Ξέρω. Ο ψεύτικος και δήθεν κόσμος σας δε με αντέχει. Με νιώθει στο πετσί του σαν το τσίμπημα της τσούχτρας, σαν το δάγκωμα της σμέρνας, σαν το κάψιμο της λάβας.
Ο κόσμος σας (καπιταλισμό τον λένε) σάπισε. Σκουλήκιασε και βρώμισε σ' εκείνο το ελεεινό σημείο, που δεν ανέχεται πια τις ιδέες μας (κομμουνισμό τις λέμε). Δεν τις αντέχει ούτε γραμμένες σ' έναν τοίχο. Ούτε κολλημένες σε μία κολόνα.
Κι αυτό σας ταράζει. Σας τρομάζει μην τυχόν και πάρει θάρρος ο κόσμος. Μην τυχόν και καταλάβει ότι έξω από το βούρκο σας υπάρχει μια άνοιξη κι ο καθαρός αέρας. Οτι δεν υπάρχετε μόνον εσείς κι η αποστείρωση του χειρουργείου σας.
Γνωρίζετε καλά ότι αυτός που θα δει την αφίσα μας ή το πανό μας έρχεται σε άμεση επικοινωνία (διαλεχτική σχέση, το λέμε εμείς) με τις ιδέες μας που σας τρομάζουν. Που σαλπίζουν την ελπίδα και τη δύναμή μας. Και φοβάστε γιατί ο κόσμος μάς πιστεύει.
Η κοινωνία δεν είναι ιδιοκτησία σας. Είμαστε και εμείς εδώ. Ισως να μην ξέρουμε να κρατάμε σωστά το ποτήρι στη δεξίωση των αφεντικών όπως εσείς, ούτε να ξεχωρίζουμε τα ρούχα μας σε βραδινά και πρωινά, ούτε πώς να φάμε τα φουά - γκρα ή να μασάμε με κλειστό το στόμα τις αστακοουρές, όπως εσείς...
Κι αυτά, όσο κι αν σας καίνε, θα τα γράφουν οι αφίσες μας και τα πανό μας, που θα σηκώνουμε ψηλά και σταθερά, μέχρι να γκρεμιστεί ο πουδραρισμένος και γραβατωμένος γέρος σας με το πούρο που τον μοστράρετε για γαμβρό της ευτυχίας (κεφαλαιοκράτη, τον λέμε εμείς)...