Η 34χρονη Ζωή Τάχα από τη Λάρισα, εργαζόταν ως καθαρίστρια σε ιδιωτικό συνεργείο καθαρισμού στο πολυκατάστημα "Κόντινεντ". Το βράδυ, μετά τη δουλιά, σε μια σακούλα που κουβαλούσαν μαζί με μια συναδέλφισσά της, οι υπεύθυνοι ασφαλείας του πολυκαταστήματος βρήκαν μερικά ψώνια - αξίας μόλις 60.000 δραχμών - που δεν είχαν πληρωθεί. Κρατήθηκε, όλη τη νύχτα στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρισας και την επόμενη θα οδηγούνταν στον εισαγγελέα.***
Οι τύψεις για την πράξη της να πληγώνουν την ψυχή, να θολώνουν το μυαλό. Και ξαφνικά, όρμησε στο ανοιχτό παράθυρο. Ρίχτηκε από τον τέταρτο όροφο του κτιρίου της Αστυνομίας στο κενό. Και βρήκε το θάνατο. Πίσω της άφησε τον σύζυγο και τρία ανήλικα παιδιά.
***
Αυτοί είναι, συνήθως, οι φτωχοί άνθρωποι, που, μερικές φορές, αναγκάζονται να κλέψουν μικροπράγματα, που τους λείπουν και δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να τ' αγοράσουν.
Αυτών η συνείδηση εξεγείρεται όταν, μια παρόρμηση της στιγμής, τους βγάζει από τον τίμιο δρόμο της ζωής τους.
Η Ζωή πέταξε τη ζωή της διότι θεώρησε ότι επλήγη καίρια η αξιοπρέπειά της. Οπωσδήποτε, ακραία η ενέργειά της, που εξηγείται μεν, αλλά επ' ουδενί δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
***
Πρωθυπουργοί, υπουργοί κατηγορήθηκαν για μεγάλες κλεψιές και συνέχισαν να κατέχουν ύψιστα αξιώματα. Βιομήχανοι, εφοπλιστές, μεγαλέμποροι κλέβουν καθημερινά το δημόσιο πλούτο, τους εργαζόμενους, το λαό κι εντούτοις απολαμβάνουν της αναγνώρισης και της αρωγής των κυβερνήσεων και του κράτους.
***
Δυο κόσμοι - αυτός των ισχυρών του χρήματος και της εξουσίας κι εκείνος των εργαζομένων - εντελώς διαφορετικοί. Ο πρώτος έχει ως σύμβουλό του την κλεψιά. Για τον δεύτερο η κλεψιά - ακόμα και ως σπάνια εξαίρεση μιας τίμιας ζωής - αποτελεί όνειδος...
Παύλος ΡΙΖΑΡΓΙΩΤΗΣ