Τρίτη 28 Ιούνη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Πλούτος και φτώχεια

Γιατί υπάρχει φτώχεια; Γιατί όμορφες κυρίες, που ξεχειλίζουν πλούτο και χαμόγελο αγάπης, φωτογραφίζονται όταν ελεούν, αλλά δεν εξαλείφουν τη φτώχεια; Πώς γίνεται και πάνε μαζί πλούτος και φτώχεια; Λες να είναι το ένα όρος του άλλου;

Το λέω καθαρά. Το παίδευσα στο ξεροκέφαλό μου. Το είδα, πρώτα - πρώτα, ως ζήτημα τεμπελιάς κι εργατικότητας. Λες να είναι τεμπέληδες όλα αυτά τα εκατομμύρια ανθρώπων που λιμοκτονούν; Να είναι η εργατικότητα που κάνει τους πλούσιους; Μη γελάς. Τι έλεγαν οι παλιοί; Δούλεψε, να προκόψεις.

Οταν το πρωτάκουσα, ένας γείτονας είπε χαμογελώντας: Δούλεψε να φας και κλέψε να 'χεις. Μα οι κλέφτες, είπα, πάνε φυλακή. Με χαμόγελο πάλι, που 'χε μιαν απροσδιόριστη σοφία, απάντησε: Δεν εννοώ τους κλέφτες που ξέρεις, θα μεγαλώσεις και πρέπει να καταλάβεις, απόσωσε το λόγο του.

Νομίζω κατάλαβα. Τα παιδιά μου, δηλαδή, με βοήθησαν να καταλάβω.

Κουβεντιάζαμε πριν από χρόνια. Κάποια στιγμή, όλο έγνοια, είπα το λόγο των παλιών: Δουλέψτε να προκόψετε. Κι αυτά, τ' αφιλότιμα, με πολλήν αγάπη, ρώτησαν: Εσύ, με τόση δουλιά, πρόκοψες; Σιώπησα κι από τότε ξηλώνω την κάλτσα της ζωής μου.

Μη θυμώσει τ' αφεντικό. Τι αξία έχει να μείνω λίγο παραπάνω; Α, σωματεία και τέτοια, μακριά. Είναι ζιζάνια. Απεργία; Ανάθεμά τους που την κηρύττουν και τρισανάθεμά τους που την πραγματοποιούν. Παιδιά μεγαλώνω. Πω, πω τι έκανα; Δεχόμουν και καμάρωνα, που παίρναμε αύξηση. Καλό τ' αφεντικό, έλεγα. Καλή η απεργία, μου έλεγαν, και μέσα μου παραδεχόμουν, είχαν δίκιο.

Δούλεψα και δουλεύω πολύ. Προκοπή γιοκ. Πώς τo 'χε πει εκείνος ο καλός γείτονας. Α, ναι. Κλέψε να 'χεις. Ειλικρινά το λέω, δε βρίσκω τι να κλέψω.

Θυμάμαι το παλικάρι με την τραγιάσκα. Παλιομοδίτη τον λέγαμε κι εκείνος χαμογελούσε. Πολύ κοιτούσε και πολύ άκουγε. Οταν μιλούσε σ' έκανε να ονειρεύεσαι. Μας κλέβουν τ' αφεντικά μας, είπε μια φορά κι εγώ τινάχτηκα. Ο λόγος του γείτονά μου. Και πώς μας κλέβουν, ορέ καλόπαιδο, ρώτησε ο Μαστρογιάννης.

Μπα, μορφωμένος θα ήταν. Μιλούσε απλά κι αλλιώτικα. Εβαλε το ζήτημα πώς παράγεται ο πλούτος. Συμφωνήσαμε μαζί του ότι είναι από την εργασία. Εβαλε μετά το ζήτημα, γιατί είμαστε φτωχοί, αν και παράγουμε τον πλούτο. Στην απάντηση διαφωνήσαμε. Μα είναι όλα δικά τους, πώς να το κάνουμε, αντιλέξαμε. Είναι δικά τους, είπε, γιατί το λέει ο νόμος τους. Σταματήστε να δουλεύετε κι ας χαίρονται τις μηχανές τους, που θα σκουριάζουν. Το σκεφτήκαμε και καταλήξαμε: Θα πλαντάξουν.

Τι πληρωνόμαστε; Μα το μεροκάματό μας, απαντήσαμε. Και γιατί πληρώνει; Γιατί δουλεύουμε. Και τι δίνουμε δουλεύοντας; Τη δουλιά μας, είπαν κάποιοι. Κάποιοι άλλοι κορόιδεψαν. Σωστά, τη δουλιά μας, συνέχισε εκείνος. Πληρώνει, δηλαδή, κάτι που του πουλάμε. Εδώ τα χάσαμε. Κουραστήκαμε κι όλας και δεν παρακολουθούσαμε. Ο πονηρός, το κατάλαβε κι είπε άντε γεια κι έφυγε, κοιτώντας το ρολόι του.

To καλόπαιδο, από δω τo 'χε, από κει τo 'χε, τ' ομολογώ, μ' έμαθε να καταλαβαίνω. Ας είναι καλά, όπου βρίσκεται. Τον απέλυσαν κι εκείνος χαμογελούσε. Κάτι κάναμε να τον κρατήσουμε. Δεν τα καταφέραμε. Κρίμα.

Εμαθα. Η φτώχεια δεν αντιμετωπίζεται με βοήθειες. Εκεί στη Βολιβία το κατάλαβαν και ζητούν τον πλούτο της γης τους. Τους χαίρομαι, που στο άψε - σβήσε διώχνουν τον πρόεδρο της χώρας τους. Αμποτε να βάλουν στη θέση του άνθρωπο δικό τους. Να διαφεντεύουν τη ζωή τους με διωγμένους τους εκμεταλλευτές τους.


Ιορδ.Α. ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ