Παρασκευή 31 Δεκέμβρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
Διημερίδα Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΣΗΜΕΡΑ
ΛΟΗΣ ΛΑΜΠΡΙΑΝΙΔΗΣ
Αρνητικές οι συνέπειες της οικονομικής διείσδυσης

Μέχρι πριν το 1989 δεν υπήρχε ουσιαστικά καμία ελληνική επιχείρηση στο εξωτερικό. Εξαιρέσεις ήταν ορισμένες ελάχιστες. Υπήρχε μια εξαίρεση στη δεκαετία του '70 με κάποιες κατασκευαστικές εταιρίες, οι οποίες πήγαν στη Μέση Ανατολή και έφυγαν κακήν κακώς.

Τα πράγματα άλλαξαν και άλλαξαν πολύ μετά το 1989 και φτάσαμε σήμερα να μιλάμε για 500 περίπου ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται τουλάχιστον με 1.200 «θυγατρικές» στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.

Ενα προσφιλές θέμα

Το θέμα είναι πολύ δημοφιλές τα τελευταία 7-8 χρόνια, έχει αρχίσει βέβαια να χάνει την αρχική του λάμψη, αλλά αυτό το οποίο θέλω να επισημάνω πολύ εμφατικά, είναι ότι όλοι, οικονομικοί αναλυτές, επιστήμονες, πολιτικά κόμματα, ακόμη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, εξακολουθούν να θέτουν το ζήτημα των ιδιαίτερα ευνοϊκών προοπτικών για τις επενδύσεις της χώρας μας στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η θετική συμβολή αυτών των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία θεωρείται αυτονόητη και ίσως γι' αυτό, ποτέ δεν αναλύεται. Είναι ένα πολύ δύσκολο θέμα με την έννοια ότι ακόμη και οι διεθνείς οργανισμοί, οι οποίοι συλλέγουν στοιχεία, έχουν προβλήματα στη συλλογή τους και το πρόβλημα γίνεται εξαιρετικά πιο πολύπλοκο όταν αρχίζει να μιλά κανείς για χώρες όπως η Ελλάδα, που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν εμφανίζονται στις στατιστικές ή όταν εμφανίζονται εμφανίζονται με εξαιρετικά ελλιπή στοιχεία, που δεν μπορούν να βοηθήσουν τον προβληματισμό. Εχοντας κάνει μια εμπειρική δουλιά, έχουμε τη δυνατότητα να μιλήσουμε κάπως πιο συγκεκριμένα.


Θα αναπτύξω 7 θέσεις:

Πρώτη: Η προώθηση της περιφερειακής ολοκλήρωσης των βαλκανικών χωρών και η ενίσχυση των οικονομικών τους σχέσεων είναι αμοιβαία επωφελής για την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες της Βαλκανικής. Η πραγματικότητα, η οποία διαμορφώνεται στα Βαλκάνια, δίνει στην Ελλάδα μια ευκαιρία, για να αντιμετωπίσει τις δυσμενείς συνέπειες της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, με τη συγκρότηση ενός ενιαίου γεωγραφικού χώρου και τη δημιουργία της βαλκανικής αγοράς.

Η προώθηση, λοιπόν, της βαλκανικής αγοράς δεν έχει την έννοια να βοηθήσει η Ελλάδα, για να γίνει πιο εύκολα η ένταξη των χωρών της Βαλκανικής, που είναι ένα ζήτημα και φαντάζομαι θα το κάνουνε. Εχει την έννοια ότι το εμπόριο της Ελλάδας με τις άλλες χώρες της Βαλκανικής, είναι ενδοκλαδικό και αυτό υποδηλώνει περίπου ίδιο επίπεδο ανάπτυξης. Η Ελλάδα που είναι τόσα χρόνια μέλος της ΕΕ, δεν έχει ενδοκλαδικό εμπόριο με την ΕΕ. Το να μην υπάρχει ενδοκλαδικό εμπόριο και να υπάρχει διακλαδικό εμπόριο, μπορεί να οδηγήσει τις χώρες της Βαλκανικής στην περιθωριοποίηση, με την έννοια ουσιαστικά να γίνει ο σκουπιδότοπος, δηλαδή να μαζευτούν εκεί οι βιομηχανικές εκείνες μονάδες έντασης εργασίας, για να εκμεταλλευτούν το φθηνό εργατικό δυναμικό. Δεύτερο, είναι επίσης αμοιβαία επωφελές, γιατί υπάρχει μια αρκετά σημαντική δραστηριότητα ελληνικών επιχειρήσεων στις χώρες της Βαλκανικής. Το τρίτο, και μας ενδιαφέρει όλους, είναι πως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι βρισκόμαστε στην ίδια βάρκα που λέγεται Βαλκάνια και είναι στιγματισμένη.

Κάτι διαφορετικό

Τα Βαλκάνια θεωρούνται ως κάτι διαφορετικό, μια που οι κάτοικοί τους υποτίθεται ότι δε συμμορφώνονται, με αυτό που θεωρείται ως τυπική συμπεριφορά από τον «πολιτισμένο» κόσμο. Τα Βαλκάνια παρ' όλο που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης, ταυτόχρονα πολιτισμικά έχουν κατασκευαστεί από άλλους ως το άλλο, ως χώρος εναπόθεσης αρνητικών χαρακτηριστικών, απέναντι στα οποία παρατάσσεται μια αυτοεπιβραβευόμενη εικόνα της Ευρώπης και της Δύσης γενικότερα. Αρα και η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιπες χώρες των Βαλκανίων, έχουν κάθε λόγο να προσπαθήσουν να αλλάξουν αυτήν εδώ την εικόνα. Και κλείνω το αντικείμενο ότι πρέπει να προσπαθήσουμε για τον ενιαίο βαλκανικό χώρο, λέγοντας πως νομίζω ότι κανείς απατάται αν θεωρεί ότι μπορεί η Ελλάδα να αναπτυχθεί, να συνεχίσει να αναπτύσσεται, έχοντας δίπλα της χώρες, οι οποίες βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης.


Υπάρχει μια βαθιά πεποίθηση σε όλους μας, ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουνε θετικά αποτελέσματα για τη χώρα προέλευσης της μητρικής. Δηλαδή ότι είναι μια αμερικάνικη επιχείρηση και τα θετικά αποτελέσματα πηγαίνουν μόνο στην Αμερική. Νομίζω ότι αυτό δικαιολογείται εν μέρει σε χώρες όπως η Ελλάδα, που ήταν χώρες που δέχονταν αποκλειστικά κάποιου τέτοιου είδους ξένες επενδύσεις και ούτως ή άλλως υπήρχε και μια θεωρητική στήριξη αυτής της αντίληψης. Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Αυτή η παγιωμένη αντίληψη νομίζω ότι έχει κλονιστεί. Το ποιον συμφέρει τελικά η λειτουργία μιας πολυεθνικής, μιας θυγατρικής στο εσωτερικό μιας χώρας, δηλαδή αν συμφέρει την ίδια τη χώρα ή τη μητρική δηλαδή τη χώρα προέλευσης, αυτό εξαρτάται από τον τρόπο, με τον οποίο εντάσσεται η θυγατρική της πολυεθνικής στη χώρα.

Η σημασία της Ελλάδας

Θέση τρίτη. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολύ περιορισμένη σημασία όσων αφορά την εισροή ξένων επενδύσεων. Αλλάζουν τα πράγματα και αλλάζουν δραματικά από τη δεκαετία του '90 και ως προς τις εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων πολυεθνικών δηλαδή, στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και ως προς τις εκροές. Το απόθεμα σε ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα το 1998 ήταν 22 δισ. δολάρια. Στη Μεγάλη Βρετανία την ίδια χρονιά ήταν 327 και στη Γερμανία ήταν 229. Οσον αφορά τις εκροές, δηλαδή τη βγάζει η Ελλάδα από τη χώρα και το επενδύει κάπου αλλού, το 1998 0,9, λιγότερο από 1 δισ. δολάρια, η Μ. Βρετανία είχε 499 και η Γερμανία 390. Οσον αφορά τα αποθέματα, δηλαδή τι μας έχει έρθει ως ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα διαιρώντας το με τον πληθυσμό, δηλαδή πόσα δολάρια κατά κεφαλή, η Ελλάδα έχει την 19η θέση και έχει 2.000 δολάρια. Την ίδια στιγμή η Ολλανδία που είναι πρώτη έχει 65.000 δολάρια. Αυτό είναι μια σχέση 1 προς 31. Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι ότι αυτά ήταν ως προς το τι μας έρχεται μέσα, ως προς το τι φεύγει από την Ελλάδα, το τι μπορούμε να κάνουμε εμείς προς τα έξω τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Η Ελλάδα είναι στην 29η θέση. 86 δολάρια κατά κεφαλήν φεύγουν έξω, ενώ η Ελβετία που είναι πρώτη είναι 25.000 δολάρια. Μια σχέση 1 προς 287.

Η Ελλάδα λοιπόν έχει πολύ περιορισμένη σημασία τόσο ως χώρα εισαγωγός πολυεθνικών επιχειρήσεων, αλλά και ως χώρα που δημιουργεί πολυεθνικές επιχειρήσεις. Αυτός ο εξαιρετικά περιορισμένος ρόλος της Ελλάδας και να υποδέχεται ξένες άμεσες επενδύσεις πολυεθνικές, αλλά και να κάνει πολυεθνικές, δε δικαιολογείται από το επίπεδο ανάπτυξής της. Είναι αναντίστοιχο με το επίπεδο ανάπτυξής της. Νομίζω ότι έχει να κάνει με τη διάρθρωση της οικονομίας της και την ύπαρξη πάρα πολλών εξαιρετικά μικρών επιχειρήσεων (97,3% των ελληνικών επιχειρήσεων έχουν λιγότερο από 10 απασχολούμενους). Ενας άλλος λόγος είναι η γεωγραφική γειτνίαση με χώρες που δεν είχαμε πολλές συναλλαγές. Δηλαδή, μέχρι το 1989 βρισκόμασταν κατά κάποιο τρόπο απομονωμένοι και πολιτικά και αλλιώς, έχοντας χώρες σοσιαλιστικές από πάνω μας και εξ ανατολών την Τουρκία, με την οποία πάντοτε υπήρχε πρόβλημα. Η σημασία της γεωγραφικής γειτνίασης είναι εξαιρετικά σημαντική. Δηλαδή, οι χώρες τείνουν να κάνουν τις πολυεθνικές τους κυρίως στη γειτονιά τους. Στοιχεία του 1997: Η Αυστρία το 55,1% το κάνει στη γειτονιά της, το Βέλγιο το 72,4%, η Δανία το 50,7%, η Γαλλία το 80,1%, η Γερμανία το 53,5%, κλπ. Το θέμα, λοιπόν, της γεωγραφικής γειτνίασης αλλάζει μετά το 1989 και δίνονται νέες δυνατότητες για πολυεθνικές επιχειρήσεις. Επίσης, άμεσα συναρτώμενο με αυτό είναι το γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις επικεντρώνονται κατ' αρχήν στις γειτονικές μας χώρες (Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία) και κατά δεύτερον επικεντρώνονται εκτός από την πρωτεύουσα κυρίως στα νότια τμήματα αυτών εδώ των χωρών, γιατί είναι κυρίαρχος ο ρόλος της γεωγραφίας.

Δεν έγιναν ξαφνικά «Μπένετον»

Θέση πέμπτη: Αναμφίβολα, υπάρχει μια αξιόλογη δραστηριοποίηση επιχειρήσεων ελληνικών συμφερόντων στις χώρες της Βαλκανικής. Δεν πρόκειται όμως για τη δημιουργία ελληνικών πολυεθνικών επιχειρήσεων εν μια νυκτί και σε μαζική κλίμακα. Με μια διάθεση αυτοσαρκασμού για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και προφανώς με απόλυτο σεβασμό για τους Ελληνες επιχειρηματίες, οι οποίοι πραγματικά μοχθούν και προσπαθούν με διάφορους τρόπους στα Βαλκάνια πρέπει να πω: Το φασονατζίδικο της γειτονιάς, το οποίο αποφάσισε να αναζητήσει φθηνό κόστος εργασίας στη Βουλγαρία, ή στην Αλβανία, ή στα Σκόπια, δεν έγινε ξαφνικά «Μπένετον» με την έννοια του διαμορφωτή και παραγωγού μόδας κλπ. Πρέπει να έχουμε αίσθηση των πραγμάτων, για να μπορούμε να καταλάβουμε πού πατάμε για να κάνουμε τις ανάλογες πολιτικές.

Οι επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, συνιστούν ένα πολύ μικρό μέγεθος από άποψη επενδεδυμένου κεφαλαίου. Μάλιστα, ένα πολύ μεγάλο μέρος αυτού του κεφαλαίου είναι από επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Με στοιχεία του Απριλίου του 1999 οι ελληνικές επενδύσεις στο εξωτερικό είναι 2,4 δισ. δολάρια. Από αυτά, το 45,6% είναι οι επενδύσεις του ΟΤΕ. Επίσης, αν πάρει κανείς υπόψη του τις 15 μεγαλύτερες επιχειρήσεις συμπεριλαμβανομένου και του ΟΤΕ φτάνουμε στο 66% του όλου κεφαλαίου. Μόνο κάποιοι από το 3,7% των ελληνικών επιχειρήσεων μπορούν εν δυνάμει να αναζητήσουν την τύχη τους και στο εξωτερικό. Μεταξύ των επιχειρήσεων που έχουν πάει στα Βαλκάνια βλέπει κανείς επιχειρήσεις, που μπήκανε σε διαδικασία εξαγορών και συγχωνεύσεων, με ελληνικές ή με ξένες επιχειρήσεις και μετά επιχείρησαν το άνοιγμά τους στη Βαλκανική. Επίσης έχουμε επιχειρήσεις που είναι αντιπρόσωποι πολυεθνικών επιχειρήσεων ή θυγατρικές, οι οποίες αναλαμβάνουν, με εντολή, διείσδυση στα Βαλκάνια.

Γιατί αυτή η εντολή στους Ελληνες αντιπροσώπους; Πρώτα γιατί η Βαλκανική αγορά είναι μικρή. Δεν ενδιαφέρει τους Γερμανούς και τις μεγάλες επιχειρήσεις για την ώρα. Δεύτερο, είναι δύσκολη και ασταθής αγορά, όπου κυριαρχούν ακόμα οι άτυπες σχέσεις (παρατυπίες, παραοικονομία, κλπ.) στις οποίες υπάρχει εξοικείωση του Ελληνα επιχειρηματία. Εξοικείωση που διευκολύνεται και από την ελληνική φορολογική νομοθεσία. Και τρίτον υπάρχει το στοιχείο της γεωγραφίας. Γιατί να μπει ο Γερμανός; Λέει στον Ελληνα μπες για μένα. Αυτό όμως που αλλάζει τελείως τα πράγματα και την εικόνα που έχουμε για τα Βαλκάνια και το ρόλο των ελληνικών επιχειρήσεων είναι από τις επιχειρήσεις, τις οποίες είναι ελληνικών συμφερόντων στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, υπάρχει ένα μεγάλο μέρος, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική οικονομία. Γι' αυτό το οποίο μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι για τη Βουλγαρία, όπου μελετήσαμε το σύνολο των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με στοιχεία το Σεπτέμβη του '99: Μέχρι τον Απρίλιο του '99 είχανε γραφεί 2.475 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων. Από αυτές το 76,8% δε λειτουργεί, το 12% λειτούργησε κάποια στιγμή, όμως δε λειτουργεί πλέον. Το υπόλοιπο 64,8% απ' ό,τι φαίνεται έκαναν την εγγραφή με μια προοπτική μήπως και, αλλά αυτό ποτέ δεν άνοιξε. Από τις επιχειρήσεις τις οποίες λειτουργούν και απάντησαν στο ερωτηματολόγιο, φαίνεται ένα συντριπτικό ποσοστό 62% επιχειρήσεων, οι οποίες δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την Ελλάδα. Πρόκειται για μεμονωμένα άτομα τα οποία μπορεί να ξεκίνησαν από την Ελλάδα ή ζούσαν εκεί. Από αυτούς το πολύ που μπορούμε να περιμένουμε είναι να επιστρέψουν τα κέρδη, όμως για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρχουν υψηλότερα ποσοστά κερδοφορίας στην Ελλάδα απ' ό,τι στη Βουλγαρία, την Αλβανία κλπ και αυτό δεν υπάρχει.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν μπορούμε να πούμε ότι προσομοιάζουνε με πολυεθνικές επιχειρήσεις νέες, ή παλιές. Στην καλύτερη περίπτωση κάποιες από τις πολύ μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες πια έχουν και διεθνές κεφάλαιο μέσα, έχουν συγχωνευτεί και με άλλες μεγάλες επιχειρήσεις, μπορεί κάποτε στο μέλλον να ελπίζουμε ότι θα εξελιχθούν σε αυτό, που λέγεται νέες πολυεθνικές και συγκρινόμενες με τις παλιές και γνωστές, είναι έντασης εργασίας, μικρής κλίμακας, πηγαίνουν σε ώριμους κλάδους, δεν έχουν διαφήμιση, δεν έχουν τεχνολογία κλπ.

Μύθος ο επιχειρηματικός δυναμισμός;

Θέση έκτη: Η ύπαρξη επιχειρήσεων ελληνικών συμφερόντων στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, δε σημαίνει απαραίτητα δυναμισμό από την πλευρά της ελληνικής οικονομίας. Η εμφανιζόμενη σήμερα ισχυρή θέση των ελληνικών επιχειρήσεων στις χώρες της Βαλκανικής και για την ακρίβεια στη Βουλγαρία, την Αλβανία και τη Ρουμανία, οι οποίες είναι οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο γεγονός ότι οι αναπτυγμένες χώρες δεν ενδιαφέρονται να επενδύσουν σ' αυτές. Οταν επενδύουν επιλέγουν χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία,η Τσεχία, δηλαδή τις ανεπτυγμένες. Οι βασικοί λόγοι, λοιπόν, που ωθούν τις ελληνικές επιχειρήσεις να φύγουν από την ελληνική αγορά, είναι ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την έντονη εισαγωγική διείσδυση, που είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική σε ορισμένους κλάδους. Επίσης, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο ανταγωνιστικό κοστολόγιο σε κλάδους έντασης εργασίας. Είμαστε αναπτυγμένη χώρα και νομίζω ότι είναι λάθος να σκέφτονται κάποιοι ότι κατεύθυνσή μας είναι η αναζήτηση τρόπων παραγωγής φθηνά.

Από την άλλη οι βασικοί λόγοι που έλκουν τις ελληνικές επιχειρήσεις να δημιουργήσουν ξένες επενδύσεις, είναι η αναζήτηση μείωσης του κόστους εργασίας, η εκμετάλλευση πρώτων υλών, να προλάβουν να καταλάβουν μια θέση στην αγορά, ώστε να μην εκδιωχθούν εύκολα, να αποφύγουν δασμολογικά ή μη δασμολογικά εμπόδια που θέτουν αυτές οι χώρες, να εκμεταλλευτούν τους δεσμούς που υπάρχουν, παρ' όλο που διαρρήχτηκαν έντονα, μεταξύ των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, να μπουν στις εύκολες και αδιαμόρφωτες αγορές που υπάρχουν εκεί, οι οποίες στηρίζονται σε πόλεμο τιμών και όχι στην ποιότητα. Και βέβαια υπάρχουν και οι επιχειρήσεις του τύπου «ακολουθώ τον πελάτη», δηλαδή Τράπεζες, Ασφαλιστικές, επιχειρήσεις που κάνουν ενδιάμεσες εισροές από ετικέτες για τα ρούχα κλπ. Γιατί τα καταφέρνουμε όμως;

Ποια είναι τα πλεονεκτήμτα των ελληνικών επιχειρήσεων σε σχέση με τις ντόπιες και στη συνέχεια με τις πολυεθνικές; Τα κύρια πλεονεκτήματα των ελληνικών επιχειρήσεων στις χώρες της Βαλκανικής σε σχέση με τις ντόπιες επιχειρήσεις είναι: πρώτον παγιωμένες σχέσεις με τις δυτικές αγορές. Δεύτερο η εμπειρία τους από τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς. Πρέπει να είναι σαφές όμως ότι αυτά τα μονοπωλιακά πλεονεκτήματα, δεν πρόκειται να τα έχουν οι ελληνικές επιχειρήσεις για πολύ καιρό. Το πλεονέκτημα σε σχέση με τις πολυεθνικές είναι η ικανότητά τους να λειτουργούν σε ένα ασταθές οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, η γεωγραφική εγγύτητα και ένα συγκριτικά φθηνότερο εργατικό δυναμικό που σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να είναι καθοριστικό.

Υπήρξε ένας μύθος, ότι οι χώρες των Βαλκανίων μπορούν να αποτελέσουν κάποιον προνομιακό χώρο για την ανάπτυξη ελληνικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Μόλις μπουν οι μεγάλες χώρες που αυτή τη στιγμή απέχουν τηρώντας στάση αναμονής, τα πράγματα θα αλλάξουν και οι ελληνικές επιχειρήσεις θα τους ξαναβρούν μπροστά τους. Αυτούς που τους διώξανε από την Ελλάδα θα τους βρουν στη Βουλγαρία, κλπ. Η Ελλάδα λοιπόν με αυτό το σύνδρομο, κινδυνεύει να πάθει αυτό που έπαθε η Μεγάλη Βρετανία. Εχοντας τις αποικίες της θεωρούσε ότι αυτές είναι οι σίγουρες και ελεγχόμενες αγορές της, όμως τα πράγματα άλλαξαν. Η λογική λοιπόν ότι τα Βαλκάνια είναι η ενδοχώρα μας, η αγορά μας και μας αρκεί να είμαστε τοπικά ανταγωνιστικοί, είναι τελείως λανθασμένη. Οταν κάποια επιχείρηση είναι ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο, αναμφίβολα είναι και σε τοπικό, αλλά δε συμβαίνει το αντίθετο. Και με αυτή την έννοια δεν μπορεί κανείς σε μια παγκοσμιοποιούμενη αγορά να είναι ανταγωνιστικός σε τοπικό επίπεδο, θα τους βρει μπροστά του.

Και σκοτεινές πλευρές

Θέση έβδομη: Η ύπαρξη επιχειρήσεων ελληνικών συμφερόντων στις χώρες της ΚΑΕ, δεν προεξοφλεί μόνο οφέλη για την ελληνική οικονομία. Υπάρχουν και σκοτεινές πλευρές τις οποίες δεν τις συζητάμε. Είναι πολύ σημαντικό το άνοιγμα, αλλά όλα θα εξαρτηθούν και θα παιχτούν από τον τρόπο με τον οποίο θα υλοποιηθεί. Και αυτό προφανώς δεν μπορεί να μείνει στο μεμονωμένο επιχειρηματία, θέλει συλλογική δράση. Η εγκατάσταση κυρίως και η μετεγκατάσταση επιχειρήσεων στις χώρες ΚΑΕ, έχει και αρνητικές πλευρές. Βραχυπρόθεσμα το κύριο ζήτημα που τίθεται είναι η μείωση των θέσεων εργασίας. Αυξάνει και μάλιστα έντονα την ανεργία. Αυτό το ζήσαμε κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και κυρίως στον κλάδο του έτοιμου ενδύματος. Οι ελληνικές επιχειρήσεις στον κλάδο του έτοιμου ενδύματος, που παίρνουν την εργολαβία από τον Γερμανό και έρχονται να την εκτελέσουν εδώ. Αυτό το οποίο διαπίστωσαν είναι ότι το κόστος εργασίας έχει ανέβει πολύ που δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικοί. Λύση για τις επιχειρήσεις σε χώρες όπως η Ελλάδα δεν είναι η προσπάθεια αναζήτησης φθηνού κόστους εργασίας, είτε μέσα στην Ελλάδα, είτε στις γειτονικές χώρες. Θέλουμε αναβάθμιση της παραγωγής. Πιθανόν τα τμήματα έντασης εργασίας να μεταφερθούν στις γειτονικές χώρες, αλλά πρέπει να υπάρχει προστιθέμενη αξία στην Ελλάδα, τμήματα έντασης τεχνολογίας που να έχουν σχέση με την αγορά κλπ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ