Σάββατο 21 Απρίλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Πολιτικό το πρόβλημα των ελλειμμάτων

Η μεγάλη ληστεία στα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων, γίνεται με τις ευλογίες των κυβερνώντων, που από τη μια μεριά κάνουν τα στραβά μάτια στην εισφοροδιαφυγή και από την άλλη το κράτος δεν πληρώνει την επιχορήγηση από τον προϋπολογισμό

«Είναι αναγκαία τα προτεινόμενα μέτρα για τη διάσωση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Αν δε ληφθούν μέτρα τώρα, οι επόμενες γενεές δε θα πάρουν σύνταξη». Το επιχείρημα αυτό, που είχε προβάλει το 1992 η κυβέρνηση της ΝΔ για να δικαιολογήσει τα αντιλαϊκά μέτρα με το «μίνι» ασφαλιστικό νομοσχέδιο, ακούμε σήμερα να επαναλαμβάνεται από τα μέλη της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν την πλήρη ανατροπή των ασφαλιστικών κατακτήσεων των εργαζομένων με το «μάξι» ασφαλιστικό που ανακοινώθηκε προχτές. Σωτήρες του ασφαλιστικού συστήματος λοιπόν, οι νεοταξίτες εντολοδόχοι.

Είναι όμως έτσι; Το ενδιαφέρον της κυβέρνησης έχει τόσο αγνά κίνητρα; Είναι τελικά οικονομικό ή πολιτικό και το θεμελιώδες πρόβλημα της κοινωνικής ασφάλισης;

Αντιφάσεις
  • Πώς όμως είναι δυνατό να γίνεται λόγος για μελλοντική κατάρρευση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, όπως το παρουσιάζουν οι διάφορες αναλογιστικές μελέτες, όταν οι κυβερνητικοί παράγοντες επαίρονται για τη δημοσιονομική εξυγίανση και τη δημιουργία της ισχυρής οικονομίας; Ομως οικοδόμηση ισχυρής οικονομίας και κατάρρευση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, είναι πράγματα αντιφατικά.
  • Ισχυρίζονται ότι βασικός στόχος της οικονομικής πολιτικής είναι η μείωση της ανεργίας. Πώς όμως αντιμετωπίζεται η ανεργία, όταν εξαναγκάζουν τους εργαζόμενους να δουλέψουν 5 - 10 και 15 χρόνια, περισσότερο απ' ό,τι σήμερα; Δε θα οξυνθεί έτσι περαιτέρω το πρόβλημα της ανεργίας;
  • Τα ίδια ερωτηματικά δημιουργούνται αν πάρουμε υπόψη τον παράγοντα διάρκεια χρόνου εργασίας. Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας που εξετάζει τη διάρκεια εργασίας στη βιομηχανία σε 20 χώρες, κατά την περίοδο 1987 - 1997, η Ελλάδα μαζί με τη Γαλλία είναι οι μόνες χώρες στις οποίες δε μειώθηκε ο χρόνος εργασίας.
  • Ετσι στην Ελλάδα ο ετήσιος συμβατικός χρόνος εργασίας μεταξύ 1987 - 1997 παρέμεινε στις 1.840 ώρες. Αντίθετα στην Πορτογαλία την αντίστοιχη περίοδο ο χρόνος μειώθηκε κατά 10% από 2.025 σε 1.823 ώρες, στη Γερμανία κατά 8,3% από 1.716 σε 1.573, στην Ιαπωνία κατά 6,9% από 2.138 σε 1.990, στη Δανία κατά 5,2% από 1.756 σε 1.665, ενώ μικρότερες μειώσεις χρόνου εργασίας σημειώθηκαν και σε άλλες χώρες. Η Ελλάδα το 1997 είναι τρίτη, μετά την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ με το μεγαλύτερο ετήσιο χρόνο εργασίας στη βιομηχανία. Ετσι, παρά την άνοδο της παραγωγικότητας δε μειώνονται οι ώρες εργασίας, ενώ επιμηκύνεται ο εργάσιμος χρόνος. Εκτός των άλλων καταστρεπτικών συνεπειών, τα νέα μέτρα θα πυροδοτήσουν νέα έκρηξη της ανεργίας.
Το πολιτικό πρόβλημα

Η προώθηση των ακραίων αντιασφαλιστικών ρυθμίσεων δεν υπακούει σε οικονομικές, αλλά σε πολιτικές λογικές. Δεν μπορούμε να δούμε το πρόβλημα του ασφαλιστικού συστήματος έξω από το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον της ευρωζώνης, μέσα στην οποία πρέπει να λειτουργήσει ο ελληνικός καπιταλισμός. Η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού κεφαλαίου επιχειρείται να στηριχτεί σε μια μεγάλη συμπίεση της αξίας της εργατικής δύναμης, στην άνοδο του βαθμού εκμετάλλευσης, στην αύξηση της μάζας της υπεραξίας. Επιχειρείται δηλαδή να προσδιοριστεί η τιμή της εργατικής δύναμης κάτω από την αξία της. Και είναι γνωστό ότι για τον προσδιορισμό της αξίας της εργατικής δύναμης λαμβάνεται υπόψη και η κοινωνική ασφάλιση, η χορήγηση των συντάξεων. Αυτό είναι και το πολιτικό πρόβλημα που επιχειρεί να επιλύσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

Το οικονομικό πρόβλημα

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, αν δε ληφθούν μέτρα σήμερα, μετά από 30 χρόνια, τα ταμεία κινδυνεύουν με κατάρρευση. Αναλογιστικές μελέτες μάλιστα κάνουν λόγο για «μαύρες τρύπες» 25 τρισ. μέχρι και 50 τρισ. δραχμών. Ας δεχτούμε πως είναι έτσι. Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί το άνοιγμα αυτό με άλλους τρόπους, εκτός από τη βίαιη λύση που προωθεί η κυβέρνηση; Εντελώς πρόχειρα μπορούμε να απαριθμήσουμε ορισμένες λύσεις με βάση την κοινή λογική. Ετσι:

  • Η αντιμετώπιση της καταλήστευσης των ασφαλιστικών ταμείων από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις, που εκτιμάται ότι αφαίρεσε περιουσιακά στοιχεία από τα ταμεία περίπου 16 τρισ. δραχμών. Τα χρήματα αυτά κατευθύνθηκαν σε επενδύσεις της βιομηχανίας και του εμπορίου. Οι εργαζόμενοι πρέπει να απαιτήσουν την επιστροφή των κλεμμένων χρημάτων από την κυβέρνηση, αλλά και από αυτούς που ευνοήθηκαν από την καταλήστευση των εισφορών τους.
  • Η αντιμετώπιση της «μαύρης εργασίας», η οποία εκτιμάται ότι ανέρχεται στο 25% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού θα αποφέρει τεράστια ποσά στα ασφαλιστικά ταμεία. Αντί αυτού έχουμε νομιμοποίηση και ενθάρρυνση της «μαύρης εργασίας» από επίσημους κρατικούς παράγοντες, οι οποίοι προτρέπουν τους εργοδότες σε παραβίαση του νόμου. Ετσι στην Εκθεση Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας για το έτος 1999 διαβάζουμε τα ακόλουθα κατατοπιστικά: «... πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση του βαθμού ευελιξίας της αγοράς εργασίας δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο σε θεσμικές ρυθμίσεις αλλά και στις πραγματικές συνθήκες. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η ελληνική οικονομία κατόρθωσε στην τελευταία δεκαετία να απορροφήσει εκατοντάδες χιλιάδες οικονομικούς μετανάστες (παρά την απουσία μέχρι πρόσφατα ικανοποιητικού νομικού πλαισίου), ενώ τα ωράρια εργασίας διακρίνονται στην πράξη από μεγάλη ελαστικότητα...». Επιβραβεύουν έτσι την εργοδοτική αυθαιρεσία, τη μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, την καταπάτηση του ωραρίου εργασίας.
  • Η αλματώδης άνοδος της ανεργίας, επίσημα στο 12,5% (πραγματική ίσως και μεγαλύτερη από 15%), έχει στερήσει από τα ασφαλιστικά ταμεία ανυπολόγιστο ποσό χρημάτων. Η προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, που εκτίναξε την ανεργία, χτύπησε αποφασιστικά και την οικονομική ευρωστία των ασφαλιστικών ταμείων.
  • Εχει αναγνωριστεί και επίσημα ότι η εισφοροδιαφυγή και η εισφοροκλοπή των εργοδοτών, ανέρχεται κάθε χρόνο στα 600 δισ. δραχμές. Με λίγα λόγια οι εργοδότες παρακρατούν τις εισφορές των εργαζομένων, δεν τις αποδίδουν (καθαρή κλοπή) ενώ δεν αποδίδουν και τις δικές τους εισφορές. Πόσοι από αυτούς έχουν κλειστεί στις φυλακές; Αντίθετα η κυβέρνηση τούς χαϊδεύει με συνεχείς ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμών χρεών προς το ΙΚΑ.
  • Προκειμένου να επιτευχθούν τα κριτήρια του Μάαστριχτ, οι κυβερνήσεις δεν απέδιδαν από το 1993 στο ΙΚΑ και στα πλαίσια της τριμερούς χρηματοδότησης εισφορές ύψους 1,3 τρισ. δραχμών, οι οποίες ρυθμίστηκαν πρόσφατα με την έκδοση ομολογιακού δανείου για 15 χρόνια με επιτόκιο 2%!

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ