Στη σημερινή διεθνή και εσωτερική πραγματικότητα ελάχιστα θέματα μπορούν να θεωρηθούν εθνικά, με την έννοια ότι για την υπεράσπισή τους μπορούν και πρέπει να συστρατευτούν όλες οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ενός έθνους. Ενα απ' αυτά τα λίγα είναι η εθνική κυριαρχία και ακεραιότητα. Σε τι λοιπόν καλεί ο πρωθυπουργός;
Οταν η κυβέρνηση αποδέχεται τα πλαίσια των αμερικανικών πρωτοβουλιών που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη διχοτόμηση της Κύπρου και στο καθεστώς της περιορισμένης κυριαρχίας στο Αιγαίο, για ποια συναίνεση καλεί; Οταν στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποδέχεται τη μεταφορά των κυριαρχικών δικαιωμάτων του εθνικού Κοινοβουλίου και της εθνικής κυβέρνησης στα υπερεθνικά κοινοτικά όργανα, για ποια εθνική κυριαρχία κάνει λόγο;
Ομως για να πετύχει την κοινωνική συναίνεση η κυβέρνηση, προκειμένου να αποφύγει την κοινωνική έκρηξη, καταφεύγει στην κινδυνολογία, ότι δήθεν αν δεν υλοποιηθεί το πρόγραμμα "σύγκλισης" τότε η χώρα θα βρεθεί απομονωμένη στο περιθώριο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τους εργαζόμενους. Να πούμε, λοιπόν, ότι ούτε η Συνθήκη του Μάαστριχτ, ούτε το πρόγραμμα "σύγκλισης", ούτε η "Λευκή Βίβλος" είναι υποχρεωτικό στάδιο απ' το οποίο πρέπει να περάσουν οι χώρες και οι λαοί της Ευρώπης. Πολύ περισσότερο δεν είναι μονόδρομος. Είναι κατασκευάσματα των πολυεθνικών και των πολιτικών τους εκπροσώπων για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των πρώτων και για να αντιμετωπιστεί ο "μεγάλος εχθρός", η εργατική τάξη.
Γι' αυτή την Ευρώπη του Μάαστριχτ οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να συναινέσουν. Αντίθετα μάλιστα, μόνο σε αντίθεση μ' αυτή την Ευρώπη οι εργαζόμενοι διασφαλίζουν την επιβίωση, την εργασία, την κοινωνική ασφάλιση, την πρόοδο, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την απελευθέρωσή τους.
Βεβαίως, η προσκληση του πρωθυπουργού για συναίνεση αφορά κυρίως στα άλλα πολιτικά κόμματα, όπου βεβαίως ο κ. Σημίτης περιμένει ότι θα έχει ανταπόκριση. Εξάλλου η επίκληση του κινδύνου της "περιθωριοποίησης" αφορά στα κόμματα που μαζί με το ΠΑΣΟΚ υποστηρίζουν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τις πολιτικές που αυτή απαιτεί. Η ΝΔ, ο ΣΥΝ, το ΔΗΚΚΙ είναι μάλλον υποχρεωμένοι να συναινέσουν, αφού οι διαφορές τους περιορίζονται σε διαχειριστικά προβλήματα.