Το λέω καθαρά. Το παίδευσα στο ξεροκέφαλό μου. Το είδα, πρώτα - πρώτα, ως ζήτημα τεμπελιάς κι εργατικότητας. Λες να είναι τεμπέληδες όλα αυτά τα εκατομμύρια ανθρώπων που λιμοκτονούν; Να είναι η εργατικότητα που κάνει τους πλούσιους; Μη γελάς. Τι έλεγαν οι παλιοί; Δούλεψε, να προκόψεις.
Οταν το πρωτάκουσα, ένας γείτονας είπε χαμογελώντας: Δούλεψε να φας και κλέψε να 'χεις. Μα οι κλέφτες, είπα, πάνε φυλακή. Με χαμόγελο πάλι, που 'χε μιαν απροσδιόριστη σοφία, απάντησε: Δεν εννοώ τους κλέφτες που ξέρεις, θα μεγαλώσεις και πρέπει να καταλάβεις, απόσωσε το λόγο του.
Κουβεντιάζαμε πριν από χρόνια. Κάποια στιγμή, όλο έγνοια, είπα το λόγο των παλιών: Δουλέψτε να προκόψετε. Κι αυτά, τ' αφιλότιμα, με πολλήν αγάπη, ρώτησαν: Εσύ, με τόση δουλιά, πρόκοψες; Σιώπησα κι από τότε ξηλώνω την κάλτσα της ζωής μου.
Μη θυμώσει τ' αφεντικό. Τι αξία έχει να μείνω λίγο παραπάνω; Α, σωματεία και τέτοια, μακριά. Είναι ζιζάνια. Απεργία; Ανάθεμά τους που την κηρύττουν και τρισανάθεμά τους που την πραγματοποιούν. Παιδιά μεγαλώνω. Πω, πω τι έκανα; Δεχόμουν και καμάρωνα, που παίρναμε αύξηση. Καλό τ' αφεντικό, έλεγα. Καλή η απεργία, μου έλεγαν, και μέσα μου παραδεχόμουν, είχαν δίκιο.
Δούλεψα και δουλεύω πολύ. Προκοπή γιοκ. Πώς τo 'χε πει εκείνος ο καλός γείτονας. Α, ναι. Κλέψε να 'χεις. Ειλικρινά το λέω, δε βρίσκω τι να κλέψω.
Μπα, μορφωμένος θα ήταν. Μιλούσε απλά κι αλλιώτικα. Εβαλε το ζήτημα πώς παράγεται ο πλούτος. Συμφωνήσαμε μαζί του ότι είναι από την εργασία. Εβαλε μετά το ζήτημα, γιατί είμαστε φτωχοί, αν και παράγουμε τον πλούτο. Στην απάντηση διαφωνήσαμε. Μα είναι όλα δικά τους, πώς να το κάνουμε, αντιλέξαμε. Είναι δικά τους, είπε, γιατί το λέει ο νόμος τους. Σταματήστε να δουλεύετε κι ας χαίρονται τις μηχανές τους, που θα σκουριάζουν. Το σκεφτήκαμε και καταλήξαμε: Θα πλαντάξουν.
Τι πληρωνόμαστε; Μα το μεροκάματό μας, απαντήσαμε. Και γιατί πληρώνει; Γιατί δουλεύουμε. Και τι δίνουμε δουλεύοντας; Τη δουλιά μας, είπαν κάποιοι. Κάποιοι άλλοι κορόιδεψαν. Σωστά, τη δουλιά μας, συνέχισε εκείνος. Πληρώνει, δηλαδή, κάτι που του πουλάμε. Εδώ τα χάσαμε. Κουραστήκαμε κι όλας και δεν παρακολουθούσαμε. Ο πονηρός, το κατάλαβε κι είπε άντε γεια κι έφυγε, κοιτώντας το ρολόι του.
To καλόπαιδο, από δω τo 'χε, από κει τo 'χε, τ' ομολογώ, μ' έμαθε να καταλαβαίνω. Ας είναι καλά, όπου βρίσκεται. Τον απέλυσαν κι εκείνος χαμογελούσε. Κάτι κάναμε να τον κρατήσουμε. Δεν τα καταφέραμε. Κρίμα.