Χωρίς να μπει στην ουσία της υπόθεσης, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), με χτεσινή απόφασή της σε διάσκεψη κεκλεισμένων των θυρών, σύμφωνα με πληροφορίες, έκρινε ότι «καταργήθηκαν οι δίκες» για τις «χαφιεδοκάμερες». Οι σύμβουλοι Επικρατείας θεώρησαν καταργημένη τη δίκη, με το σκεπτικό ότι αφενός έληξε η ισχύς της απόφασης που επέτρεπε να λειτουργούν οι κάμερες και αφετέρου ισχύει το νέο νομοθετικό πλαίσιο που ψηφίστηκε τον περασμένο Δεκέμβρη και επιτρέπει πλέον να λειτουργούν ανεξέλεγκτα οι «χαφιεδοκάμερες» της ΕΛ.ΑΣ. Ετσι, το δικαστήριο δεν εξέτασε αν λειτουργούσαν νόμιμα ή όχι οι «χαφιεδοκάμερες» με το παλαιό καθεστώς.
Οσον αφορά το πρόστιμο των 3.000 ευρώ που επέβαλε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα στην ΕΛ.ΑΣ., η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι είναι νόμιμο και αιτιολογημένο και πως η Αστυνομία πρέπει να το πληρώσει, μετά τη διαπίστωση ότι λειτουργούσαν οι κάμερες του συστήματος C4i, καθώς και 13 κάμερες που ήταν τοποθετημένες σε πλατείες και σε χώρους συγκεντρώσεων, παρόλο που είχε απαγορευτεί η λειτουργία τους.
Ουσιαστικά, η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ, όπως και οι προηγούμενες του ΠΑΣΟΚ, παρακολουθούν διαχρονικά από τις «χαφιεδοκάμερες» τις διαδηλώσεις και τις πορείες των εργαζομένων και υλοποιούν την επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών.
Προσφυγή στο ΣτΕ είχε καταθέσει η «Δημοκρατική Συσπείρωση για τις Λαϊκές Ελευθερίες και την Αλληλεγγύη», που στρεφόταν κατά της απόφασης της Αρχής Προσωπικών Δεδομένων για την παράταση λειτουργίας των 293 καμερών του συστήματος C4i και των 49 που προϋπήρχαν του παραπάνω συστήματος, με πρόσχημα τη ρύθμιση της κυκλοφορίας. Αντίθετα, η ΕΛ.ΑΣ. κατέθεσε προσφυγή, ζητώντας την πλήρη ελευθερία στη λειτουργία των «χαφιεδοκαμερών».
Υπενθυμίζεται ότι το Μάη του 2007 η Αρχή Προσωπικών Δεδομένων, μετά από αιφνιδιαστικούς ελέγχους στο κτίριο της ΓΑΔΑ στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, διαπίστωσε ότι οι κάμερες του συστήματος C4i λειτουργούσαν χωρίς την εγκατάσταση λογισμικού απόκρυψης των εικόνων, η ΕΛ.ΑΣ. κρατούσε σε αρχείο τα βίντεο των καμερών πάνω από τον επιτρεπόμενο χρόνο των επτά ημερών και όσον αφορά κάμερες που είχε διαταχθεί η αφαίρεσή τους λειτουργούσαν κανονικά.