Τετάρτη 29 Νοέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 13
ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Προβλήματα μεθοδολογίας

Κεντρικό σημείο κατέχει η πολιτική πρόταση για το Μέτωπο. Οπως αναφέρουν οι Θέσεις, πρόκειται για συμμαχία της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων εναντίον του μεγάλου κεφαλαίου. Ομως δεν υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στο ποιοι είναι οι άξονες άμεσης πάλης, ποια τα αιτήματα που θα συσπειρώσουν πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις στο μέτωπο. Επομένως η προσχώρηση στο μέτωπο προϋποθέτει προγραμματική συμφωνία των συμμετεχόντων σχετικά με τις προτεραιότητες και τα καθήκοντα της λαϊκής εξουσίας. Σχετικά με την κατάκτηση της εξουσίας, οι Θέσεις υποστηρίζουν (σ. 19) ότι το μέτωπο «σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης μπορεί να πάρει χαρακτηριστικά επαναστατικού μετώπου, που συγκρούεται για να ανατρέψει την εξουσία των μονοπωλίων... μέσα σε αυτό τον αγώνα.... διαμορφώνονται νέοι λαϊκοί θεσμοί, που μπορεί να φθάσουν ως το επίπεδο και μιας επαναστατικής διακυβέρνησης... με τη νικηφόρα έκβαση της πάλης αυτής, θα ολοκληρωθούν τα χαρακτηριστικά της επαναστατικής αυτής κυβέρνησης ως εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, δηλαδή της δικτατορίας του προλεταριάτου... σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων... μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, με βάση το Κοινοβούλιο... η κυβέρνηση θα κριθεί κατά πόσο... Θα καταφέρει να αντιμετωπίσει την αντίδραση της κυρίαρχης τάξης... και να συμβάλει στην ωρίμανση και την έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας». Παραθέτει αρκετές σελίδες με λεπτομέρειες σχετικά με το κυβερνητικό πρόγραμμά του (σ. 25-31), χωρίς να αποσαφηνίζεται πλήρως αν το κοινωνικό σύστημα που θα επικρατεί θα είναι καπιταλιστικό, με όρους που μάλλον συσκοτίζουν παρά ξεδιαλύνουν τα ζητήματα - ουσιαστική (;) συμμετοχή εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων, αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της αγροτικής οικονομίας υπέρ του λαού (;). Σε άλλα σημεία (σελ. 19) υποστηρίζει ότι προϋπόθεση για μια τέτοια πορεία είναι οι πλουτοπαραγωγικές πηγές και τα βασικά μέσα παραγωγής να περάσουν στην ιδιοκτησία της κοινωνίας, δηλαδή υποστηρίζεται ότι η λαϊκή οικονομία σημαίνει εθνικοποίηση των σημαντικότερων μέσων παραγωγής και σχεδιασμένη οικονομία. Τότε είναι ακατανόητο ποια είναι η διαφορά της δικτατορίας του προλεταριάτου με τη λαϊκή οικονομία και τη λαϊκή εξουσία. Για ποιο λόγο αποφεύγεται ο όρος; Για να μην ενοχληθούν πιθανοί σύμμαχοι; Θα περίμενα να έχει γίνει κάποια αναφορά στην πείρα που έχει συσσωρευτεί κατά την περίοδο απόπειρας οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε ΕΣΣΔ, Γιουγκοσλαβία κ.α. και να θιχτούν ζητήματα, όπως το αν θα υπάρχει μονοκομματισμός, ποια θα είναι η σχέση σχεδίου - αγοράς, τι ρόλο θα παίζουν τα εργατικά συμβούλια, πώς θα αντιμετωπιστεί τυχόν ιμπεριαλιστική περικύκλωση στον οικονομικό τομέα κλπ. Σε μερικά σημεία νομίζω ότι το πρόγραμμα είναι ουτοπικό, όπως στη σελ. 27 (χρηματοδότηση των μικρών επιχειρήσεων με χαμηλό επιδοτούμενο επιτόκιο και εγγύηση του δημοσίου), οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις επιδιώκεται να παίξουν σημαντικό ρόλο στη λαϊκή οικονομία. Γιατί θα έπρεπε να επιδιωχτεί με κρατική ενίσχυση η διατήρησή τους στη ζωή; Η συγκέντρωση κεφαλαίου στον καπιταλισμό δημιουργεί οικονομίες κλίμακας και σε πολλούς κλάδους εντάσεως κεφαλαίου είναι αναγκαιότητα. Οι συντάκτες των Θέσεων θεωρούν αναγκαίο να διατηρηθούν εν ζωή χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα είναι το χαμηλό εργατικό κόστος; Δεν είναι σπατάλη οικονομικών πόρων;

Θα ανέμενα από την Κεντρική Επιτροπή ενός Κόμματος που αναφέρεται στο διαλεκτικό υλισμό, στο πρόγραμμά του να καθορίζει όρους και έννοιες με σαφήνεια. Επίσης θα ανέμενα να γίνει αναφορά στην ιστορική εμπειρία του επαναστατικού κινήματος. Το μέτωπο από πού αντλεί αναφορές; Από τα ενιαία μέτωπα που πρότειναν τα πρώτα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς; Από τα λαϊκά αντιφασιστικά μέτωπα της δεκαετίας του '30; Είναι μια καινοτομία στο παγκόσμιο κίνημα; Επιπλέον δε γίνεται καθόλου αναφορά στην πολιτική του Κόμματος παλαιότερα (περίοδος 1919-1990), ούτε γίνεται αποτίμηση των κατά καιρούς μετώπων και του αν προώθησαν την πάλη για το σοσιαλισμό. Π.χ. η συγκρότηση του ενιαίου συνασπισμού ΚΚΕ-ΕΑΡ, με τη συμμετοχή αστικών κομμάτων και προσωπικοτήτων (Λάζαρης, Γιώτας, Λεντάκης, Παναγούλης κ.ά.), οι οποίοι εξέφραζαν μόνο τους εαυτούς τους, η συγκυβέρνηση με τη ΝΔ, το καλοκαίρι του 1989, η συγκυβέρνηση επί οικουμενικής με ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, εντάσσονταν στα πλαίσια οικοδόμησης αντιμονοπωλιακού μετώπου; Διαμόρφωσαν ευνοϊκότερους όρους πάλης για το σοσιαλισμό;

Σχετικά με τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, όλη η ιστορία έχει δείξει ότι οι θεσμοί του καπιταλιστικού κράτους (παρά τις απόψεις των θεωρητικών του Ευρωκομμουνισμού) δεν μπορούν να αλλάξουν το ταξικό τους περιεχόμενο και επομένως με τη χρήση τους θα οδηγηθούμε σε άλλη κοινωνία, αν υπάρχει αντικαπιταλιστική κυβέρνηση. Το Κοινοβούλιο είναι όργανο εξουσίας της αστικής τάξης και σε όλες τις περιπτώσεις αυθεντικών προλεταριακών επαναστάσεων αναπτύσσεται δυαδική εξουσία, η εργατική τάξη δημιουργεί εργατικά συμβούλια. Μια κυβέρνηση αντικαπιταλιστική θα αντιμετωπίσει την επίθεση της αστικής τάξης της χώρας της (που θα ενισχύεται από τη διεθνή αστική τάξη) και είτε θα συμβιβαστεί και θα αρκεστεί στο να αποδεχτεί το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, σεβόμενη την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, αρκούμενη στην ανακούφιση των ασθενέστερων με περιορισμένης αποτελεσματικότητας μέτρα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής (όπως κάνουν οι κυβερνήσεις στην Ιταλία, τη Γαλλία, που συμμετέχουν και κομμουνιστικά κόμματα ή έκανε το ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1981-1985), είτε θα αντιμετωπίσει οικονομικό πόλεμο (φυγή κεφαλαίων, περιορισμός παροχής πιστώσεων από διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κερδοσκοπικές επιθέσεις στο νόμισμά της κλπ.), με σκοπό να προκληθεί υπερπληθωρισμός, έλλειψη αγαθών και να υπάρξει λαϊκή δυσαρέσκεια εναντίον της. Ο οικονομικός πόλεμος μπορεί να εξελιχθεί και σε απόπειρα ένοπλης ανατροπής της, όπως έγινε στη Χιλή το 1973. Στη δεύτερη περίπτωση θα αναγκαστεί σύντομα να πάρει υπό τον έλεγχό της τη διεύθυνση της οικονομίας, να ελέγξει το εξωτερικό εμπόριο, αλλιώς θα καταρρεύσει. Επίσης στο κεφάλαιο σχετικά με τα καθήκοντα του Κόμματος (σ. 40-48) ενώ γίνονται προτάσεις για το πώς να ενισχυθεί η προπαγάνδα του Κόμματος στις μάζες, θα αναδειχτούν στελέχη κλπ., δε γίνεται καμιά αναφορά στο οργανωτικό μοντέλο του Κόμματος. Πιστεύω ότι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός προϋποθέτει την πιο πλατιά εσωκομματική δημοκρατία (το κάθε μέλος να έχει το δικαίωμα προσυνεδριακά, αλλά και όταν ανακύπτουν σημαντικά ζητήματα να γνωστοποιεί τις απόψεις του μέσω των κομματικών εντύπων και να τις μαθαίνουν και τα άλλα μέλη, σε διαφορετικές Οργανώσεις Βάσης, αλλά έχει και την υποχρέωση, εφόσον παρθεί μια απόφαση, όπως κάθοδος στις εκλογές, να αγωνιστεί για την επιτυχία και όχι την αποτυχία της και οφείλει να δημοσιοποιήσει τυχόν διαφωνίες μετά την εκλογική μάχη). Αν δεν υπάρχει εσωκομματική δημοκρατία, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν εφαρμόζεται με τη Λενινιστική έννοια, αλλά με τη Σταλινική παραφθορά της και πρόκειται για γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό.

Αναφορικά με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, πέρα από την αναφορά για νίκη της αντεπανάστασης (σ. 10), δε γίνεται καθόλου ανάλυση σε ποια κοινωνικά στρώματα στηρίχτηκε η αντεπανάσταση, πώς τα στρώματα αυτά κατάφεραν να αποκτήσουν τέτοια επιρροή, ώστε ένας από τους εκπροσώπους τους να γίνει γενικός γραμματέας του ΚΚΣΕ (ο Γκορμπατσόφ) και να προωθήσει την πολιτική της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, συναντώντας μικρή αντίσταση στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ. Κι αυτό συνέβη ύστερα από 70 χρόνια απόπειρας οικοδόμησης σοσιαλισμού. Ούτε τίθεται το ερώτημα πώς έγινε δυνατό ύστερα από μερικές δεκαετίες αρμονικής οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας χωρίς την ύπαρξη ανταγωνιστικών αντιθέσεων (αυτό υποστήριζαν τα σοβιετικά εγχειρίδια) να εμφανιστούν τέτοια στρώματα. Η άποψη ότι δεν υπήρχαν εσωτερικές αντιφάσεις, αλλά πράκτορες του ιμπεριαλισμού μπόρεσαν να καταλάβουν την εξουσία και να ανατρέψουν το σοσιαλισμό, δεν έχει σχέση με υλιστική ερμηνεία της ιστορίας. Ούτε εξηγεί για ποιο λόγο αρχικά ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας υποστήριξε τις προκαπιταλιστικές πολιτικές, παρόλο που στρέφονταν εναντίον των συμφερόντων του. Πώς έγινε δυνατό στα πρώτα στάδια της περεστρόικα, το ΚΚΕ αλλά και άλλα κόμματα να ξεγελαστούν τόσο, ώστε να θεωρήσουν μια πολιτική καπιταλιστικής παλινόρθωσης ως πολιτική αναγέννησης του σοσιαλισμού;

Συμπερασματικά εκτιμώ ότι οι Θέσεις είναι ένα κείμενο το οποίο έχει προβλήματα μεθοδολογίας, παραβλέπει σημαντικά ζητήματα και δεν μπορεί να αποτελέσει οδηγό δράσης ενός επαναστατικού κόμματος.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ