Εφέτης ΔΔ, γενικός γραμματέας της Ενωσης Διοικητικών Δικαστών
Το άρθρο 11 του Συντάγματος προβλέπει την απαγόρευση των υπαίθριων συναθροίσεων μόνο αν επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια ή αν απειλείται σε ορισμένη περιοχή σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής.
Η πρώτη παρατήρηση για το σχέδιο νόμου που κατατέθηκε στη Βουλή είναι ότι διευρύνει υπέρμετρα το περιεχόμενο των ανωτέρω περιορισμών, παρέχοντας μία πέραν από κάθε αναλογία ευχέρεια στις αστυνομικές αρχές να επιβάλλουν απαγόρευση ή περιορισμό ορισμένης συνάθροισης. Ιδίως ο τρόπος με τον οποίο τα άρθρα 7 και 8 επικαλούνται «διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής» (η σύνδεσή τους, για παράδειγμα, με τις ειδικότερες κυκλοφοριακές και άλλες ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες, αλλά και με τον αριθμό των συμμετεχόντων) αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να αξιοποιηθεί η ως άνω αόριστη νομική έννοια κατά το δοκούν και να αποτελέσει πρόσχημα απαγόρευσης κάθε μη αρεστής στις κυβερνήσεις έκφρασης λαϊκής διαμαρτυρίας. Η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1, η οποία θεσπίζει το ιδιώνυμο έγκλημα της συμμετοχής σε απαγορευμένη συνάθροιση, παραπέμπει σε σκοτεινές στιγμές της ελληνικής Ιστορίας. Ανησυχία, τέλος, για τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα προκαλεί η διάταξη του άρθρου 19, η οποία συστήνει στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη Διεύθυνση Πρόληψης της Βίας, στην οποία, μαζί με συγκεκριμένες περιπτώσεις βίας (π.χ. τη ρατσιστική βία κ.λπ.), υπάγει μια μορφή «βίας» υπό την αόριστη έκφραση «ριζοσπαστικοποίηση». Προφανώς είναι αντικείμενο μεγαλύτερης μελέτης η προέλευση και η φύση των όρων «ριζοσπαστικός», «ριζοσπάστης» κ.λπ., ωστόσο είναι αυτονόητο ότι ιστορικά οι όροι αυτοί συνδέονται με την ορθολογική εξήγηση της κοινωνικής εξέλιξης, με τον αγώνα για τη χειραφέτηση των λαών, την κοινωνική πρόοδο, την κατάργηση προνομίων και τίτλων (π.χ. φεουδαρχικών), τη διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Το σχέδιο νόμου, αξιοποιώντας την τάση εντός της ΕΕ να μεταλλαχθούν οι όροι αυτοί σε κάτι που προσομοιάζει με τη μισαλλοδοξία ή την τρομοκρατία, κάνει χρήση της έκφρασης «ριζοσπαστικοποίηση», αφήνοντας ανοιχτό τον κίνδυνο να περάσουμε στην ποινικοποίηση προοδευτικών ιδεολογιών, ανθρώπων ή ομάδων.