Κυριακή 31 Δεκέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
«ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ » ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
Συμφέρον του λαού να παλέψει για το «δικό» του ΟΤΕ

Ο Νίκος Σιτζάνης, στέλεχος της   Ενιαίας Συνδικαλιστικής Κίνησης  ΟΤΕ, μιλά για τις συνέπειες της ιδιωτικοποίησης στους εργαζόμενους και τον ελληνικό λαό και υπογραμμίζει ότι  η λύση για φτηνές και ποιοτικές υπηρεσίες είναι όχι μόνο ένας 100% δημόσιος ΟΤΕ, αλλά και στο  πλαίσιο μιας πολιτικής που  θα υπηρετεί το λαό και όχι το κεφάλαιο 

«Από 32.000 που ήμασταν το 1990, σήμερα είμαστε 19.500 και η επιδίωξη είναι να πάμε πολύ χαμηλότερα»
«Από 32.000 που ήμασταν το 1990, σήμερα είμαστε 19.500 και η επιδίωξη είναι να πάμε πολύ χαμηλότερα»
Οι ιδιωτικοποιήσεις στις τηλεπικοινωνίες επιβάλλονται - με ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ενωσης - από τις πολυεθνικές εταιρίες, που αναζητούν μεγαλύτερα κέρδη και μεγαλύτερο πεδίο δράσης. Η είσοδος ιδιωτών στο χώρο, όχι μόνο δε μείωσε τις τιμές όπως προπαγανδιζόταν, αλλά αντίθετα επέβαλε υπέρογκα τιμολόγια για χαμηλής ποιότητας υπηρεσίας. Φτηνά τιμολόγια και υψηλές υπηρεσίες μπορεί να εγγυηθεί μόνον ένας 100% δημόσιος ΟΤΕ, που θα κινείται με γνώμονα τα λαϊκά συμφέροντα και την ανάπτυξη της χώρας.

Τα παραπάνω τονίζει στο «Ρ», εκ μέρους της Ενιαίας Συνδικαλιστικής Κίνησης ΟΤΕ, ο Νίκος Σιτζάνης, α` αναπληρωτής γραμματέας της Πανελλήνιας Ενωσης Τεχνικών ΟΤΕ, σε συνέντευξή του, στο πλαίσιο του αφιερώματός μας στη λεγόμενη απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών.

Αναλυτικά η συνέντευξη έχει ως εξής:

- Τα τελευταία χρόνια η ιδιωτικοποίηση ή αποκρατικοποίηση ή μετοχοποίηση ως πολιτική εφαρμόστηκε κατά κόρον στον ΟΤΕ. Ποια τα αποτελέσματά της;

- Οταν ξεκίνησε η εφαρμογή αυτών των πολιτικών, για να καμφθεί η αντίθετη άποψη, οι κυβερνώντες τότε της ΝΔ προσπάθησαν κατ' αρχάς να καταρρακώσουν την αξιοπιστία των δημόσιων επιχειρήσεων. Ελεγαν ότι για τις όποιες δυσλειτουργίες τους έφταιγε το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Εβαζαν ζήτημα ότι έπρεπε να εκσυγχρονιστούν αυτές οι επιχειρήσεις και ότι γι' αυτό χρειάζονται κεφάλαια, τα οποία θα προέρχονταν από τους ιδιώτες. Εκρυβαν την πρόθεσή τους να απαλλαγούν από τις επιχειρήσεις του δημοσίου και να τις μεταβιβάσουν στο μεγάλο κεφάλαιο.

Ο Νίκος Σιτζάνης
Ο Νίκος Σιτζάνης
Ο ΟΤΕ ήταν και είναι ο πιλότος εφαρμογής αυτής της πολιτικής. Η πρώτη προσπάθεια ιδιωτικοποίησής του έγινε το 1992, με επιχειρήματα της τότε κυβέρνησης της ΝΔ το «λιγότερο κράτος», την «κακή» δημόσια διοίκηση, την ανάγκη να βρουν χρήματα για επενδύσεις. Παράλληλα, με το επιχείρημα ότι με τον ανταγωνισμό θα μειωθούν οι τιμές, θα αυξηθούν οι υπηρεσίες και θα βελτιωθεί η ποιότητά τους, η κυβέρνηση έδωσε την κινητή τηλεφωνία σε ΠΑΝΑΦΟΝ και ΤΕΛΕΣΤΕΤ και απαγόρευσε διά νόμου στον ΟΤΕ να αναπτύξει την αντίστοιχη υπηρεσία. Μάλιστα, τον υποχρέωσε να δώσει τα κυκλώματά του στις δύο εταιρίες με εξευτελιστικά τέλη διασύνδεσης. Οι δύο θησαύρισαν από τα ακριβά τιμολόγια και σήμερα προβάλλουν ως κύριοι ανταγωνιστές του ΟΤΕ και στη σταθερή τηλεφωνία.

- Ποια ήταν η στάση του ΠΑΣΟΚ απέναντι σε αυτήν την πρώτη προσπάθεια της ΝΔ;

- Το ΠΑΣΟΚ έλεγε τότε ότι ο ΟΤΕ πρέπει να έχει μία μετοχή κι αυτή να ανήκει στο δημόσιο. Ωστόσο, το 1993 όταν έγινε κυβέρνηση το πρώτο νομοσχέδιο ήταν για τη μετοχοποίηση του ΟΤΕ μέχρι 25%. Το 1998, με τροπολογία, το ποσοστό της ιδιωτικοποίησης έγινε 49%. Πρόσφατα με νέα τροπολογία, επιχείρησε το 100% ξεπούλημα και την παραχώρηση του μάνατζμεντ σε ιδιώτη. Τελικά, επέτρεψε την απώλεια του πλειοψηφικού πακέτου για το δημόσιο.

- Ποιες ήταν οι συνέπειες αυτής της πολιτικής για τους εργαζομένους;

- Ξεκίνησε η μείωση του προσωπικού. Από 32.000 που είμαστε το 1990, σήμερα είμαστε 19.500 και η επιδίωξη είναι να πάμε πολύ χαμηλότερα. Δεν έγιναν προσλήψεις μονίμων. Οι διοικήσεις επέβαλαν την εφαρμογή της μερικής απασχόλησης. Προσλαμβάνουν από τότε μόνο ωρομίσθιους και εκτάκτους οχτάμηνης απασχόλησης ή νοικιάζουν εργαζομένους, μέσω εικονικών εργολαβιών. Τα ωράρια εργασίας και η εντατικοποίηση ήταν αυτά που αυξήθηκαν.

«Δεν έγιναν προσλήψεις μονίμων. Η εργασία εντατικοποιήθηκε»
«Δεν έγιναν προσλήψεις μονίμων. Η εργασία εντατικοποιήθηκε»
Οι αυξήσεις στις αμοιβές των εργαζομένων αναλογικά, ήταν πολύ μικρότερες από τις αυξήσεις των κερδών του ΟΤΕ. Αντίθετα, τα κέρδη όσων εργολάβων πήραν έργα από τον ΟΤΕ αυξήθηκαν υπέρογκα. Παράλληλα, με την ανάθεση έργων σε εργολάβους, αυτοί απέκτησαν σημαντική πείρα στο τηλεπικοινωνιακό έργο. Ετσι, σήμερα και με τη λεγόμενη απελευθέρωση, είναι ανταγωνιστές του ΟΤΕ, από την εμπειρία και τα κεφάλαια που ουσιαστικά απέκτησαν μέσα από τα ίδια έργα του ΟΤΕ.

- Και οι συνέπειες για τους καταναλωτές;

- Η τιμή της αστικής μονάδας από 5 δραχμές που ήταν και χωρίς χρονοχρέωση, σήμερα είναι 9 δραχμές το λεπτό. Σχεδόν πενταπλασιάστηκε. Να διευκρινίσουμε ότι η αστική μονάδα αφορά κύρια τα νοικοκυριά, το λαό. Αντίθετα, αναλογικά, έγιναν πολύ πιο φτηνά τα διεθνή και υπεραστικά τιμολόγια. Αυτά, δηλαδή, που χρησιμοποιούν κυρίως οι επιχειρήσεις.

Τα καθαρά κέρδη του ΟΤΕ (φτάνουν τα 300 δισ. δρχ. ετησίως) δείχνουν ότι εφόσον ήταν κρατικός, θα ήταν δυνατό και το κράτος να έχει κέρδη, και χαμηλότερα τιμολόγια να ισχύουν.

Ομως, δεν υπάρχει πολιτική υπέρ των λαϊκών στρωμάτων. Πολιτική, που να ορίζει φιλολαϊκά τιμολόγια και να εξασφαλίσει υψηλά κέρδη για έναν ΟΤΕ δημόσιο, που δε θα παραδίδει έργα και κονδύλιά του σε εργολάβους.

- Υποτίθεται ότι από τις διαδοχικές μετοχοποιήσες εισπράχτηκαν χρήματα που επενδύθηκαν για τη βελτίωση των υπηρεσιών του ΟΤΕ. Εγινε πράγματι έτσι; Μπορούσε ο ΟΤΕ να προχωρήσει σε τέτοιες επενδύσεις χωρίς να πουλήσει μετοχές του;

- Ο Οργανισμός μπορούσε και μπόρεσε να βελτιώσει τις υπηρεσίες του με δικά του κεφάλαια. Δε χρειαζόταν χρήματα ιδιωτών. Είχε χρήματα, όπως είχε και υψηλή πιστοληπτική ικανότητα.

Οι καλύτερες υπηρεσίες χρηματοδοτήθηκαν από τα ίδια τα κέρδη του ΟΤΕ και όχι από το ιδιωτικό κεφάλαιο. Τα κεφάλαια που εισέπραξε η κυβέρνηση από την πώληση μετοχών στο χρηματιστήριο, καταναλώθηκαν στις «μαύρες τρύπες» του κρατικού προϋπολογισμού. Η κυβέρνηση μέχρι σήμερα εισέπραξε 1,3 τρισ. δρχ. από το 49% του ΟΤΕ που ξεπούλησε. Ο ΟΤΕ εισέπραξε μόνο 130 δισ. δρχ., κι αυτά από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου το 1994.

Το επιχείρημα ότι με αυτά τα χρήματα θα γινόταν εκσυγχρονισμός του ΟΤΕ αποδείχτηκε προπαγανδιστικό. Ο Οργανισμός μπόρεσε μέσα από έναν κυκεώνα σύγκρουσης συμφερόντων - θα μπορούσε και νωρίτερα να το έχει κάνει, και να μην έχει κανέναν ανάγκη - να εκσυγχρονίσει τα δίκτυά του, να κάνει την ψηφιακοποίηση, να παρέχει καινούριες υπηρεσίες και έχει πολύ περισσότερες δυνατότητες από άλλες επιχειρήσεις, για να αναπτύξει σύγχρονες υπηρεσίες.

- Οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ υποστηρίζουν ότι με τον ανταγωνισμό μειώνονται οι τιμές και βελτιώνεται η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Τι ισχύει στην πραγματικότητα;

- Είναι πλασματικά τα όσα λέγονται περί μείωσης των τιμών. Οι τιμές κόστους του ΟΤΕ είναι συγκεκριμένες. Αυξάνουν την τιμή της μονάδας, για να έχουν υψηλά περιθώρια κέρδους οι ιδιώτες.

Πάρτε για παράδειγμα τις εταιρίες κινητής τηλεφωνίας. Για να παρέχουν τις υπηρεσίες τους διασυνδέθηκαν με το δίκτυο του ΟΤΕ - ένα δίκτυο που μέχρι τότε κατηγορούσαν για κακή ποιότητα. Επέβαλαν πολύ υψηλά τιμολόγια και σύντομα αποκόμισαν τεράστια κέρδη. Μόνο όταν ξεκίνησε ο ΟΤΕ να παράσχει κινητή τηλεφωνία, ξεκίνησε μείωση των τιμολογίων. Ο έστω και μερικώς ελεγχόμενος από το δημόσιο ΟΤΕ, έριξε τις τιμές.

Για την ποιότητα που δήθεν θα φέρει η είσοδος των ιδιωτών, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σεισμού το Σεπτέμβρη 1999, όταν κατέρρευσαν τα δίκτυα των ΠΑΝΑΦΟΝ και ΤΕΛΕΣΤΕΤ. Αλλο ένα παράδειγμα δίνουν οι εταιρίες που διαφημίζουν ότι παρέχουν διεθνείς τηλεπικοινωνίες με το μισό κόστος από ό,τι ο ΟΤΕ. Απλώς νοικιάζουν τις γραμμές από τον ΟΤΕ και σε βάρος της ποιότητας του ΟΤΕ, μοιράζουν την ίδια γραμμή σε 2, 3 ή και 4 συνδρομητές. Δίνουν τα μισά λεφτά στον ΟΤΕ και κρατούν τα υπόλοιπα ως κέρδος, σε βάρος της ποιότητας.

Αποδεικνύεται ότι η ποιότητα των υπηρεσιών των ιδιωτών είναι χαμηλή. Επίσης, ο λεγόμενος ανταγωνισμός επηρεάζει αρνητικά και την ποιότητα των υπηρεσιών του ΟΤΕ. Για να ανταγωνιστεί σε κέρδη τους ιδιώτες, περικόπτει το προσωπικό, αυξάνει τις προσλήψεις έκτακτου, άπειρου, φτηνού εργατικού δυναμικού με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις παρεχόμενες υπηρεσίες.

- Από όσα λέτε προκύπτει ότι δεν αποτελούν αναγκαιότητα οι ιδιωτικοποιήσεις.

- Οι ιδιωτικοποιήσεις επιβάλλονται με ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τις πολυεθνικές εταιρίες στο χώρο των τηλεπικοινωνιών, που αναζητούν μεγαλύτερα κέρδη και μεγαλύτερο πεδίο δράσης. Είναι πολιτική απόφαση και δεν απορρέει από κάποια οικονομική αναγκαιότητα.

Και προσέξτε: ενώ μιλάνε για την ανάγκη εισόδου πολλών εταιριών στις αγορές και ανταγωνισμού για να πέσουν οι τιμές, την ίδια ώρα οι ισχυρές εταιρίες εξαγοράζουν τις ασθενέστερες και γίνονται μονοπώλια τεραστίων διαστάσεων, για να καθορίζουν αυτά τους κανόνες του παιχνιδιού προς όφελός τους.

- Ποια θα ήταν η λύση για φτηνές και ποιοτικές τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες;

- Η ποιότητα των υπηρεσιών για τις τηλεπικοινωνίες - όσον αφορά τον ΟΤΕ - είναι εξασφαλισμένη με τις επενδύσεις που έχουν γίνει και μάλιστα αυτή η εξασφάλιση προήλθε από χρήματα του λαού και όχι των ιδιωτών.

Για φτηνές τιμές, πρέπει να υπάρχουν στα χέρια του κράτους τα εργαλεία που θα του επιτρέπουν - αν πράγματι υπάρχει η πολιτική βούληση - να ασκεί κοινωνική πολιτική. Τα εργαλεία είναι οι Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας, έτσι ώστε όποιοι ιδιώτες θέλουν να κερδοσκοπήσουν π.χ. στις τηλεπικοινωνίες, να βρίσκουν αντιμέτωπα τα χαμηλά τιμολόγια του ΟΤΕ.

Δεν είναι ουτοπία αυτές οι επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας και κοινής ωφέλειας να είναι στα χέρια του κράτους 100%. Το κράτος έτσι θα μπορεί να παρεμβαίνει σε ό,τι αφορά την ποιότητα και τα τιμολόγια, αλλά και σε ό,τι αφορά τη χάραξη πολιτικών ανάπτυξης της Εθνικής Οικονομίας σε αυτούς τους ζωτικούς τομείς.

Το κοινωνικό σύνολο έχει συμφέρον να παλέψει μαζί με τους εργαζομένους σε αυτές τις επιχειρήσεις, να παραμένουν κρατικές και να χρησιμοποιηθούν σε όφελος του κοινωνικού συνόλου, στο πλαίσιο μιας άλλης πολιτικής. Γιατί για πολλά χρόνια οι ΔΕΚΟ ήταν στα χέρια του κράτους, αλλά πάντα χρησιμοποιούνταν για να εξυπηρετηθούν τα μεγάλα συμφέροντα. Γι' αυτό δεν αρκεί να είναι 100% κρατικές, αλλά να ακολουθούν πολιτικές προς όφελος του κοινωνικού συνόλου και όχι για να αυξάνονται τα κέρδη του κεφαλαίου. Και βέβαια είναι φανερό ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Αρα είναι αναγκαίο να επιδιώξουμε συνολικά την εφαρμογή μιας άλλης ριζικά αντίθετης πολιτικής.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ