Μια αλλαγή στο «μείγμα διαχείρισης», όπως υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ αν γίνει κυβέρνηση, δεν μπορεί να αλλάξει κάπως τα πράγματα υπέρ του λαού - όχι να φέρει τα πάνω κάτω - αλλά κάπως να ανακουφιστεί ο κόσμος που υποφέρει;
Το ποιες δόσεις περιοριστικής και επεκτατικής πολιτικής, ποια νομισματική πολιτική θα ακολουθήσει η κάθε κυβέρνηση, το σε ποιους τομείς θα κάνει ιδιωτικοποιήσεις ή θα διατηρήσει τον κρατικό έλεγχο δεν εξαρτάται από το τι πιστεύει ή θέλει να κάνει το κάθε κόμμα που κυβερνά αλλά από τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτές καθορίζουν το «μείγμα». Ετσι είδαμε στο παρελθόν σοσιαλδημοκράτες να εφαρμόζουν πολιτική ιδιωτικοποιήσεων και «απελευθέρωσης αγορών» και κεντροδεξιούς-φιλελεύθερους να εφαρμόζουν πολιτικές κρατικοποιήσεων, επειδή αυτό ήταν αναγκαίο για τον καπιταλισμό και στη μια και στην άλλη περίπτωση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται ότι οι δικές του προτάσεις είναι αυτές που μπορούν να εγγυηθούν μια γρήγορη και πιο σταθερή ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας. Γι' αυτό η κριτική που κάνει στην κυβέρνηση είναι ότι εφαρμόζει πολιτική λιτότητας που είναι αναποτελεσματική. Ως αποτέλεσμα αυτής της ανάκαμψης υπόσχεται ότι θα εξασφαλιστεί βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Βεβαίως είναι προσεκτικός στις υποσχέσεις, γι' αυτό δηλώνει ότι η δυνατότητα αποκατάστασης μισθών, συντάξεων κλπ. εξαρτάται από την πορεία της οικονομίας, δηλαδή από την πορεία των κερδών του κεφαλαίου. Γιατί γνωρίζει πολύ καλά, όπως άλλωστε και όλες οι δυνάμεις αστικής διαχείρισης, πως έχει περάσει ανεπιστρεπτί η ιστορική περίοδος που ο καπιταλισμός, είτε λόγω διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων είτε λόγω μεγάλων ρυθμών ανάπτυξης, είχε τη δυνατότητα να διαμορφώνει ένα πλέγμα πιο διευρυμένων παροχών προς τα εργατικά-λαϊκά στρώματα, με στόχο βεβαίως την εξαγορά και την ενσωμάτωση.
Γι' αυτό, άλλωστε, στην πρώτη γραμμή θέτει την ανάγκη να δοθούν ορισμένα ψίχουλα στους εργαζόμενους και κυρίως στα πιο εξαθλιωμένα τμήματα τους, κάτι που άλλωστε υπόσχεται και η συγκυβέρνηση. Δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται πολιτική διαχείρισης της φτώχειας, της ανεργίας, της εργασιακής ανασφάλειας μέσα από ένα «δίχτυ προστασίας».
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ έχει ως αφετηρία την ανάγκη κρατικής ενίσχυσης της δράσης του κεφαλαίου με χρήμα και με μέτρα στήριξης, έτσι ώστε να μπορέσουν να υπάρξουν επενδύσεις, ορισμένη τόνωση της ζήτησης και εξασφάλιση ενός επιπέδου λαϊκής κατανάλωσης. Αυτό εννοούν ως «τέλος της λιτότητας». Για να προχωρήσει αυτό χρειάζεται μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική και, ταυτόχρονα, ρύθμιση του χρέους με κούρεμα μέρους του. Οι θέσεις αυτές ταυτίζονται με ανάλογες που έχουν εκφράσει ο ΣΕΒ, οι φαρμακοβιομήχανοι κ.ά. Βεβαίως, επειδή δεν αμφισβητεί τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, μιλάει για ανάγκη «Ευρωπαϊκής λύσης και συνεννόησης».
Τι κρύβει όμως ο ΣΥΡΙΖΑ που δε λέει στους εργαζόμενους;
Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να προσδοκούν ούτε ικανοποίηση των σύγχρονων εργατικών-λαϊκών αναγκών, ούτε όμως και ουσιαστική ανακούφιση από μια οποιαδήποτε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και της ΕΕ. Ο,τι καταφέρει να εμποδίσει, να σταματήσει, να αποσπάσει ο λαός, θα το καταφέρει με την πάλη του, με ένα εργατικό κίνημα ισχυρό, με μια Λαϊκή Συμμαχία σε αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, με στόχο την Εργατική-Λαϊκή Εξουσία.