Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα;
Τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα τα καθιέρωσε η ΕΕ, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, με όρους και προϋποθέσεις, που να αποδέχονται τις αρχές και τις συνθήκες της. Ο «κανονισμός σχετικά με το καταστατικό και τη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων» αναφέρει ότι για την αναγνώρισή τους από την ΕΕ πρέπει το Ευρωπαϊκό Κόμμα «να διασφαλίζει ότι το καταστατικό και οι δραστηριότητες του ευρωπαϊκού πολιτικού κόμματος σέβονται τους βασικούς στόχους της Ενωσης... σύμφωνα με τη Συνθήκη Ιδρυσης της ΕΕ, και ιδίως το άρθρο 191 (σ.σ. Συνθήκη Μάαστριχτ)».
Αυτούς τους όρους αποδέχεται και το ΕΑΚ. Ο Γκ. Γιαμασάρες είναι γενικός συντονιστής της Ενωμένης Αριστεράς Ισπανίας, στη συνάντηση της Μαδρίτης για το ΕΑΚ, είπε στην εισήγησή του τα εξής:
«Οι δυνάμεις που εκπροσωπούνται σ' αυτή την αίθουσα συγκεντρώνουν πλήρως τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης... Προτείνουμε τη δημιουργία ενός κόμματος - πλαισίου, που σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία θα μας επιτρέπει να συναντιόμαστε τακτικά, να ανταλλάσσουμε εμπειρίες και να γνωρίζουμε καλύτερα τις θέσεις μας, να προτείνουμε πολιτικές πρωτοβουλίες σε στενή σύνδεση και επαφή με το κοινωνικό κίνημα... Οι συμμετέχοντες έχουμε συμφωνήσει να εκχωρήσουμε ένα μέρος της αυτοτέλειάς μας ως κόμματα σε έναν κοινό σχηματισμό που θα έχει ευρωπαϊκό εύρος...». Υποταγή, λοιπόν, στις αρχές και τους όρους της ΕΕ.
Είναι οι αρχές που αποδέχονται και υλοποιούν οι συντηρητικές, σοσιαλδημοκρατικές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις της ΕΕ.Γι' αυτό και οι αντιδράσεις των εργαζομένων στις πολιτικές της ΕΕ είναι ίδιες π.χ. εναντίωση στο Ασφαλιστικό και κινητοποιήσεις στις περισσότερες χώρες - μέλη, αντιδράσεις για τις ιδιωτικοποιήσεις (τράπεζες, αεροδρόμια μεταφορές κ.ά), την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών, τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, την αντιαγροτική πολιτική κλπ.
Το ΚΚΕ συνεπώς δε θα μπορούσε να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο κόμμα, που έρχεται σε αντίθεση με τη θέση του για το ρόλο της ΕΕ, γιατί θα αποδεχόταν και θα συγκάλυπτε τον ταξικό ρόλο της ΕΕ που είναι υπέρ του κεφαλαίου και κατά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Είναι υποκρισία, όμως, την επιλογή του συμβιβασμού και αποδοχής του καπιταλισμού, με την προϋπόθεση της αντινεοφιλελεύθερης διαχείρισής του, ο ΣΥΝ να προσπαθεί να τη συγκαλύψει, κάτω από τη δήθεν πάλη του ίδιου και του ΕΑΚ για το σοσιαλισμό, στην Ευρώπη και ότι αντιπαρατίθεται με αντιλαϊκές πολιτικές της ΕΕ.
Εχει ανάγκη ο ΣΥΝ να παρουσιάσει τη γνωστή επιλογή του για την ΕΕ σαν κάτι καινούριο, προκειμένου να δείξει ότι διαφοροποιείται από το στόχο του που είναι μια «παλιού τύπου» σοσιαλδημοκρατική διαχείριση, την οποία ονομάζει σοσιαλισμό.
Εχει ανάγκη, επίσης, ο ΣΥΝ να κατασυκοφαντήσει και να ψευδολογήσει ενάντια στο ΚΚΕ, γιατί είναι το μόνο κόμμα που αποκαλύπτει την πολιτική του ΣΥΝ, ότι αυτή δεν υπηρετεί το λαό, όπως αποκαλύπτει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ΕΕ, την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, τις συνέπειες στη ζωή και τα δικαιώματα των εργαζομένων, παλεύει με συνέπεια και αγωνιστικότητα για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Φυσικά, με το ΕΑΚ δε διαφωνεί μόνο το ΚΚΕ, διαφωνούν τα Κομμουνιστικά Κόμματα των Δανίας, Σουηδίας, Φινλανδίας, Τσεχίας, Λετονίας, Λιθουανίας, Εσθονίας κ.ά., ενώ ενδοιασμούς έχουν εκφράσει και άλλα κόμματα που συμμετείχαν ως παρατηρητές στις συζητήσεις για το ΕΑΚ, γεγονός που κρύβει ο ΣΥΝ στην επιδίωξή του να παρουσιάσει το ΚΚΕ ως απομονωμένο.