Ανάμεσα σε τούτα τα δέντρα ήταν και μια μικρή συκιά, με κάτι ξερά κλαδάκια, γύρω από τον αδύνατο κορμό της, ίδια με χέρια κάποιου απελπισμένου, που είχαν υψωθεί ικετευτικά προς τον ουρανό. Πριν μια βδομάδα ακριβώς τα προσφυγόπουλα του συνοικισμού είχαν διαλέξει αυτήν τη συκιά για να τη στολίσουν σαν Χριστουγεννιάτικο δέντρο! Και είχαν δέσει τα φτωχά πάνω στις βέργες της, χρωματιστές πλαστικές σακούλες, τενεκεδάκια από αναψυκτικά και κουτιά από τσιγάρα. Με τέτοια πράγματα, βλέπετε, έπαιζαν ολημερίς, και αυτά ακριβώς χρησιμοποίησαν, για να κάνουν το γυμνό δέντρο να μοιάζει, λέει, με έλατο στολισμένο με αστραφτερές μπάλες, κεράκια γιρλάντες, καμπανούλες κι Αη - βασίληδες...
Τώρα, όμως, η φορτωμένη με τη σαβούρα συκιά είχε ξεθεμελιωθεί από την ανεμοθύελλα. Ο αγέρας, της έσπασε κάποια στιγμή τις ρίζες κι αφού τη στριφογύρισε εδώ κι εκεί σαν άχερο στους άξονες ενός σκουριασμένου λεωφορείου, όπου έμενε από καιρό η οικογένεια της δεκάχρονης Φανούλας. Και παγιδευμένη εκεί η μικρή συκιά αναδευόταν πλέον ξέπνοη στα ριπίσματα του ανέμου, και τα τενεκεδάκια της, όσα είχαν απομείνει στα κλαδιά, χτυπούσαν στις σάπιες λαμαρίνες και σκόρπιζαν έναν ήχο αργό και πένθιμο: "ντιν, ντιν, ντιν"!
Λίγο πιο πέρα η μητέρα της έψαχνε απελπισμένη να βρει λόγια για να τη μερώσει, μα δεν έβρισκε τίποτε. Τι να έλεγε άλλωστε; Εντελώς διαφορετικά είχε περιγράψει στη Φανούλα τη ζωή στην Ελλάδα, τότε που πήραν την απόφαση, αυτή κι ο άνδρας της, να έρθουν εδώ. Για παράδεισο της είχε μιλήσει και, να, πού την έφερε. Στην κόλαση της παράγκας, της ανέχειας και της απελπισίας.
- Μπαμπά, έλα εδώ. Μπορείς να μου ξεπαγιδέψεις αυτό το δέντρο;
- Μπορώ, κορίτσι μου.
- Μπορείς να μου σκάψεις κι ένα λακκάκι;
- Μπορώ. Αλλά, για πέσμου, τι σκέφτεσαι να κάνεις;
- Θέλω να ξαναφυτέψω αυτή τη συκιά, για να ριζώσει και να φουντώσει πάλι την άνοιξη.
- Εντάξει, παιδί μου, είπε ο πατέρας και γύρισε λίγο το πρόσωπό του για να μη δει η Φανούλα ένα δάκρυ του. "Αχ κοριτσάκι μου, να 'ξερες πόσο δύσκολο είναι να ξαναφυτρώσει ένα ξεριζωμένο δέντρο", σκέφτηκε αλλά δεν είπε τίποτε. Κράτησε τον πικρό συλλογισμό για τον εαυτό του και άφησε τη Φανούλα να παίζει με το πρωτοχρονιάτικο δώρο της, την Ελπίδα, που της έφερε ένας κουρελής Αγιοβασίλης, ο οποίος πέρασε τη νύχτα από το συνοικισμό τους...
Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ