα», το κόλπο στήθηκε όχι από τις αδαείς διοικήσεις των Ταμείων, αλλά από ανθρώπους που γνωρίζουν απέξω και ανακατωτά τη μοντέρνα χρηματοοικονομική, ανθρώπους που είναι γνωστοί στους κύκλους τους ως «οι πόρνες του χρήματος». Ωστε έτσι λοιπόν. Στις παρυφές, αν όχι έξω από τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος το σκάνδαλο. Το οποίο καπιταλιστικό σύστημα, άσπιλο και αμόλυντο, δε γνωρίζει και δε θέλει να ξέρει τίποτα για σκάνδαλα, μίζες και κερδοσκοπία. Είναι γνωστό άλλωστε στον κόσμο ολόκληρο ότι οι καπιταλιστές κάνουν μόνο «νόμιμες» δουλιές και ως απόδειξη και τεκμήριο νομιμότητας έχουν να επικαλεστούν τους πληθωρικούς τρόπους σύνθλιψης της παραγόμενης από τον εργάτη υπεραξίας, την οποία αποσπούν από την απλήρωτη εργασία που ιδιοποιούνται από αυτόν.

Επιχειρούν, δηλαδή, να αποενοχοποιήσουν το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, από την ενδότερη κερδοσκοπική του φύση, η οποία έχει γιγαντωθεί στο ιμπεριαλιστικό στάδιο της ανάπτυξής του. Από το 1915 ακόμα ο Λένιν στη διάσημη πλέον μπροσούρα του για τον «Ιμπεριαλισμό», μιλούσε για παρασιτικό καπιταλισμό, έναν καπιταλισμό που σαπίζει, καθώς ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων στις αρχές του 20ού αιώνα ζούσε όχι από την εργασία του, ούτε καν από την εκμετάλλευση της εργασίας άλλων ανθρώπων, αλλά από μερίσματα τοκοφόρων κεφαλαίων. Ζούσαν δηλαδή σαν παράσιτα, σε βάρος του κοινωνικού σώματος. Από την περίοδο αυτή, η κερδοσκοπία, ως στοιχείο σύμφυτο της μονοπωλιακής ανάπτυξης του καπιταλισμού, έχει γιγαντωθεί, έχει αποκτήσει ασύλληπτες διαστάσεις, και η ιστορία των «δομημένων» ομολόγων δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν νέο κρίκο της κερδοσκοπικής αλυσίδας του σύγχρονου καπιταλισμού. Ενός συστήματος, που απαιτεί το δικαίωμα να θησαυρίζει πουλώντας αέρα.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ