Από πολλές απόψεις, ωστόσο, το θέμα δεν αφορά μόνον τον αντίπαλο. Αφορά και τους ίδιους τους κομμουνιστές, εκείνους που διάβασαν και εξακολουθούν να στέκονται με προσοχή στην κριτική που ίδιος ο Μαρξ είχε ασκήσει απέναντι στις Διακηρύξεις των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Ελευθερία, Ισότητα και Αδελφότητα, δικαιώματα και αρχές διακηρυγμένες και γραμμένες με αίμα στις σημαίες των Γάλλων επαναστατών, θα υποστηρίξει o Μαρξ, «δεν είναι τίποτε άλλο από τα δικαιώματα του μέλους της κοινωνίας των ιδιωτών, δηλαδή τα δικαιώματα του εγωιστικού ανθρώπου, του ανθρώπου που είναι αποχωρισμένος από τους άλλους ανθρώπους και από την κοινότητα. (...) Κανένα από τα λεγόμενα δικαιώματα του ανθρώπου, συνεπώς, δε φθάνει πέραν από τον εγωιστή άνθρωπο, πέραν από τον άνθρωπο ως μέλος της κοινωνίας των ιδιωτών, δηλαδή πέρα από το άτομο, που είναι αναδιπλωμένο στον εαυτό του, στα όρια των ιδιωτικών συμφερόντων και της ιδιωτικής αυθαιρεσίας του και αποχωρισμένο από την κοινότητα»1.
«Ακόμη και η ανάγκη για καθαρό αέρα παύει να αποτελεί ανάγκη για τον εργάτη. Ο άνθρωπος επιστρέφει στο σπήλαιο, που είναι ωστόσο τώρα μολυσμένο με τη λοιμώδη ανάσα του πολιτισμού (...). Μια κατοικία στο φως, που ο Προμηθέας του Αισχύλου σχεδίασε ως ένα από τα μέγιστα δώρα του, διαμέσου των οποίων μετέτρεψε τον άγριο σε ανθρώπινο ον, παύει να υπάρχει για τον εργάτη. Το φως ο αέρας, κλπ. - η απλούστατη ζωική καθαρότητα - παύει να αποτελεί ανάγκη για τον άνθρωπο. (...) Καμιά από τις αισθήσεις του δεν υπάρχει πλέον (...). Δεν είναι μόνον όταν ο άνθρωπος δεν έχει ανθρώπινες ανάγκες - ακόμη και οι ζωικές ανάγκες του παύουν να υπάρχουν. Ο Ιρλανδός δε γνωρίζει πλέον άλλη ανάγκη από την ανάγκη να φάει, την ανάγκη να φάει πατάτες, και μάλιστα σάπιες πατάτες, αυτό το χείριστο είδος πατάτας. Αλλά σε κάθε βιομηχανική πόλη τους η Αγγλία και η Γαλλία έχουν ήδη μια μικρή Ιρλανδία»2.
Να αρνηθούμε λοιπόν τα δικαιώματα του ανθρώπου; Να τα αντιμετωπίσουμε ως πεμπτουσία της καπιταλιστικής ιδεολογίας και να τα θεωρήσουμε περιττά ή και εμπόδια στον αγώνα για μια κομμουνιστική κοινωνία; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, έχει ιστορικό έρμα και η διολίσθηση σε μια αντιδιαλεκτική άρνηση αυτών των δικαιωμάτων παράγει βαρύτατες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες. Εξηγούμαι: όταν ο Μαρξ αρνείται τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, δεν αρνείται αυτό καθαυτό το αίτημα μιας κοινωνίας ελεύθερων, ίσων και αλληλέγγυων προσώπων, αλλά τη δυνατότητα του καπιταλισμού να το υλοποιήσει, να του προσδώσει όχι απλά τυπικό, αλλά ουσιαστικό περιεχόμενο. Αρνείται τη δυνατότητα του καπιταλισμού να άρει στο εσωτερικό του τη διάκριση ανθρώπου και πολίτη. Η μαρξιστική διαλεκτική της άρνησης και της υπέρβασης, στις πιο γόνιμες θεωρητικές στιγμές της, απέδειξε κατά τον καλύτερο τρόπο, ότι γνωρίζει να διαχωρίζει με σαφήνεια τη θέση της από τον κόσμο της τυπικής λογικής και των μηχανιστικών αρνήσεων.
Ας μιλήσουμε με όρους κοινωνικούς και πολιτικούς. Ο σοσιαλισμός, αυτή «η διαρκής κήρυξη της επανάστασης, η ταξική δικτατορία του προλεταριάτου, ως αναγκαίο μεταβατικό σημείο για την κατάργηση των ταξικών διακρίσεων γενικά»4 δεν είναι, δεν μπορεί να είναι μια τυπική και μηχανιστική απόρριψη του παλιού κόσμου, αλλά μια Aufhebung, μια διαλεκτική συνέχειας, που ενσωματώνει στη δυναμική της το παρελθόν και το προωθεί ταυτόχρονα, εμπλουτίζοντάς το, σε ένα ανώτερο επίπεδο.
«Στην καπιταλιστική κοινωνία έχουμε μια δημοκρατία κουτσουρεμένη, κακομοιρασμένη, κίβδηλη δημοκρατία μόνο για τους πλούσιους, για τη μειοψηφία. Η δικτατορία του προλεταριάτου, η περίοδος του περάσματος στον κομμουνισμό, θα δώσει για πρώτη φορά τη δημοκρατία για το λαό, για την πλειοψηφία, παράλληλα με την απαραίτητη καθυπόταξη της μειοψηφίας των εκμεταλλευτών. Μόνον ο κομμουνισμός είναι σε θέση να δώσει μια πραγματικά ολοκληρωμένη δημοκρατία, και όσο πιο ολοκληρωμένη θα είναι αυτή, τόσο πιο γρήγορα θα γίνει περιττή, θα νεκρωθεί από μόνη της»5.
Αλλά μια τέτοια εργατική δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει υποβιβάζοντας τον πολίτη σε εκτελεστικό όργανο αποφάσεων που αφορούν το παρόν και το μέλλον του. Μια τέτοια δημοκρατία δεν μπορεί να συνιστά μηχανιστική απόρριψη του κοινοβουλευτισμού, αλλά διαλεκτική άρνησή του και ανάδειξη του προλετάριου - πολίτη σε ουσιαστικό φορέα δικαιωμάτων και πρωταγωνιστή του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι. Να γιατί, να για ποιο λόγο και με ποια έννοια, «η διέξοδος από τον κοινοβουλευτισμό δε βρίσκεται φυσικά στην κατάργηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών και της αιρετότητας, αλλά στη μετατροπή των αντιπροσωπευτικών θεσμών από λογοκοπεία σε "εργαζόμενα" σώματα»6.
Για μια τέτοια δημοκρατία, λοιπόν, η ελευθερία, η ισότητα και η αδελφότητα όχι μόνο δεν εξαντλούνται στην τυπική σημασία που τους προσέδωσε η αστική τάξη, προκειμένου να εξυπηρετήσει το δικό της ωφελιμισμό, αλλά αποκτούν, πρέπει να αποκτούν ένα ουσιαστικό περιεχόμενο από την πρώτη ήδη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Από μαρξιστική άποψη, δε νοείται σοσιαλισμός, «όσες χιλιάδες φορές και αν συνθέσουμε τη λέξη λαός με τη λέξη κράτος»7, χωρίς ουσιαστική και όσον το δυνατόν πιο άμεση άσκηση των δικαιωμάτων από την πλευρά των πολιτών του. Αυτή την ουσιαστική συμμετοχή του καθημερινού ανθρώπου στη διαμόρφωση της ζωής, στην υλοποίηση του ονείρου και της ελπίδας του, δεν μπορεί να διασφαλίσει ασφαλώς μια τυπική και γραφειοκρατική αντιπροσώπευσή του σε επίπεδο κοινωνικών και πολιτικών θεσμών. Μα και κανείς ποσοτικός δείκτης παραγωγής ή παροχής υλικών και κοινωνικών αγαθών, όσο σημαντικός και υψηλός και αν είναι, δε θα αποτελέσει ποτέ κριτήριο ή τεκμήριο ύπαρξης και λειτουργίας μιας αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνίας, μιας κοινωνίας των σοβιέτ, στο πλαίσιο της οποίας κανείς δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται απλώς και μόνον ως μέσο, στο όνομα της όποιας αναγκαιότητας ή σκοπιμότητας.
«Σε αντίθεση προς τον πολίτη - εξιδανικευμένη μορφή της αστικής δημοκρατίας, ένα ιδεώδες που αναδείχτηκε στην κορύφωση της αστικής επανάστασης, η υλική ζωή του ανθρώπου στην καθημερινή του ύπαρξη έγινε το ζήτημα του σοσιαλισμού. Η αστική κοινωνία δίχασε το άτομο ανάμεσα σε άνθρωπο και σε πολίτη, αλλά η σοσιαλιστική έμφαση στην καθημερινότητα δε στοχεύει στο να καταστήσει πρότυπο τον άνθρωπο των υλικών αγαθών, δηλαδή το ένα σκέλος αυτού του διχασμού. Η σοσιαλιστική δημοκρατία έχει ως σκοπό της την υπέρβαση του διχασμού στο βασίλειο της ελευθερίας»8.
1. Μαρξ, Για το εβραϊκό ζήτημα, όπως περιλαμβάνεται στο «Marx - Engels, Callected Works, Progress Publishers», Μόσχα, τόμος 3ος, σελ.164.
2. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, όπως περιλαμβάνεται στο «Marx - Engels, Collected Worsk, Progress Publishers», Μόσχα, τόμος 3ος, σελ.307-308
3. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1978, τόμος 1ος, σελ.189
4. Μαρξ, «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2000, σελ.148
5. Λένιν, «Κράτος και Επανάσταση», «Απαντα», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, τόμος 33, σελ.90
6. Ο.π. σελ.46
7. Μαρξ, «Κριτική του προγράμματος της Γκότα», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1994, σελ.34
8. Απόσπασμα από το δεύτερο μέρος του έργου του Ούγγρου μαρξιστή Georg Lukacs (Γκέοργκ Λούκατς), «Demokratisierung, heute und morgen», που μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στα ελληνικά με τον τίτλο «Αστική και σοσιαλιστική δημοκρατία» (μετάφραση: Αλέκος Τσίτσοβιτς), Εκδόσεις «Κριτική», Αθήνα 1987.