Προφανώς και «άλλο πράγμα η δημοσιογραφία κι άλλο πράγμα ο κανιβαλισμός». Τι σχέση έχει ο δημοσιογράφος που λιβανίζει τους «κανίβαλους» του συστήματος του «κοινωνικού δαρβινισμού», με το δημοσιογράφο που αγωνιά να μην μοιάσει ποτέ με αυτό που ο Βάρναλης περιέγραφε έτσι: «...και συ τσούλα των δήμιων επιστήμη,/ της αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,/ και συ πρόστυχη πένα και μολύβι,/ του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα».
Προφανώς και έχουν κάθε λόγο οι «τηλεπαραθυράτοι» να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου στο σινάφι τους, να σταματήσει η συζήτηση για τις αστρονομικές αμοιβές και για τα εκατομμύρια που κυκλοφορούν στους λογαριασμούς τους. Αλλά τι σχέση μπορεί να έχουν αυτοί οι ολίγοι με το δημοσιογράφο των 700 και των 1.000 ευρώ μισθό;
Και να, λοιπόν, οι μέχρι το λαιμό χωμένοι στο εν λόγω σύστημα, που ανέλαβαν να εμφανιστούν και σαν τιμητές της «χαμένης τιμής της δημοσιογραφίας»!
Λογικό, άλλωστε είναι έτοιμοι να υποδυθούν τα πάντα, εφόσον αυτό απαιτείται ώστε να διασφαλίσουν την «τιμή» που προκύπτει από τα «κασέ» τους...
Ολοι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με το κλαμπ των «VIPs» της δημοσιογραφίας, που αποτελούν κρίκο της αλυσίδας του θεάματος, που πρωταγωνιστούν σ' ένα αποχετευτικό «σταρ σίστεμ» ως υπάλληλοι του αποχωρητηρίου που ανακυκλώνει τα περιττώματα των «βασικών μετόχων» του, που υπηρετούν δυο και τρεις «αφεντάδες» ταυτόχρονα, που έχουν δυο και τρεις δουλιές, όχι γιατί έτσι εξασφαλίζουν το «ψωμί», αλλά το... παντεσπάνι τους.
Η τίμια δουλιά των πρώτων, των πολλών, της πλειοψηφίας των δημοσιογράφων δεν αρκεί. Οσο θα υπάρχουν εργολάβοι, τραπεζίτες, βιομήχανοι, εφοπλιστές - καναλάρχες και εκδότες, δεν είναι η τιμιότητα των πολλών δουλευτάδων του Τύπου η ικανή συνθήκη για να παίξει η δημοσιογραφία το ρόλο της, στο πλευρό της κοινωνίας.
Ετσι ήταν πάντα, πολύ περισσότερο σήμερα που η περίφημη επαγγελματική δημοσιογραφία που, σύμφωνα με τους «ιδεαλιστές» στις αρχές του 20ού αιώνα, θα αποτελούσε την ασφαλιστική δικλείδα ανάμεσα στον ιδιοκτήτη του Μέσου και τον αναγνώστη - ακροατή - τηλεθεατή, ώστε ο πολίτης να μαθαίνει την αλήθεια αντικειμενικά και ολόπλευρα από τον τάχα μου ανεπηρέαστο από πιέσεις δημοσιογράφο, αποδείχτηκε ένα παραμύθι.
Σήμερα, που οι «νταβατζήδες» μπορούν να έχουν όσα κανάλια θέλουν, να ελέγχουν όσες εφημερίδες γουστάρουν, να παίρνουν όσες εργολαβίες «χτυπούν» κοκ.
Εκείνο, τελικά, που αν δεν ανατραπεί, η δημοσιογραφία θα αποτελεί μέρος της μπόχας και όχι της λύσης του προβλήματος, είναι ότι η ενσωμάτωση των ΜΜΕ ως πολιορκητικού κριού της πλουτοκρατίας έχει ως συνέπεια μια δημοσιογραφία που λειτουργεί όλο και περισσότερο σαν «παπαγαλάκι» των οικονομικών ελίτ που ελέγχουν και κατέχουν, τόσο την «πρώτη» όσο και την «τέταρτη» εξουσία.