Πολλές φορές, βέβαια, πετυχαίνεται με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που προϋποθέτει όμως την επένδυση μεγάλων κεφαλαίων για την αγορά νέων, τελειότερων μέσων παραγωγής (μηχανικού εξοπλισμού τελευταίας τεχνολογίας) και εντατικοποίηση της εργασίας.
Πάντοτε, όμως, με τη συμπίεση του λεγόμενου κόστους εργασίας, είτε του μισθολογικού (μισθοί), είτε του μη μισθολογικού (εργοδοτικές εισφορές στην ασφάλιση των εργαζομένων, αποζημιώσεις απολυόμενων, εξασφάλιση όρων ασφάλειας και υγιεινής των εργαζομένων κλπ.).
Γενικά, πάντως, η μείωση του κόστους παραγωγής σήμερα πετυχαίνεται ανέξοδα, ταχύτερα και πιο σίγουρα κυρίως με τη δεύτερη μέθοδο (συμπίεση του λεγόμενου κόστους εργασίας), που εφαρμόζεται σε όλον τον καπιταλιστικό κόσμο.
Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Πώς το κεφάλαιο - εργοδοσία αξιοποιεί την «κατανόηση» των εργαζομένων; Εχουν οι εργαζόμενοι καμιά εγγύηση (νομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα) ότι, αν δεχτούν τη μείωση των δικαιωμάτων τους, δε θα χάσουν τουλάχιστον τη δουλιά τους; Δυστυχώς, καμία απολύτως. Το κεφάλαιο επέβαλε, τα τελευταία αυτά χρόνια, την πλήρη ελευθερία στη διακίνησή του και βέβαια κανένας σοβαρός καπιταλίστας δεν είναι διατεθειμένος να παραιτηθεί από το «κεκτημένο δικαίωμά» του να επενδύει εκεί όπου το κέρδος προβλέπεται μεγαλύτερο. Και κάθε στιγμή θα μπορεί να ισχυριστεί ότι πρέπει να ενισχυθεί εκ νέου η ανταγωνιστικότητά του, αφού, στο μεταξύ, οι ανταγωνιστές του, χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα, πέτυχαν μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα από αυτόν.
Και ακόμη: Εχει καμιά σιγουριά ο εργαζόμενος ότι τα επιπλέον κέρδη του εργοδότη του, που προήλθαν από τις θυσίες που του ζητήθηκαν, θα επενδυθούν για να αντιμετωπιστεί π.χ. το πρόβλημα της ανεργίας; Καμία απολύτως. Εχουν καμιά εγγύηση, ας πούμε οι Ελληνες εργαζόμενοι, ότι αν δείξουν «κατανόηση» και δεχτούν σήμερα τις θυσίες που τους ζητάνε οι νεοδεξιοί «εκσυγχρονιστές» μας, δε θα τους ζητηθούν αύριο και νέες, «για να αυξηθεί ή διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ώστε να μη χάσουν τη δουλιά τους;». Καμιά απολύτως. Αφού βέβαια και οι ανταγωνιστές δε θα μείνουν με σταυρωμένα χέρια. Θα αντεπιτεθούν, ζητώντας από τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις τους ακόμη μεγαλύτερες «θυσίες». Ετσι, λοιπόν, μέσα από αυτή τη «διαλεκτική της εξαθλίωσης» (που δε θα είναι μόνο οικονομική) εντείνεται σήμερα η υπερεκμετάλλευση όλων των εργαζομένων, όπου Γης, με την αδιάκοπη συμπίεση της αμοιβής της εργασίας σε όλο και χαμηλότερα επίπεδα. Ως πού μπορεί να πάει αυτό, η ζωή θα δείξει.
Ωστόσο, στους εργαζόμενους δε μένει άλλος δρόμος από την αντίσταση και την πάλη μέσα από τα ταξικά συνδικάτα τους, την ανάπτυξη κοινωνικο-πολιτικών αγώνων ενάντια στην πολιτική που επιβάλλει τις επιλογές των εργοδοτών, αλλά και την κοινή πάλη με τους εργαζόμενους άλλων χωρών στην ΕΕ. Ωστόσο, βιώνοντας τα εντεινόμενα αδιέξοδα του συστήματος, θα συνειδητοποιήσουν κάποτε οριστικά ότι «δεν πάει άλλο», ότι δηλαδή το κεφαλαιοκρατικό σύστημα έφαγε όλα τα ψωμιά του και ότι πρέπει να αγωνιστούν συνειδητά για την ανατροπή του. Δεν είναι λίγα, ούτε ασήμαντα, τα γεγονότα που δείχνουν ότι η ανθρωπότητα θα ξαναβρεθεί, σύντομα ίσως, μπροστά στο αμείλικτο δίλημμα: Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα.