Μαρτυρίες από τους φυσικούς πρωταγωνιστές
Ο Βαγγέλης Σδούκος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Φύγαμε εκείνη τη νύχτα του Ιουλίου του 1947 πεζή μέχρι την Αλβανία, συνοδευόμενοι από 1 - 2 αντάρτες μέχρι τα σύνορα. Περπατούσαμε τη νύχτα γιατί τη μέρα ήταν ο "γαλατάς" που φωτογράφιζε, έριχνε ενδεχομένως, για να τον αποφύγουμε. Αφού περάσαμε τα σύνορα έφτασα στη Σκόδρα».
Ο Ηλίας Νούτσος στη δική του αφήγηση θυμάται: «Ζήσαμε σαν βασιλόπουλα (...) Ημουν παιδί 4 χρόνων. Δεν θυμάμαι πώς μας πήρανε και πώς φτάσαμε μέχρι την Τσεχοσλοβακία. Η πρώτη ανάμνηση που έχω ήταν πως μας βάλανε κάτω από το ντους, βλέπαμε το ζεστό νερό από πάνω μας να πέφτει και ζεστάθηκα. Είχαμε πάει σε πολλούς σταθμούς αλλά ο τελευταίος θυμάμαι ήταν τα ανάκτορα του Γλίξμπουργκ (...) που λέγονταν στα τσέχικα Κοινόβια ανάκτορα. Εκεί ήμασταν γύρω στα 200 παιδιά. Τέτοια περιποίηση, τέτοια φροντίδα δεν περιγράφονται».
Η Βαγγελιώ Καρανίκα διαπιστώνει: «Τότες ήταν ανάγκη να σωθούν τα παιδιά. Γιατί τα παιδιά ήταν ορφανά, άρρωστα, απροστάτευτα. Ηταν σωστή η απόφαση του Κομμουνιστικού Κόμματος σε συνεργασία με τις Λαϊκές Δημοκρατίες να σωθούν τα παιδιά. 25.000 παιδιά συγκεντρώθηκαν με τη συγκατάθεση των γονιών τους». Και συνεχίζει: «Εμείς ήμασταν τα πιο τυχερά παιδιά σε όλους τους πολέμους. Γλιτώσαμε από τον πόλεμο, μας φιλοξένησαν οι Λαϊκές Δημοκρατίες με το σύστημα το σοσιαλιστικό, για τον άνθρωπο και το παιδί. Οι άνθρωποι έπρεπε να δουλεύουν και να μορφωθούν. Αυτό ήταν το σύστημα. Αυτό ζήσαμε και εμείς. Μορφωθήκαμε, σπουδάσαμε, γίναμε άνθρωποι... Σύνθημά μας ήταν να γίνουμε τεχνίτες, χρήσιμοι και να γυρίσουμε στην πατρίδα».