Κυριακή 24 Νοέμβρη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 1
ΕΡΓΑΤΙΚΑ

Οι κυριότερες εξελίξεις που παρατηρούμε στο σύγχρονο καπιταλισμό

Είναι γεγονός ότι μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες γινόμαστε μάρτυρες σημαντικών εξελίξεων σ' όλα τα επίπεδα.

"Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και της παραγωγής οδήγησαν στην εμφάνιση νέων μονοπωλιακών ενώσεων, οι οποίες τοποθετούν τα κεφάλαιά τους και διεισδύουν στη σφαίρα της υλικής παραγωγής, στην κυκλοφορία και στις υπηρεσίες. Για παράδειγμα το μονοπώλιο της πετρελαιοχημικής βιομηχανίας των ΗΠΑ διείσδυσε στον κλάδο των τροφίμων, το μονοπώλιο κρέατος "Αρμορ" ασχολείται με την παραγωγή ιατρικών μέσων. Στη Γαλλία, οι χημικές εταιρίες άπλωσαν τα πλοκάμια τους στην ατομική ενέργεια, στην υαλουργία, στην έγχρωμη τηλεόραση. Ολη αυτή η διαδικασία της διαφοροποίησης του κεφαλαίου συντελείται μέσα σε σκληρό ανταγωνισμό, όπου επιχειρήσεις καταστρέφονται και άλλες εξαγοράζονται. Μόνο στα χρόνια 1991-1993 πτώχευσαν 575.617 επιχειρήσεις στις 10 πιο αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ. Στην περίοδο 1988-1992, τα πολυκαταστήματα των σούπερ μάρκετ αυξήθηκαν στις 9 πιο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες από 20% μέχρι 100%, ενώ στην ίδια περίοδο πτώχευσαν καταστήματα τροφίμων στις ίδιες χώρες μέχρι 20%" (32).

"Τα 500 μεγαλύτερα μονοπώλια στον κόσμο καθορίζουν την παραγωγή, τις τιμές, τις προμήθειες και την εκμετάλλευση των πρώτων υλών. Από αυτά ξεχωρίζουν για τη δύναμή τους τα 50 μεγαλύτερα μονοπώλια. Οι πωλήσεις τους το 1985 ανέρχονταν σε ένα τρισεκατομμύριο 335 δισεκατομμύρια δολάρια και απασχολούσαν συνολικά 8.314.000 εργαζόμενους, τα καθαρά κέρδη τους από 52,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 1985 έφτασαν στα 78,3 δισεκατομμύρια δολάρια το 1991.

Η αυτοκρατορία "Τζένεραλ Μότορς" των ΗΠΑ απασχολούσε 811.000 εργαζόμενους και είχε καθαρά κέρδη 3,999 δισ. δολάρια, ενώ η EXXON των ΗΠΑ, με 146.000 εργαζόμενους, αποκόμισε 4,870 δισ. καθαρά κέρδη, δηλαδή ο κάθε εργαζόμενος τής έδωσε 33.356 δολάρια το χρόνο, κατά μέσο όρο. Η ΣΕΛΛ της Αγγλίας από κάθε εργαζόμενο έβγαλε 27.661 καθαρά κέρδη, η "Πετρομπράς" της Βραζιλίας είχε 29.360 δολάρια από κάθε εργαζόμενο και η "Σέβρον" των ΗΠΑ 25.360 δολάρια. Οι αριθμοί αυτοί φανερώνουν το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων από τα μονοπώλια.

Αλματωδώς αναπτύχθηκαν οι εταιρίες πληροφορικής. Το 1990 οι 50 μεγαλύτερες είχαν εισόδημα ύψους 311.570 εκατ. δολαρίων, δηλαδή η καθεμιά είχε ανά μέσο όρο 6,2 δισ. δολάρια. Οι 20 μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου διέθεταν ενεργητικό ύψους 5,9 τρισ. δολαρίων και αποκόμισαν 25,6 δισ. δολάρια το 1990.

Στην ανώτατη πυραμίδα της χρηματιστικής ολιγαρχίας αναρριχήθηκε μια χούφτα πάμπλουτων μεγιστάνων. Σε 20 χώρες του κόσμου το 1992 υπήρχαν 227 δισεκατομμυριούχοι που ανήκαν στη λέσχη FORBES. Από τον αριθμό αυτό 101 ανήκουν στις ΗΠΑ, 44 στη Γερμανία, 34 στην Ιαπωνία, 10 στον Καναδά, 9 στη Γαλλία, από 8 στο Μεξικό και Χονγκ - Κονγκ, 7 στην Ελβετία, από 6 στην Ιταλία, Σαουδική Αραβία και Ταϊβάν, από 5 στη Βραζιλία και Αγγλία και από 3 στη Χιλή, Κολομβία, Κορέα, Ταϊλάνδη, Σουηδία, Ισπανία. Σύμφωνα με το περιοδικό "Φόρτσιουν", στην Ελλάδα το 1990 υπήρχαν 3 δισεκατομμυριούχοι (περιουσία σε δισεκατομμύρια δολάρια): ο Κώστας Μιχαήλ Λαιμός, ο Γιάννης Σπύρου Λάτσης κι ο Γιώργος Σταύρου Λιβανός" (33).

Επικεντρώνουμε λοιπόν στις εξελίξεις του σύγχρονου καπιταλισμού:

α) Ανάπτυξη των διεθνών - πολυκλαδικών μονοπωλίων που συγκροτούνται από μονοπώλια διαφόρων χωρών και αναπτύσσουν δραστηριότητα σ' όλο τον κόσμο και σε πολλούς κλάδους. Οπως αναφέρει το περιοδικό "Business Week", σήμερα ελέγχουν πάνω από τα 3/5 του διεθνούς καπιταλιστικού εμπορίου και έχουν αποκτήσει τεράστια οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ισχύ. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εξαγορά από την TCI, τη μεγαλύτερη εταιρία καλωδιακών δικτύων στις ΗΠΑ, της ψυχαγωγικής εταιρίας "Liberty Media" και η συνεργασία της με τη SEGA για τη δημιουργία ενός μεγάλης εμβέλειας καλωδιακού δικτύου ηλεκτρονικών παιχνιδιών.

Τα μονοπώλια αυτά έχουν μια εθνική αναφορά ως προς την προέλευση του κεφαλαίου που κατέχουν, τον έλεγχο που ασκούν και το κράτος που αναλαμβάνει τη βασική υπεράσπιση των συμφερόντων της κυρίαρχης "μητρικής εταιρίας". Ως προς τη δραστηριότητά τους όμως είναι διεθνή, δεδομένου ότι αυτή υπερβαίνει τα εθνικά όρια και απλώνεται πάνω στο διεθνή οικονομικό χώρο.

Ετσι κι αλλιώς η κοινωνικοποίηση της παραγωγής πήρε σε παγκόσμιο επίπεδο τεράστιες διαστάσεις, διευρύνεται συνεχώς με την ορμητική εξαγωγή κεφαλαίων και εμπορευμάτων από τις σύγχρονες πολυεθνικές επιχειρήσεις, διεθνοποιείται. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι και η αγροτική παραγωγή περνά σε ένα ανώτερο στάδιο εμπορευματοποίησης.

β) Σημαντική επίδραση των αποκαλουμένων "νέων τεχνολογιών" στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στην ανάπτυξη της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου που προαναφέραμε. Στην εποχή της αυτοματοποίησης και της πληροφορικής μεταφέρονται περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν λειτουργίες διανοητικού χαρακτήρα του ανθρώπου στη λειτουργία της μηχανής. Στη βιομηχανία, χάρη στην ανάπτυξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών, εμφανίζονται μηχανήματα γενικών και πολλαπλών χρήσεων, που αντικαθιστούν τα παλιά για συγκεκριμένη εξειδικευμένη χρήση.

Η επιστημονική έρευνα συνδέεται όλο και περισσότερο με την παραγωγή. Η εκτίμηση του Μαρξ για τη μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη επιβεβαιώνεται πλήρως.

γ) Πέρασμα σ' ένα ανώτερο στάδιο εμπορευματοποίησης της παραγωγής και της διάδοσης της γνώσης και της πληροφορίας, που αποτελεί μια πολύ σημαντική εξέλιξη στα τέλη του αιώνα. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί σε μια σημαντική επέκταση της μισθωτής εργασίας, στην εμφάνιση νέων σύγχρονων τμημάτων της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα η απόπειρα μονοπωλιακού ελέγχου στην κατεύθυνση αυτή κρύβει μέσα στο εσωτερικό της εκρηκτικές αντιθέσεις, αφού η γνώση περικλείει μια "φυσική" θα έλεγε κανείς αντίσταση στην ατομική της ιδιοποίηση και στην εμπορευματοποίησή της. Η γνώση δεν εξαντλείται με την κατανάλωσή της και γι' αυτό είναι πρόσφορη στη μετάδοσή της σε κοινωνικό επίπεδο και όχι στη μεταβίβασή της σε ατομική βάση.

δ) Επιτάχυνση της εμπορευματοποίησης όλων των βασικών κοινωνικών υπηρεσιών, της υγείας, της πρόνοιας, του πολιτισμού κλπ. και δρομολόγηση της παράδοσής τους με διάφορες άμεσες και έμμεσες μορφές στο ιδιωτικό μονοπωλιακό κεφάλαιο.

ε) Η εξαγωγή κεφαλαίων εξακολουθεί να είναι ένα από τα βασικά οικονομικά γνωρίσματα του σύγχρονου καπιταλισμού. Στη δεκαετία του '90, μετά την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη, εκδηλώνεται έντονα η τάση για εξαγωγή κεφαλαίων στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και σε ορισμένες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, π. χ. Ουκρανία. Πρόκειται για νέες αγορές, που έχουν το πλεονέκτημα να διαθέτουν φθηνό εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, αλλά και σημαντικές πηγές ενέργειας (π. χ. Ουκρανία), τεχνολογική υποδομή, παράγοντες δηλαδή που προσελκύουν το κεφάλαιο περισσότερο απ' ό,τι σε ορισμένες υποανάπτυκτες χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Ταυτόχρονα αναβαθμίζεται η τάση εξαγωγής κεφαλαίου από τη μία ιμπεριαλιστική χώρα ή ένωση χωρών προς την άλλη, (π. χ. από Ιαπωνία προς ΗΠΑ, από Γερμανία προς Μ. Βρετανία κλπ.).

στ) Ταυτόχρονα εντείνεται ο οικονομικός και πολιτικός πόλεμος μεταξύ των πιο ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, οξύνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Ο ανταγωνισμός ΗΠΑ και Γερμανίας στα Βαλκάνια και οι τραγικές συνέπειές του είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα πάνω σ' αυτό το γεγονός. Η προσωρινή κατάληξη της γιουγκοσλαβικής κρίσης έρχεται να επιβεβαιώσει και μια άλλη βασική λενινιστική θέση, ότι δηλαδή οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και οι ιμπεριαλιστικές συμμαχίες "αποτελούν πάντα δύο κρίκους της ίδιας αλυσίδας". Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Συμφωνία Ντέιτον που κλείστηκε πίσω από τις πλάτες των λαών, με την παρέμβαση των Αμερικανών και Γερμανών "μεσολαβητών" είναι γνωστή σ' όλους.

Στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήξει ο καλοπροαίρετος παρατηρητής, αν παρακολουθήσει χρονικά τη συμπόρευση ΗΠΑ - Γερμανίας, στην προσπάθεια ανατροπής των σοσιαλιστικών χωρών, που εκδηλώθηκε παράλληλα με τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την εξασφάλιση ζωνών επιρροής στις χώρες αυτές. Ο ανταγωνισμός αυτός εντείνεται, όπως είναι φυσικό, στη δεκαετία του '90.

Παράλληλα δυναμώνει η τάση για τη συγκρότηση και διεύρυνση διαφόρων μορφών καπιταλιστικής ενοποίησης (ΕΕ, NAFTA κλπ.) γύρω από τα τρία σημερινά, μεγάλα, ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία). Για την τάση αυτή θα μιλήσουμε αναλυτικότερα στη συνέχεια.

Το σύνολο, λοιπόν, των εξελίξεων στις δεκαετίες που πέρασαν από την εποχή του Λένιν επιβεβαιώνουν με ιδιαίτερη έμφαση όλα τα βασικά οικονομικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού, που περιλάμβανε η θεωρητική ανάλυση του μεγάλου επαναστάτη.

Η ανάλυση του Λένιν για την ιστορική θέση του ιμπεριαλισμού, ως ανώτατου στάδιου του καπιταλισμού, ως καπιταλισμού που σαπίζει, διατηρεί την επικαιρότητά της με βάση τις σύγχρονες εξελίξεις. Οξύνονται αντικειμενικά οι κοινωνικές αντιθέσεις

Η μελέτη των σύγχρονων εξελίξεων τεκμηριώνει ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το τελευταίο, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι ότι έχουν ωριμάσει οι υλικές προϋποθέσεις για την αντικατάστασή του από ένα ανώτερο σύστημα κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης της παραγωγής, για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.

Οι σύγχρονες τάσεις επιβεβαιώνουν με έμφαση την εκμεταλλευτική και βάρβαρη φύση του καπιταλιστικού συστήματος.

  • Βαθαίνει και οξύνεται η βασική οικονομική αντίθεση του καπιταλισμού,δηλαδή η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της. Επομένως βαθαίνει και οξύνεται η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας και όλες οι άλλες αντιθέσεις του σύγχρονου καπιταλισμού.

Οι κατακτήσεις δεκαετιών του εργατικού και λαϊκού κινήματος δέχονται πρωτοφανή επίθεση (π. χ. κατευθύνσεις της "Λευκής Βίβλου"). Ιδιαίτερα μετά τις ανατροπές των σοσιαλιστικών καθεστώτων, σε συνθήκες υποχώρησης της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης, δυναμώνει η επιθετικότητα του μονοπωλιακού κεφαλαίου σ' όλα τα επίπεδα.

Είναι χαρακτηριστική η πορεία των πραγματικών αμοιβών στις ΗΠΑ, που ενώ βρίσκονται σε στασιμότητα στη δεκαετία του '70, παρουσιάζουν απόλυτη πτώση στη δεκαετία του '80, ενώ την ίδια στιγμή η αύξηση κερδών των μονοπωλίων κινείται στο 92% για την πρώτη πενταετία της δεκαετίας αυτής και στο 118% για τη δεύτερη (34). Εξάλλου, όπως σημειώνει και ο αστός οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, κατά τη δεκαετία του '80 η αυξανόμενη ανισότητα της διανομής εισοδήματος - και όχι η αύξηση της παραγωγικότητας - υπήρξε η κύρια πηγή ανόδου του βιοτικού επιπέδου για το ανώτερο 10% των Αμερικανών (35).

  • Εντείνεται η αντίθεση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και τους λαούς των εξαρτημένων, καταπιεσμένων χωρών,κάτω από την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και την ιμπεριαλιστική επιδίωξη για κυριαρχία και ληστρική εκμετάλλευση των λαών. Ολόκληροι λαοί ζουν σε συνθήκες απίστευτης φτώχειας,εκατομμύρια άνθρωποι λιμοκτονούν, ενώ η ανεργία καλπάζει.

Οι εξελίξεις αυτές έρχονται να επιβεβαιώσουν με τραγικό τρόπο τη διαπίστωση του Λένιν "όσο ο καπιταλισμός θα εξακολουθεί να είναι καπιταλισμός, το περίσσευμα του κεφαλαίου δε θα χρησιμεύει για το ανέβασμα του βιοτικού επιπέδου των μαζών σε μια δοσμένη χώρα, γιατί αυτό θα μείωνε τα κέρδη των καπιταλιστών, μα για το ανέβασμα των κερδών με την εξαγωγή του κεφαλαίου στο εξωτερικό, στις καθυστερημένες χώρες" (36).

  • Επεκτείνονται οι εστίες τοπικών πολέμων, αυξάνονται οι κίνδυνοι νέων πολέμων και εθνικιστικών αντιπαραθέσεων. Οι πυρηνικές δοκιμές συνεχίζονται κανονικά. Η ανθρωπότητα δεν μπορεί να αισθάνεται βέβαιη ότι έχει απομακρυνθεί ο κίνδυνος μιας γενικευμένης πολεμικής σύρραξης.
  • Η μόλυνση της ατμόσφαιρας, οι μη αντιστρέψιμες καταστροφές στη χλωρίδα και στην πανίδα, η μετατροπή των υπανάπτυκτων χωρών σε αποθήκες αποβλήτων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και σε υποδοχείς ρυπογόνων βιομηχανιών δείχνουν ότι το περιβάλλον έχει αναδειχτεί σε ευαίσθητο δείκτη της καταστροφικής μανίας του ιμπεριαλισμού.
  • Οι νέες τεχνολογίες στα χέρια των μονοπωλίων όχι μόνο δεν αυξάνουν τις δυνατότητες πρόσβασης στη γνώση,αλλά χρησιμοποιούνται για μεγαλύτερο έλεγχο και χειραγώγηση. Δίπλα στην υψηλή τεχνολογία συνυπάρχουν τα φαινόμενα του απόλυτου και λειτουργικού αναλφαβητισμού, της χαμηλής μόρφωσης.

Οι επιπτώσεις του ελέγχου, από το μονοπωλιακό κεφάλαιο, των περισσοτέρων δικαιωμάτων χρήσης των σύγχρονων επιστημονικών ερευνών και τεχνολογικών ανακαλύψεων αρκούν από μόνες τους για να επιβεβαιώσουν τη λενινιστική θέση για την ιστορική θέση του ιμπεριαλισμού ως καπιταλισμού που σαπίζει και πεθαίνει. Αντίστοιχες είναι και οι επιπτώσεις από την επίδραση του μονοπωλιακού ελέγχου στην κατεύθυνση της επιστημονικής έρευνας.

Ετσι από τη μία εκατοντάδες έτοιμα (σε επίπεδο ερευνητικού εργαστηρίου) φάρμακα δε δίνονται από τις πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες για μαζική βιομηχανική παραγωγή, γιατί δε διασφαλίζουν το απαραίτητο επίπεδο κερδοφορίας για το κεφάλαιο... Ενώ από την άλλη χιλιάδες χημικές ουσίες εισάγονται κάθε χρόνο στη βιομηχανία, προτού ολοκληρωθεί ο κύκλος των εργαστηριακών τους εξετάσεων για την καταλληλότητα χρησιμοποίησής τους από τον άνθρωπο! Το κριτήριο είναι και πάλι η γρήγορη και μέγιστη εξασφάλιση του μονοπωλιακού κέρδους.

  • Ενα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και ο περιορισμός της κατεύθυνσης της επιστημονικής έρευνας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων (εργονομία, ιατρική της εργασίας, τεχνική της ασφάλειας κλπ.) στην αμυντική και αποσπασματική αντιμετώπιση των κινδύνων του εργασιακού περιβάλλοντος, που θεωρείται δεδομένο. Κάθε αντίθετη προσπάθεια, που θα επιχειρούσε να αλλάξει ριζικά την οργάνωση και το τεχνολογικό επίπεδο του εργασιακού περιβάλλοντος, απορρίπτεται τις περισσότερες φορές με το επιχείρημα του πολύ υψηλού και πολλαπλού κόστους μιας τέτοιας λύσης για την εργοδοσία.

Ο ιμπεριαλισμός λοιπόν είναι και σήμερα ένα στάδιο του καπιταλισμού που παρέχει στα μονοπώλια "την οικονομική δυνατότητα ώστε να συγκρατούν τεχνητά την τεχνική πρόοδο" (37), όπως προφητικά έγραφε ο Λένιν το 1916.

Ο καπιταλισμός, στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ ένα σύστημα που στρέφεται ενάντια στην κύρια παραγωγική δύναμη, στον άνθρωπο, ένα σύστημα που σαπίζει.Ο σημαντικός βαθμός στρατιωτικοποίησης της οικονομίας είναι μια ακόμα αδιάψευστη απόδειξη αυτού του γεγονότος. Ιδιαίτερα μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο η επιθετική πολιτική του ιμπεριαλισμού οδήγησε σε πρωτάκουστη διόγκωση του κλάδου της πολεμικής βιομηχανίας, π. χ. το 1976 το ειδικό βάρος των άμεσων στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ ως προς το εθνικό τους προϊόν ήταν 6%!

Αξίζει να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με τους αστούς οικονομολόγους Wilber και Jameson "οι καθαροί ρυθμοί των εθνικών οικονομιών το 1989 (αναφέρεται στις ΗΠΑ) ήταν λιγότερο από 2%, δηλαδή οι χαμηλότεροι από τη δεκαετία του '30" (38).

Εξετάζοντας το θέμα αυτό ο Πέτερ Κοέν, μέλος της ΚΕ του Σουηδικού ΚΚ, σημειώνει σε μια πρόσφατη εισήγησή του:

"Η σύντομη μεταπολεμική έξαρση της οικονομικής δραστηριότητας τελείωσε στις αρχές της δεκαετίας του '70, παρά τις διαψεύσεις των καπιταλιστών. Η πιο δραματική επίπτωση ήταν η κατά 50% περίπου πτώση του δείκτη ανάπτυξης των χωρών του ΟΟΣΑ, μετρούμενο στο ΑΕΠ" (39). Αλλά και ο αστός οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν σημειώνει από την πλευρά του ότι μετά το 1970, η αμερικανική οικονομία κατορθώνει να αποδώσει μέση ετήσια αύξηση παραγωγικότητας μόλις 1,2% (40).

Γι' αυτό και επιμένουμε ότι παρά τις δραματικές εξελίξεις των ανατροπών της περιόδου '89-'91 δε δικαιολογείται επιστημονικά κανένας αναχωρητισμός στο κομμουνιστικό και γενικότερα στο εργατικό κίνημα. Η όξυνση όλων των αντιθέσεων του σύγχρονου καπιταλισμού επιβεβαιώνει ότι η εποχή μας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Μάταια προσπαθεί η αστική προπαγάνδα με μια σειρά νέα ονόματα και θεωρητικές κατασκευές να συσκοτίσει την εφιαλτική πραγματικότητα (μεταβιομηχανική κοινωνία, μεταφορντισμός κλπ.). Η απόπειρα αυτή απολυτοποιεί εκλεκτικά ορισμένα από τα σύγχρονα φαινόμενα της διαδικασίας της παραγωγής (π. χ. μείωση των χειρωνάκτων εργατών σ' αρκετούς νέους κλάδους τεχνολογίας αιχμής λόγω αυτοματισμών), για να βγάλει αυθαίρετα συμπεράσματα (π. χ. το "τέλος του προλεταριάτου"). Τα συμπεράσματα αυτά στοχεύουν στη συγκάλυψη της εκμεταλλευτικής φύσης και του ταξικού χαρακτήρα του συστήματος και πολλές φορές βρίσκονται σε κατάφωρη αντίθεση, ακόμα και με την απλή παρατήρηση διά γυμνού οφθαλμού. Σε αντίθεση μ' αυτές τις διαπιστώσεις, η ίδια η ζωή αποδεικνύει ότι από την άποψη της ταξικής διάρθρωσης, η εργατική τάξη αυξάνεται και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

Ιδιαίτερα για τη χώρα μας αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών, η μισθωτή εργασία αυξήθηκε μεταξύ 1981 και 1991 κατά 29,4%! Την ίδια περίοδο η εργατική τάξη αυξήθηκε από 41,7% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 1981, σε 49,1% το 1991! Ενώ η μικρή και μεσαία αγροτιά και γενικότερα τα μεσαία στρώματα της υπαίθρου περιορίστηκαν για το ίδιο διάστημα από 19% στο 11,4% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (41).

Η καλπάζουσα αύξηση της ανεργίας, που συνυπάρχει με την ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης όσων εργάζονται και τη μερική απασχόληση με μειωμένες αποδοχές, μειωμένα ασφαλιστικά και άλλα δικαιώματα, είναι μια βασική εκδήλωση της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας. Ακόμα και οι αστοί οικονομολόγοι και πολιτικοί δεν μπορούν να κρύψουν την ανησυχία τους. Επιχειρούν μάταιες αναζητήσεις λύσης του προβλήματος στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος.

Για παράδειγμα, ο Τζέρεμι Ρίφκιν, στο έργο του "Το τέλος της Εργασίας και το μέλλον της", ενώ δεν αντιτάσσεται στη διατήρηση των καπιταλιστικών σχέσεων, προτείνει τη διοχέτευση σημαντικών τμημάτων των μελλοντικών ανέργων σ' έναν τομέα "κοινοτικής οικονομίας", δηλαδή τη δημιουργία ενός είδους συνεταιριστικά οργανωμένων μονάδων, οι οποίες δε θα στοχεύουν στην αύξηση των κερδών τους, αλλά στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών (π. χ. βοήθεια σε ηλικιωμένα άτομα). Για το σκοπό αυτό πρέπει, σύμφωνα με τον Ρίφκιν, να δαπανηθούν μεγάλα κονδύλια για τον κοινωνικό τομέα εργασίας.

Τέτοιες προτάσεις δεν είναι τίποτα άλλο από μια απελπισμένη ουτοπική προσπάθεια διαχείρισης του καπιταλισμού που σαπίζει, των κοινωνικών αντιθέσεων που οξύνονται. Μια προσπάθεια που στοχεύει να επιβραδύνει και να ματαιώσει την ωρίμανση της ταξικής συνείδησης των εργαζομένων, να συσκοτίσει τη μόνη ελπιδοφόρα και ρεαλιστική διέξοδο, αυτή της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Η αντανάκλαση των εξελίξεων στο αστικό κράτος και την οργάνωσή του

Το κράτος γενικά είναι όργανο επιβολής της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης. Το αστικό κράτος είναι όργανο επιβολής της εξουσίας της αστικής τάξης στην εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεζόμενα στρώματα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Το αστικό κράτος παρενέβαινε πάντα και στην οικονομία, σε μικρότερο βέβαια βαθμό από ό,τι σήμερα. Ακόμη από την εποχή της πρωταρχικής συσσώρευσης παρατηρούμε αυτήν την παρέμβαση. Πρώτα απ' όλα παρέμβαση στην αγορά της εργατικής δύναμης (π. χ. καθορισμός ανώτατων ορίων στο μεροκάματο για πάνω από 400 χρόνια στην Αγγλία, ως το 1813, για να βοηθηθεί η συσσώρευση). Αλλες κρατικές μεθόδους πρωταρχικής συσσώρευσης αναφέρει ο Μαρξ το αποικιακό σύστημα, το σύστημα δημοσίων χρεών, το φορολογικό και προστατευτικό σύστημα.

Ηδη από το στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού το αστικό κράτος συνέβαλε στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων και κλάδων, στη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.

Στην περίοδο του ιμπεριαλισμού η μονοπωλιακή ολιγαρχία κάθε χώρας βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά μεγάλα προβλήματα:

α) Η όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των μονοπωλίων στην παγκόσμια αγορά αναδεικνύει την ανάγκη ενός ισχυρού κράτους, που θα στηρίζει αποτελεσματικά την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων της χώρας του στην εξωτερική αγορά.

β) Η όξυνση των αντιθέσεων του ιμπεριαλισμού αναδεικνύει την ανάγκη ύπαρξης ενός ενιαίου κέντρου σε εθνικό επίπεδο, ώστε να ελέγχονται οι παραγωγικές δυνάμεις όλης της χώρας, με βάση τα συνολικά στρατηγικά συμφέροντα της ολιγαρχίας και όχι τα ιδιαίτερα συμφέροντα κάθε μονοπωλιακής επιχείρησης.

Ετσι, εμφανίζεται ιστορικά μια μορφή του μονοπωλιακού καπιταλισμού που τη χαρακτηρίζει η σύμφυση της δύναμης των μονοπωλίων με την ισχύ του αστικού κράτους, με σκοπό τη διαφύλαξη και το δυνάμωμα του καπιταλιστικού συστήματος, την απόκτηση από το μονοπωλιακό κεφάλαιο των πιο μεγάλων κερδών, την κατάπνιξη του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Αυτή τη σύμφυση την ονομάζουμε κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό (ΚΜΚ).

Στον ΚΜΚ η οικονομική βάση χαρακτηρίζεται από την τεράστια ανάπτυξη της κοινωνικοποίησης της παραγωγής, τη συγκέντρωση τεράστιων κεφαλαίων στα χέρια των μεγαλύτερων μονοπωλίων, πράγμα που οδηγεί σε πρωτοφανές δυνάμωμα της ισχύος τους.

Το μονοπωλιακό κεφάλαιο χρησιμοποιεί τον κρατικό μηχανισμό για τον πολλαπλασιασμό των κερδών του και την εδραίωση της κυριαρχίας του. Επεκτείνεται το δίκτυο των κρατικών μονοπωλιακών ρυθμίσεων, οι οποίες, ανάλογα με τις ανάγκες, μπορεί να εκφράζονται με ενίσχυση του κρατικού τομέα της οικονομίας ή την ιδιωτικοποίησή του.Βέβαια στην προσπάθεια του να εξυπηρετήσει με την πολιτική του πιο αποτελεσματικά τα συνολικά στρατηγικά συμφέροντα των μονοπωλίων, το κράτος διατηρεί μια σχετική αυτοτέλεια από κάθε ξεχωριστό ιδιωτικό μονοπώλιο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του ρόλου του αστικού κράτους στα πλαίσια του ΚΜΚ είναι το γεγονός ότι ο κρατικός τομέας προσφέρει σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές τις πρώτες ύλες και τις υπηρεσίες του στα ιδιωτικά μονοπώλια (π. χ. ρεύμα της ΔΕΗ στην ΠΕΣΙΝΕ) και αγοράζει ακριβά τα προϊόντα των μονοπωλιακών επιχειρήσεων.

Στην εποχή που διανύουμε οι διαδικασίες σύμφυσης του κράτους με τα μονοπώλια επεκτείνονται στους τομείς της ενημέρωσης, του πολιτισμού, της παιδείας, της υγείας. Εκδηλώνονται με πιο άμεσο τρόπο και στο πολιτικό σύστημα.Αυξάνει ο επιτελικός και κατασταλτικός ρόλος του κράτους για την ιδεολογική χειραγώγηση, ενώ μειώνεται η άμεση δράση του στις παραγωγικές δραστηριότητες. Αυτό δε σημαίνει ότι υποβαθμίζεται ο ρόλος του κράτους για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μονοπωλίων, το αντίθετο συμβαίνει, αναβαθμίζεται.

Αυτό που έχει ιδιαίτερη πολιτική σημασία να κρατήσουμε από το συγκεκριμένο θέμα είναι το γεγονός ότι σε γενικές γραμμές η κρατική οργάνωση και η πολιτική που ακολουθεί η κάθε καπιταλιστική χώρα απορρέει από τη μονοπωλιακή της διάρθρωση, την οικονομική της δύναμη, τη γενικότερη θέση της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Το εθνικό αστικό κράτος στα πλαίσια της καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ενοποίησης

Γενικά στη σύγχρονη εποχή τα μονοπώλια αξιοποιούν το κράτος για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών με παγκόσμια ισχύ (π. χ. όροι κίνησης των κεφαλαίων, νομισματική πολιτική κλπ.). Το μονοπωλιακό κεφάλαιο επιβάλλει τους όρους αναπαραγωγής και συσσώρευσης του κεφαλαίου με τη δημιουργία ανάλογων μηχανισμών που ξεπερνούν τα εθνικά όρια.

Η επιτάχυνση της διεθνοποίησης της οικονομικής ζωής και της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου ωθεί στη δημιουργία διακρατικών ιμπεριαλιστικών συνασπισμών, οικονομικών - πολιτικών και στρατιωτικών. Οι ενώσεις αυτές και οι οργανισμοί παρουσιάζουν πολυμορφία, π. χ. διακρατικές συναντήσεις των "7", Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), ΟΟΣΑ, ΝΑΤΟ, ΔΕΕ, ΕΕ, NAFTA, APEC, ΠΟΕ κλπ. Οι διαδικασίες διαμόρφωσής τους επιταχύνθηκαν και διευρύνθηκαν κάτω από την πίεση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού μεταξύ των πιο ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών (ΗΠΑ - Γερμανία - Ιαπωνία).

Με αυτές τις ενώσεις και τους οργανισμούς ούτε αλλάζει η ουσία και οι λειτουργίες του αστικού κράτους, ούτε αποδυναμώνεται. Η μετατόπιση, για παράδειγμα, ορισμένων λειτουργιών του στους μηχανισμούς της ΕΕ, από εθνικό δηλαδή σε διακρατικό επίπεδο, δεν αποδυναμώνει, αλλά ενισχύει το κράτος. Εχει σημασία να δούμε πώς και γιατί μετατοπίζονται ορισμένες αρμοδιότητες στα όργανα του ιμπεριαλιστικού κέντρου. Στην ΕΕ π. χ. οι δασμολογικοί φραγμοί ήδη έχουν μετατοπιστεί από τα εθνικά σύνορα στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Καταργήθηκαν οι φραγμοί στην κίνηση κεφαλαίων, εργατικής δύναμης και υπηρεσιών μεταξύ των κρατών - μελών της. Η κίνηση και η αξιοποίηση των επιμέρους ατομικών κεφαλαίων διέπεται ήδη από περιοριστικούς παράγοντες, που θέτουν συλλογικά πλέον οι συνασπισμένες αστικές τάξεις της Ευρώπης. Ολα αυτά λοιπόν συνιστούν κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις σε νέα μεγαλύτερη γεωγραφική κλίμακα, που επιβάλλονται όμως μέσω του αστικού εθνικού κράτους, το οποίο συμμετέχει στη διακρατική συμφωνία. Ανάλογα, η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ ενισχύει την κατασταλτική δυνατότητα του κράτους, όπως και η Συμφωνία Σένγκεν.

Φυσικά η όποια διακρατική καπιταλιστική ένωση δε γίνεται σε ισότιμη βάση. Πραγματοποιείται γύρω από ένα ή περισσότερα καπιταλιστικά κράτη που κατέχουν ηγεμονική θέση και σε μεγάλο βαθμό ορίζουν τους όρους της ένωσης. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση ξεχωρίζει η ηγεμονία της Γερμανίας, γιατί διαθέτει μεγάλο ύψος παραγωγής και εξαγωγών και, επομένως, δύναμη να επιβάλει νομισματική, συναλλαγματική και δημοσιονομική πολιτική, σύμφωνα με το δικό της συμφέρον.

Επειδή όμως δεν ξεπερνιέται η εσωτερική συσσώρευση κεφαλαίου στα πλαίσια του αστικού κράτους, αναπτύσσονται ισχυρές ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στο εσωτερικό κάθε διακρατικής ρύθμισης - ένωσης.

Χαρακτηριστικές είναι οι αντιθέσεις που εκδηλώνονται σήμερα στα πλαίσια της ΕΕ και αφορούν την κυριαρχία της Γερμανίας (γερμανοβρετανική αντιπαράθεση κλπ.), το χρονοδιάγραμμα και τους όρους της νομισματικής ένωσης, τη σχέση ΔΕΕ και ΝΑΤΟ, καθώς και γενικότερα τις σχέσεις με τις ΗΠΑ. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα έχουμε στη φάση δημιουργίας του διευρωπαϊκού δικτύου πληροφοριών, όπου αναπτύχθηκε ισχυρή σύγκρουση ανάμεσα σε γαλλικές και γερμανικές επιχειρήσεις, για τα πρότυπα που θα ακολουθούσαν στην κατασκευή του δικτύου. Και αυτό γιατί, μέχρι τότε, οι γερμανικές και οι γαλλικές εταιρίες κατασκεύαζαν τα προϊόντα τους με διαφορετικά πρότυπα, η εγκατάλειψη των οποίων θα συνεπαγόταν αποδυνάμωση στον έλεγχο της αντίστοιχης αγοράς.

Αλλο παράδειγμα είναι η εγκατάλειψη την περίοδο '92-'93 από τη στερλίνα και τη λιρέτα του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, γιατί, σε αντίθεση με το γερμανικό μάρκο, η συμμετοχή τους δημιουργούσε άμεσο πρόβλημα στην αγγλική και στην ιταλική εθνική οικονομία.

Τα παραπάνω έρχονται να υπογραμμίσουν ότι ενώ η τάση ενοποίησης είναι αντικειμενική, οι μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται δεν είναι δεδομένες, αναπότρεπτα τετελεσμένα γεγονότα.

Η θέση αυτή ενισχύεται αν εμβαθύνει κανείς πρώτα απ' όλα στο ταξικό περιεχόμενο της διεθνοποίησης της οικονομικής ζωής, που είναι η βάση των διαδικασιών της καπιταλιστικής ενοποίησης. Γενικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πίσω από τις πολυεθνικές κρύβονται ισχυρότατες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ότι στο όνομα της διεθνοποίησης επιχειρείται ουσιαστικά η επέκταση της ισχύος ορισμένων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε βάρος των υπολοίπων χωρών. Π. χ. είναι αναμφισβήτητη σήμερα η σχετική ενοποίηση της χρηματοοικονομικής αγοράς, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σ' αυτή την αγορά κάποιος κυριαρχεί. Οι ΗΠΑ, και σε μικρότερο βαθμό η Γερμανία, καθορίζουν σήμερα τις νομισματικές ισοτιμίες.

Πέρα απ' αυτό, το σύνολο των εξελίξεων που προαναφέραμε επιβεβαιώνουν τις λενινιστικές θέσεις για το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης, για τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, την κριτική για τον υπεριμπεριαλισμό. Ο Λένιν τονίζει ότι οι ιμπεριαλιστικές συμμαχίες δεν αναιρούν τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, ότι αποτελούν τους δύο κρίκους της ίδιας αλυσίδας, ότι εναλλάσσονται και η μία κατάσταση προετοιμάζει την άλλη.

Η διαδικασία των ιμπεριαλιστικών ενώσεων είναι διαδικασία αντιφατική.

Το 1915, ο Λένιν, προλογίζοντας την μπροσούρα του Ν. Μπουχάριν, σημειώνει: "Δε χωράει αμφιβολία ότι η εξέλιξη γίνεται με κατεύθυνση προς ένα ενιαίο παγκόσμιο τραστ, που καταβροχθίζει όλες χωρίς εξαίρεση τις επιχειρήσεις και όλα χωρίς εξαίρεση τα κράτη. Η εξέλιξη όμως προχωρεί προς αυτή την κατεύθυνση κάτω από τέτοιες συνθήκες, με τέτοιο ρυθμό, μέσα σε τέτοιες αντιθέσεις, συγκρούσεις και κλονισμούς - που δεν είναι καθόλου μόνο οικονομικοί, αλλά και πολιτικοί, εθνικοί κλπ. - έτσι που οπωσδήποτε πριν φτάσουν τα πράγματα σ' ένα παγκόσμιο τραστ, πριν την "υπεριμπεριαλιστική" παγκόσμια ένωση των εθνικών χρηματιστικών κεφαλαίων, ο ιμπεριαλισμός θα πρέπει να χρεοκοπήσει αναπόφευκτα, ο καπιταλισμός θα μετατραπεί στο αντίθετό του" (42).

Ενα χρόνο αργότερα, το 1916, ασκώντας πολεμική στους μαρξιστές, που απολυτοποιούσαν τη μια ή την άλλη τάση αυτής της αντιφατικής διαδικασίας, γράφει στο έργο του "Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον "ιμπεριαλιστικό οικονομισμό"":

"Η ιμπεριαλιστική τάση για μεγάλες αυτοκρατορίες είναι πέρα για πέρα πραγματοποιήσιμη και στην πράξη πραγματοποιείται συχνά με τη μορφή ιμπεριαλιστικής ένωσης αυτοτελών και ανεξάρτητων, με την πολιτική σημασία της λέξης, κρατών. Μια τέτοια ένωση είναι δυνατή και παρατηρείται όχι μόνο με τη μορφή της οικονομικής σύμφυσης των χρηματιστικών κεφαλαίων δυο χωρών, αλλά και με τη μορφή της στρατιωτικής "συνεργασίας" σ' έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο" (43).


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ