«Οι ελληνικές εξαγωγές τροφίμων την τελευταία τριετία "τρέχουν" με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 20%, καθώς ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις αναζητούν διέξοδο στις ξένες αγορές», θριαμβολογεί σε πρωτοσέλιδο θέμα της η «Καθημερινή», η οποία, επικαλούμενη στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), σημειώνει ότι «ο τζίρος από τις εξαγωγές τροφίμων υπερβαίνει ετησίως τα 3 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 23% του συνολικού τζίρου που πραγματοποιούν οι ελληνικές βιομηχανίες τροφίμων». Αναμενόμενοι οι διθύραμβοι για τα «επιτεύγματα» των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στη βιομηχανία τροφίμων, πολύ περισσότερο που αυτό ακριβώς είναι το «παραγωγικό μοντέλο» που στηρίζουν οι πάντες ως μονόδρομο για την έξοδο από την κρίση και την ανάπτυξη. «Ανταγωνιστικότητα» και «εξωστρέφεια» είναι οι δύο πυλώνες αυτού του μοντέλου, που το μόνο που διασφαλίζει είναι η «διάσωση» των μονοπωλιακών ομίλων και η θωράκιση της κερδοφορίας τους πατώντας πάνω στα ερείπια των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων και στην εξαθλίωση του λαού. Είναι ολοφάνερο και συνάμα προκλητικό ότι οι επιχειρηματικοί όμιλοι στο χώρο των τροφίμων δεν καθορίζουν την παραγωγή με βάση τις ανάγκες του λαού αλλά με γνώμονα την κερδοφορία τους. Τη στιγμή που μεγάλα τμήματα του λαού βρίσκονται αντιμέτωπα με το φάσμα της πείνας, τα μονοπώλια αξιοποιούν τη φτηνή εργατική δύναμη και τις φοροαπαλλαγές για να παράγουν «ανταγωνιστικά προϊόντα», που φέρνουν δισεκατομμύρια κερδών στα ταμεία τους. Αυτή όμως είναι η φύση του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, όπου το κέρδος είναι αυτοσκοπός. Στον αντίποδα βρίσκεται ο σοσιαλιστικός δρόμος ανάπτυξης, που πάνω απ' όλα βάζει την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών του λαού. Ο λαός πρέπει να διαλέξει ποιο δρόμο θα ακολουθήσει.