Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον
Κ. Καβάφης «Τείχη»
«Η Πτώση» ασχολείται με τις τελευταίες ημέρες του εθνικοσοσιαλισμού (ολοκληρωτικό πολιτικό κίνημα της άκρας Δεξιάς, που εμφανίστηκε στη Γερμανία στα μέσα της δεκαετίας του '20, άκμασε κατά τη δεκαετία του '30 και διήρκεσε ως το τέλος του β' παγκόσμιου πολέμου). Η μηχανή τού Ολιβερ Χιρσμπίγκελ, αποστασιοποιημένη, όσο αυτό είναι δυνατόν (ο σκηνοθέτης είναι ο ίδιος Γερμανός), τριγυρίζει στα υπόγεια του Βερολίνου. Εκεί που γράφτηκε ο επίλογος. Εκεί που οι «πούροι» ναζί, εκτός από ελάχιστους «πονηρεμένους», που την κοπάνησαν προς όλες τις κατευθύνσεις, αυτοκτονούσαν ο ένας μετά τον άλλον. Αλλά, ούτε μια σταγόνα, μετάνοιας δε βγήκε από τα χείλη τους. Αντίθετα, πίστευαν, μέχρι το τέλος, στο «έργο» τους. Και αυτή η πίστη τούς όπλιζε το χέρι να αυτοπυροβοληθούν. Τους οδηγούσε να καταπιούν εν ψυχρώ την αμπούλα με το δηλητήριο!
«Αν ο πόλεμος χαθεί, δε με αφορά αν χαθούν μαζί του και ανθρώπινες ζωές. Δε θα έχυνα στάλα δάκρυ γι' αυτούς (για τους Γερμανούς!), γιατί θα πάθουν ό,τι τους αξίζει»(!) δηλώνει λίγο πριν αυτοκτονήσει ο Χίτλερ, λυσσασμένος από την αδυναμία των Γερμανών να νικήσουν (οι σύμμαχοι τούς έχουν ζώσει απ' όλες τις μεριές). Πρόκειται για παράφρονα; Πόσο βολικό θα ήταν αυτό! Πρόκειται για φασίστα! Για ιδεολογία, που πιστεύει, στον «κοινωνικό δαρβινισμό», σύμφωνα με τον οποίον έπρεπε να μεταφερθεί στον τομέα της κοινωνίας και της πολιτικής η «Θεωρία της επιβίωσης του ισχυροτέρου». Και οι Γερμανοί, δυστυχώς, (τού) απέδειξαν πως δεν έχουν αυτό το προσόν! Θάνατος, λοιπόν, και σε αυτούς!
«Η Πτώση» είναι μια «παράξενη» ταινία. Βλέπεις την ιστορία, την πραγματική ιστορία, και δεν πιστεύεις πως είναι αλήθεια αυτά που βλέπεις! Δεν τη χωράει ο νους σου, τόση παράνοια. Μόνο αν μπεις στη λογική τού φασισμού, θα μπορέσεις να παρακολουθήσεις και, ίσως, να εξηγήσεις, τα γεγονότα. Κανένας ανθρώπινος νους, με τα γνωστά ανθρώπινα μέτρα, δε θα μπορέσει να εξηγήσει τα ναζιστικά εγκλήματα. Αλλά ούτε την απάνθρωπη «προσωπική» πράξη του Γκέμπελς και της γυναίκας του, για παράδειγμα, να δηλητηριάσουν με τα ίδια τους τα χέρια τα 6 παιδιά τους και μετά να αυτοκτονήσουν και οι ίδιοι! Τέτοιες πράξεις, μόνον στις τραγωδίες μπορεί να γίνουν αποδεκτές.
Επίσης, «Η Πτώση», δε μας «ενημερώνει» (όχι αθώα, κατά τη γνώμη μου), για τα θύματα. Δεν περιγράφει τι έκαναν οι Γερμανοί. Παραβιάσεις διεθνών κανόνων, στρατόπεδα συγκέντρωσης, εισβολές σε ξένα εδάφη. Κουβέντα για τα 20.000.000 των Σοβιετικών, που έπεσαν στα μέτωπα, ας πούμε. Αντίθετα, υπάρχει αρκετή «φλυαρία» (διαλόγων και εικόνας), για τον «ανελέητο» βομβαρδισμό του Βερολίνου, από τους Σοβιετικούς. Αυτή η άνιση, και επιλεκτική «κατανομή» της πληροφορίας, λειτουργεί συναισθηματικά σε βάρος των «εισβολέων». Των «εισβολέων», που οι Γερμανοί, γέροι, γυναίκες, παιδιά, μάχονται ηρωικά, με ελάχιστα ή και καθόλου μέσα, για να τους αποκρούσουν, σύμφωνα με την ταινία. Εδώ γίνεται μια πονηρή προσπάθεια διαχωρισμού του πατριωτικού καθήκοντος (υπεράσπιση της πατρίδος) και του «είδους» της πατρίδας, που υπερασπίζονται. Αν δε δοθούν περισσότερες «εξηγήσεις» για την περίπτωση, είναι εύκολο για κάποιον να γείρει (συναισθηματικά) προς τη μεριά των δεκατετράχρονων παιδιών, που τα βάζουν με τα σοβιετικά τανκς! Αυτή η «πλευρά» της ταινίας θέλει ιδιαίτερη προσοχή. Εμείς θα θυμίσουμε πως ο όρος γενοκτονία «μπήκε» στην ιστορία στη δίκη της Νυρεμβέργης (1946), και προσδιόρισε την πολιτική αφανισμού που ακολούθησαν οι ναζιστές εναντίον των Εβραίων, των Πολωνών και των λαών της Σοβιετικής Ενωσης.
Το «δράμα», θα πει ο «ευκολόπιστος», περιορίζεται στις τελευταίες μέρες του τέρατος, δεν ασχολείται με την πολιτική ανάλυση! Το βάρος εστιάζεται στα κύρια πρόσωπα της τραγωδίας και στις συμπεριφορές τους, λίγο πριν κλείσει η αυλαία. Τα υπόλοιπα θεωρούνται (από την ταινία, και από τους θεατές) δεδομένα! Η έλλειψη, όμως, αυτών των στοιχείων, και με την πάροδο του χρόνου, έχουν περάσει 60 χρόνια, μην ξεχνάμε, «μικραίνει» το ναζιστικό έγκλημα. Αποπροσανατολίζει τη σκέψη. Και αυτό μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά σε πολιτικά ανώριμα ή απληροφόρητα μυαλά.
Προσοχή, λοιπόν. «Η Πτώση» πρέπει να ιδωθεί από τον καθένα. Γιατί είναι μια ταινία, που αποκαλύπτει, έστω και με ελλείψεις, ένα μεγάλο μέρος της παράνοιας της φασιστικής ιδεολογίας. Αλλά είναι και μια ταινία, που σας βοηθάει, να κάνετε και σημερινούς συνειρμούς (άποψη των Αμερικανών για τον κόσμο). Ομως, παρακαλώ, μην πάτε αδιάβαστοι. Γιατί η ταινία δεν είναι όμοια με άλλες αντιναζιστικές, ας το πούμε έτσι, ταινίες. Εδώ, μάλλον, πρόκειται για μια γερμανική προσπάθεια, να μιλήσουν οι ίδιοι οι Γερμανοί, για την ιστορία τους. Μια προσπάθεια, που κρύβει ενοχές, πόνο, ντροπή, φόβο. Ενδεχομένως και άλλες δυσδιάκριτες, ακόμα, επιθυμίες. Μια προσπάθεια, που μόνον τα δυο τελευταία χρόνια εκφράστηκε με περισσότερες από τέσσερις (σχετικές) ταινίες: «Δυο - τρία πράγματα που ξέρω γι' αυτόν», «Σόφι Σολ», «Το πείραμα του Γκέμπελς», «Πτώση» κ.ά.
Το καλλιτεχνικό μέρος της ταινίας, υπάρχει φυσικά και τέτοιο, είναι πάνω από ικανοποιητικό! Η ταινία είναι «σφιχτοδεμένη». Εχει πολύ καλές ερμηνείες, με πρώτη αυτή του Μπρούνο Γκανζ (Χίτλερ). Καλή φωτογραφία και εξαιρετικά εφέ (βομβαρδισμοί, ανατινάξεις κλπ). Είναι μια μεγάλη (και οικονομικά) παραγωγή.
Παίζουν: Μπρούνο Γκανζ, Αλεξάντρα Μαρία Λάρα, Τόμας Κρέτσμαν, Τζούλιαν Κέλερ.