Ο αρχιπραξικοπηματίας Γ. Παπαδόπουλος στέλνει στις 6 Γενάρη προσωπική επιστολή στον Πρόεδρο των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, μέσω του Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία Τομ Πάπας.
Στις 13 Γενάρη, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στέλνει απόρρητο τηλεγράφημα στην αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας, στο οποίο τονίζει χωρίς περιστροφές: «Εχουμε αποφασίσει να προχωρήσουμε στο εγγύς μέλλον σε μια σχέση εργασίας με το καθεστώς... Εχουμε, εν πάση περιπτώσει, συμφέροντα στην Ελλάδα, τα οποία πρέπει να προσέξουμε».
Στις 23 Γενάρη, ο Αμερικανός πρεσβευτής Φίλιπ Τάλμποτ επισκέπτεται τον υπουργό Εξωτερικών της χούντας Π. Πιπινέλη και του ανακοινώνει την απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης για την αποκατάσταση πλήρων διπλωματικών σχέσεων με το καθεστώς των συνταγματαρχών.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Παπαδόπουλος λαμβάνει μια εξαιρετικά θερμή επιστολή από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, όπου ο Λ. Τζόνσον γράφει, μεταξύ άλλων, στον δικτάτορα, τον οποίο αναγνωρίζει πανηγυρικά ως πρωθυπουργό της χώρας:
«Αγαπητέ κ. πρωθυπουργέ
...Είμαι ευγνώμων γιατί έχετε συνειδητοποιήσει τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι δημοκρατικές χώρες, λόγω της αιφνιδιαστικής αλλαγής κυβέρνησης (σ.σ. έτσι αποκαλεί ο Τζόνσον το πραξικόπημα!) στη χώρα, στις 21 Απριλίου 1967... Η κυβέρνησή μου βρίσκει ότι ορισμένα από τα μέτρα που έχετε λάβει είναι θετικά για την αποκατάσταση κανονικών συνθηκών στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή... Οπως γνωρίζετε, κ. πρωθυπουργέ, οι χώρες μας έχουν πολλές κοινές αξίες. Εχουμε μια μακρά και παραγωγική σχέση, βασισμένη σε κοινούς στόχους και δεσμούς. Πρόκειται για μια σχέση μεγίστης σημασίας για εμάς τους Αμερικανούς...».
Μετά την επιστολή Τζόνσον, η μια μετά την άλλη, οι κυβερνήσεις των ΝΑΤΟικών κρατών ξεχνούν τις επιφυλάξεις τους και προχωρούν στην πλήρη αναγνώριση της χούντας.