«Οι μονόλογοι του ερημίτη της Σαντορίνης»
Συνεχίζουμε την αναδημοσίευση του έργου του Δ. Γληνού, «Η Τριλογία του πολέμου». Ενα έργο που, τηρουμένων των αναλογιών στην εποχή που γράφτηκε (παραμονές του Β` Παγκοσμίου Πολέμου), είναι αρκετά επίκαιρο, αφού ένας νέος γύρος ιμπεριαλιστικού πολέμου εξελίσσεται στην Κεντρική Ασία.
Χρόνια τόρα πολλά, οι εφημερίδες και τα περιοδικά είνε γεμάτα από τα άρθρα του και τις μελέτες του. Περνάει για αυθεντία στα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα του καιρού μας. Η γνώμη του πρέπει να έχει αρκετή βαρύτητα.
Αυτός λοιπόν λέει, πως πόλεμος θα γίνει, γιατί τόνε φοβούνται αυτοί πού κυβερνάνε τις δημοκρατίες και το φόβο τους αυτό τον αφήνουν να φαίνεται περισσότερο απ' ότι πρέπει και απ' αυτό οφελιούνται εκείνοι που κυβερνάνε τα απολυταρχικά και ολοκληρωτικά κράτη, όπως τα λένε σήμερα. Κι εκβιάζουν με τον τρόπον αυτόν ολοένα και περισσότερο τους άλλους, έτσι, που κάποια ημέρα, απάνω στο παιχνίδι αυτό του εκβιασμού, από κάποιο τυχαίο περιστατικό, θα ξεσπάσει ο πόλεμος. Ενώ αν οι κυβερνήτες των δημοκρατιών δε δείχνουνε, πως φοβούνται τον πόλεμο, οι άλλοι θα πάψουν να εκβιάζουν και πόλεμος δε θα γίνει.
Μα τότε θα ρωτούσε κανείς με απορία, πώς γίνεται να λείπουν αυτές οι τόσο απλές, οι τόσο στοιχειακές ικανότητες, η λογική και η σοβαρότητα, από τους άντρες, που βέβαια εξαιρετικές προσωπικές ικανότητες τους φέρνουν επικεφαλής των λαών;
Μα ή αντίληψη αυτή του Ferrero είνε μια μορφή από μία γενικότερη θεωρία, που θα τη βρει κανείς με πολλούς τρόπους διατυπωμένη από ιστορικούς, φιλοσόφους, κοινωνιολόγους και από τους ίδιους τους πολιτικούς.
Τη θεωρία αυτή δεν είνε τόρα η στιγμή να τη συζητήσουμε και να την ελέγξουμε σ' όλη της την έχταση και να ιδούμε πόσο είνε αληθινή και κατά πόσο είνε μονόπλευρη. Ας τη δεχτούμε μάλιστα για μια στιγμή σα βάσιμη πέρα για πέρα, για να εχτιμήσουμε τα πορίσματά της.
Σύμφωνα με την αντίληψη τούτη, ο έσχατος λόγος των ιστορικών γεγονότων είνε η θέληση των κυβερνητών.
Κατά τη γνώμη του Φερρέρο λοιπόν, σήμερα τον πόλεμο λοιπόν όλοι τον φοβούνται, άρα δεν τον θέλουνε. Και όμως πόλεμος μπορεί να γίνει, γιατί θα λείψει λίγη λογική και σοβαρότητα από τους κυβερνήτες. Ετσι ένα τεράστιο και τρομαχτικό ιστορικό σύμβαμα, όπου συγκεντρώνει όλη τη δυναμικότητα των λαών και έχει απέραντα επακόλουθα γι' αυτούς, θα γίνει, χωρίς κανένας κυβερνήτης να το θέλει. Αρα η θέληση των κυβερνητών δεν είνε ο έσχατος λόγος των ιστορικών γεγονότων. Να λοιπόν η θεωρία με μιας αναποδογυρισμένη. Μα και αν υποθέσουμε πως οι μισοί κυβερνήτες τον θέλουνε και οι άλλοι δεν τον θέλουν, ο πόλεμος θα γίνει (αν γίνει) ενάντια στη θέληση των μισών κυβερνητών και το συμπέρασμα είνε το ίδιο.
Οι κυβερνήτες βρίσκονται κει που βρίσκονται, γιατί κάποια ομαδική θέληση τους στηρίζει και η ομαδική αυτή θέληση αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης ή της κυρίαρχης μερίδας του λαού. Η θέληση των κυβερνητών, παρ' όλες τις δυναμικές διαφορές που μπορεί να παρουσιάζει, είνε πάντα στην κατεύθυσή της ή συνισταμένη των ομαδικών συμφερόντων, που εκπροσωπούν. Κατά βάση καμιά ενέργεια των κυβερνητών δεν μπορεί να πηγαίνει ενάντια σε τούτα τα συμφέροντα. Και η επιλογή, που γίνεται ανάμεσα σε κείνους που αναλαβαίνουν να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντα τούτα, έχει πάντα για αποτέλεσμα να φέρει στην επιφάνεια τους πιο ικανούς. Ενα λοιπόν τεράστιο φαινόμενο σαν τον πόλεμο, δεν μπορεί να είνε αποτέλεσμα πλάνης, κακής θέλησης, έλλειψης λογικής και σοβαρότητας, παρά πάντα το αποτέλεσμα από μιαν ανάγκην ακατανίκητη.
Και αν η θεωρία τούτη είχε μια κάποια φαινομενική βάση στις κληρονομικές μοναρχίες -που και τότες ακόμη είταν ουσιαστικά λανθασμένη- είναι ολότελα αστήριχτη για τις δημοκρατίες ή τα επαναστατικά καθεστώτα, όπου οι νόμοι της επιλογής των πολιτικών αντρών λειτουργούν ανεμπόδιστα και όπου οι κοινωνικές τάξεις που άρχουν ή καταχτούνε την εξουσία, έχουν πάντα επικεφαλής τους τους καλύτερους αρχηγούς που μπορούν ν' αναδείξουν.
(1) Ο Φερρέρο έχει άδικο. Μ' όλη την έλλειψη λογικής και σοβαρότητας ο πόλεμος δεν έγινε το Σεπτέμβρη του 1938, γιατί δεν τόνε θέλησαν οι κυβερνήτες και μάλιστα ο Τσάμπερλαιν και ο Νταλαντιέ. Και αυτοί πάλι δεν τον θέλησαν, γιατί δεν τον ήθελαν οι κοινωνικές τάξεις που κυβερνούνε σήμερα στην Αγγλία και στη Γαλλία.
Αύριο η συνέχεια