Τρίτη 24 Ιούλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
Προς το 13ο Συνέδριο

Με τη δημοσίευση των προσυνεδριακών, για το 13ο Συνέδριο, κειμένων (το Σεπτέμβρη του 1990 οι Θέσεις της ΚΕ, τον Οκτώβρη το Σχέδιο Προγραμματικής Διακήρυξης και το Νοέμβρη το Σχέδιο Καταστατικού), αρχίζει και η προσυνεδριακή διαδικασία. Η διεξαγωγή της γίνεται με δεδομένη την κρίση στο Κόμμα, τις βαθύτατες διαφωνίες και την επιδίωξη της αντικομματικής ομάδας, η οποία αρνούνταν τον επαναστατικό χαρακτήρα του Κόμματος, αρνούνταν την αναγκαιότητα ύπαρξης Κομμουνιστικού Κόμματος, με πρόθεση να επιβάλει τις απόψεις της. Ηδη από την ευρεία Ολομέλεια και μετά, οι διαφωνίες είχαν εκφραστεί δημόσια, και αυτή η ομάδα στελεχών με την οποία είχε ταυτιστεί και ο τότε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Γρ. Φαράκος, χρησιμοποιούσε και τον αστικό Τύπο αλλά και δυνάμεις από τον ΣΥΝ ενάντια στο Κόμμα. Ετσι, μια εσωκομματική υπόθεση του ΚΚΕ και μάλιστα τέτοια που αφορούσε την ύπαρξή του, έγινε υπόθεση αντιΚΚΕ αντιπάλων μέσα και έξω από το Κόμμα.

Στο 14ο Συνέδριο, γίνεται η εκτίμηση: «Το Πολιτικό Γραφείο έπρεπε να ετοιμάσει με δική του ευθύνη κείμενο θέσεων για συζήτηση στην ΚΕ πριν από την ευρεία Ολομέλεια. Ετσι και την πόλωση θα εμπόδιζε και συζήτηση επί της ουσίας των διαφορών θα γινόταν. Και το κυριότερο, η ΚΕ θα είχε την ευκαιρία να επεξεργαστεί έγκαιρα, σε βάθος και από την πρώτη στιγμή τις θέσεις. Να υπερασπιστεί πειστικά την ανάγκη να επαναβεβαιωθεί ο χαρακτήρας και οι θεμελιακές αρχές του Κόμματος στις σύγχρονες συνθήκες. Να φανεί ο πραγματικός χαρακτήρας των διαφωνιών και να μη συγκαλυφτεί πίσω από χαρακτηρισμούς και αφορισμούς.

Η προσπάθεια που έκανε η πλειοψηφία της ΚΕ να συντεθούν οι διαφορετικές απόψεις ξεκινούσε από τη θέληση να αποτραπεί η ρήξη και η διάσπαση. Η όλη μετασυνεδριακή πορεία (σ.σ. μετά το 13ο Συνέδριο), απέδειξε ότι η σύνθεση μπορεί να γίνει μόνο στο βαθμό που υπάρχει κοινή αφετηρία, ενιαία ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική αντίληψη.

Οι διαφορές όμως ήταν βαθύτατες και σε τελευταία ανάλυση αφορούσαν την αναγκαιότητα ύπαρξης Κομμουνιστικού Κόμματος στην εποχή μας. Γι' αυτό και η κρίση δεν μπόρεσε να αποφευχθεί».

Διαφορετικές αφετηρίες σε στρατηγικά ζητήματα

Τα προσυνεδριακά κείμενα παρουσιάστηκαν ως αποτέλεσμα σύνθεσης απόψεων. Αλλά η παραπάνω εκτίμηση του 14ου Συνεδρίου, σχετικά με τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες μπορεί να υπάρξει σύνθεση, ήταν φανερή από τα ίδια τα κείμενα. Ουσιαστικά υπήρχαν αντιφάσεις οι οποίες εξέφραζαν τις αντίθετες θεωρητικές αντιλήψεις, για το θεμελιακό ζήτημα του χαρακτήρα και των αρχών του Κόμματος. Ας δούμε πώς.

Στο σχέδιο προγραμματικής διακήρυξης υπήρχε ιδιαίτερη παράγραφος στο κεφάλαιο για το σοσιαλισμό, με τίτλο «Επανάσταση και μεταρρυθμίσεις». Το θέμα λοιπόν της σχέσης «μεταρρύθμισης - επανάστασης» τοποθετούνταν ως εξής: «Οι μεταρρυθμίσεις, πέρα από τα άμεσα αποτελέσματά τους, μπορούν κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και με ευνοϊκό συσχετισμό των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων να αποκτούν δομικό χαρακτήρα και να οδηγούν σε ποιοτικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Αυτό εξαρτάται από το χαρακτήρα της εξουσίας και απαιτεί οι μεταρρυθμίσεις να επεκτείνονται στο σύνολο των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων. Το σημαντικότερο όμως είναι στηριζόμενες στα κοινωνικά κινήματα να προχωρούν μέχρι τις ρίζες της κοινωνικής αδικίας και εκμετάλλευσης, του συντηρητισμού και της καθυστέρησης.

Ετσι είναι δυνατόν οι μεταρρυθμίσεις να μην απορροφώνται στο υπάρχον σύστημα, να μην υποβοηθούν απλώς την προσαρμοστική του ικανότητα, αλλά να οδηγούν σε ρήξεις μ' αυτό, σε μετασχηματισμό δομών και θεσμών και να φέρνουν τον κόσμο της εργασίας στα κέντρα λήψης των αποφάσεων».

Αυτή ακριβώς η προσέγγιση αυτού του θεμελιακού για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό θεωρητικού ζητήματος, αναιρεί τη μαρξιστική - λενινιστική κοσμοθεωρία, η οποία διδάσκει ότι είναι νομοτέλεια για το πέρασμα στο σοσιαλισμό η επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Στη συγκεκριμένη προσέγγιση, γίνεται λόγος για μεταρρυθμίσεις που θα αποκτούν «δομικό χαρακτήρα», δε θα «απορροφώνται από το σύστημα», και θα «φέρνουν τον κόσμο της εργασίας στα κέντρα λήψης των αποφάσεων». Αυτό δείχνει εξελιχτική πορεία μέσα στον καπιταλισμό, ο οποίος υποτίθεται θα αδυνατεί (αν είναι δυνατόν να το επιτρέψει η κυρίαρχη τάξη!) να αφομοιώνει τις μεταρρυθμίσεις και έτσι με τις λεγόμενες «δομικές αλλαγές» θα λυθεί το ζήτημα της εξουσίας! Ετσι λοιπόν επικεντρώνεται η δράση του Κόμματος στην πάλη για μεταρρυθμίσεις, για δομικές αλλαγές.

Βεβαίως, πιο κάτω το σχέδιο προγραμματικής διακήρυξης αναφέρει: «Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων με ριζικά διαφορετικό τρόπο σε σχέση με τη σοσιαλδημοκρατία... Η πάλη για μεταρρυθμίσεις δεν υποκαθιστά την ανάγκη της κοινωνικής επανάστασης, μπορεί όμως να αποτελέσει τρόπο προσέγγισής της». Αλλά ήδη η πιο πάνω προσέγγιση του ζητήματος έρχεται σε αντίθεση μ' αυτά.

Το θέμα αυτό λύθηκε στο 15ο Συνέδριο του Κόμματος, στο Πρόγραμμά του και αναπτύχθηκε παραπέρα στο 16ο Συνέδριο με την επεξεργασία στρατηγικής και ταχτικής και το ζήτημα του χαρακτήρα της επανάστασης. Ολη η δράση του Κόμματος επικεντρώνεται στη συγκρότηση του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού μετώπου πάλης, για τη λαϊκή εξουσία, το σοσιαλισμό.

Και στις αρχές συγκρότησης και λειτουργίας

Στο σχέδιο Καταστατικού, στην εισαγωγή, χαρακτηρίζεται το ΚΚΕ ως «κόμμα της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων». Πιο κάτω βεβαίως, η εισαγωγή αναφέρει: «Το ΚΚΕ, συνειδητή πρωτοπορία της εργατικής τάξης...». Το πρόβλημα εδώ, πέρα από την αντίφαση, έχει θεμελιακή σημασία, από την άποψη ότι δεν ανήκουν όλοι οι εργαζόμενοι στην εργατική τάξη. Επομένως, τα ταξικά συμφέροντα τμημάτων των εργαζομένων διαφέρουν απ' αυτά της εργατικής τάξης, η οποία είναι η μόνη χωρίς ιδιοκτησία σε μέσα παραγωγής. Εργαζόμενος είναι και κάποιος ο οποίος ανήκει στα μικροαστικά στρώματα, που είναι σύμμαχα στην εργατική τάξη. Αντικειμενικά λοιπόν, ο χαρακτηρισμός του ΚΚΕ ως «κόμμα όλων των εργαζομένων», αλλοιώνει το χαρακτήρα του.

Αλλά στο σχέδιο Καταστατικού έγινε προσπάθεια σύνθεσης απόψεων και στη θεμελιακή αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, επίσης κρίσιμο ζήτημα για το χαρακτήρα του Κόμματος. Στο άρθρο για το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, αναφέρεται ορθότατα, ότι «η ύπαρξη και δράση οργανωμένων ομάδων στο εσωτερικό του Κόμματος είναι ασυμβίβαστη με τη λειτουργία του». Πιο πάνω όμως γίνεται αναφορά σε μειοψηφούσες απόψεις, ως εξής: «Οι κάθε φορά μειοψηφούσες απόψεις μπορούν να συμβάλουν στη συνολική σκέψη του Κόμματος. Είναι θεμιτό να διεκδικούν την επικράτησή τους μέσα στα καταστατικά πλαίσια. Η εκάστοτε μειοψηφούσα άποψη έχει δικαίωμα να υπερασπίζεται τις θέσεις της, να καταγράφεται η άποψή της, να ενημερώνεται γι' αυτήν το Κόμμα, να απαιτεί την επανεξέταση επίμαχων ζητημάτων. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι ισχύουν για όλους οι αποφάσεις».

Από τη στιγμή που επιτρέπεται για τις μειοψηφούσες απόψεις να ενημερώνεται το Κόμμα, σημαίνει ότι η μειοψηφούσα άποψη γίνεται μέρος της δουλιάς, έτσι που μαζί με τις αποφάσεις των οργάνων το Κόμμα να ενημερώνεται και με απόψεις πάνω στις αποφάσεις που μειοψήφησαν. Εμμέσως πλην σαφώς άνοιγε ο δρόμος να συζητά ολόκληρο το Κόμμα, όχι μόνο τις αποφάσεις και πώς με βάση αυτές θα δρα ενιαία, πειθαρχημένα, άρα και αποτελεσματικά, αλλά και τις μειοψηφούσες απόψεις. Αυτή η διαδικασία όμως υποσκάπτει αντικειμενικά το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, την ίδια τη λειτουργία και δράση του Κόμματος.

Βεβαίως, οι διαφορετικές απόψεις συζητούνται στα όργανα που εμφανίζονται στα πλαίσια του Καταστατικού. Αλλά και αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν να συζητούνται μονίμως και πάντα. Το να διεκδικούν την επικράτησή τους οι μειοψηφούσες απόψεις, σημαίνει συστηματική διαφωνία σε ζητήματα, αποφάσεις και επιλογές, συλλογικά επεξεργασμένες που απορρέουν από τη γενική πολιτική του Κόμματος. Δεν εννοούνται διαφορετικές προτάσεις ή σκέψεις για ζητήματα της τρέχουσας δουλιάς, περιορισμένης σημασίας. Η συστηματική διαφωνία όταν εμφανίζεται σε στελέχη, πολύ περισσότερο όταν συζητιέται μονίμως σ' ολόκληρο το Κόμμα, επιδρά αρνητικά στη λειτουργία και τη δράση.

Αυτά και μόνο τα παραδείγματα από τα δύο προσυνεδριακά κείμενα είναι αρκετά για να επιβεβαιώσουν την εκτίμηση του 14ου Συνεδρίου που προαναφέραμε σχετικά με τη «σύνθεση απόψεων», όταν αυτή δεν ξεκινά από την ίδια ιδεολογική και οργανωτική άποψη.

Η διαπάλη συνεχίζεται

Οπως γίνεται φανερό, αντικειμενικά και ο προσυνεδριακός διάλογος και η εσωκομματική διαδικασία για το Συνέδριο, το ίδιο το Συνέδριο, διεξήχθησαν μέσα σε συνθήκες οξύτατης διαπάλης, που στο επίκεντρό της είχε το χαρακτήρα του ΚΚΕ, την ίδια την ύπαρξή του. Η διαπάλη με την οπορτουνιστική τάση που επιδίωκε τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση ή και τη διάλυση του Κόμματος δεν έληξε στο Συνέδριο. Παρ' όλα αυτά, η πλειοψηφία του Συνεδρίου πάλεψε για τη διατήρηση του ΚΚΕ, για τον επαναστατικό του χαρακτήρα και το ρόλο του ως οργανωμένη συνειδητή πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Και σ' αυτό συνέβαλε η πλειοψηφία των μελών της απερχόμενης ΚΕ. Συνέβαλε η πλειοψηφία των μελών του Κόμματος που συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο, υπερασπίστηκαν τα θεμελιακά του γνωρίσματα και την ιστορική προσφορά του.

Το 13ο Συνέδριο ανέδειξε σε πλειοψηφία της ΚΕ στελέχη που τάσσονταν υπέρ της διατήρησης του κομμουνιστικού χαρακτήρα του Κόμματος, αλλά δεν έβαλε τέρμα στην εσωκομματική πάλη. Η οποία συνεχίστηκε ως τη διάσπαση τον Ιούλη του 1991.

Αμέσως μετά, το Κόμμα μέσα σε δύσκολες συνθήκες οξύτατης επίθεσης και κατασυκοφάντησής του από τα πρώην στελέχη του (έγιναν η αιχμή του δόρατος του αντικομμουνισμού) αλλά και σε αρνητικό διεθνές κλίμα, λόγω των ανατροπών των σοσιαλιστικών καθεστώτων, σε συνθήκες υποχώρησης του κομμουνιστικού κινήματος, καταπιάνεται με την ανασυγκρότησή του. Δίνει αυτή τη μάχη, ταυτόχρονα με πλατιά εξόρμηση στο λαό, με προσπάθεια για ανάπτυξη δράσης στο μαζικό κίνημα και προετοιμάζεται για το 14ο Συνέδριό του.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ