Στην εισήγησή του στο πρόσφατο Συνέδριο, ο Ν. Κωνσταντόπουλος, διατυπώνει συγκεκριμένες θέσεις, που έγιναν και αποφάσεις για την αναγκαιότητα της πολιτικής ενοποίησης. Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Η πρόταση του Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ για την επιτάχυνση της πολιτικής ενοποίησης και για την προώθηση της ιδέας της ομοσπονδίας άνοιξε τη συζήτηση για τα πραγματικά προβλήματα και διλήμματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ΕΕ και μέσα σε ελάχιστο χρόνο ενεργοποιήθηκε μια δυναμική που βάζει υπό συζήτηση τη συνολική αρχιτεκτονική του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η ολοκλήρωση της εν εξελίξει Διακυβερνητικής Διάσκεψης το Δεκέμβρη στη Νίκαια, και η εξαγγελία από τώρα της νέας διακυβερνητικής για το 2004, με θέμα το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και την προώθηση της Ομοσπονδίας, διαμορφώνουν ένα νέο πλαίσιο για την αντιμετώπιση όλων των ευρωπαϊκών προβλημάτων.... Η μονομερής προώθηση της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης, χωρίς την παράλληλη προώθηση της πολιτικής ενοποίησης μετέτρεψε την Ευρώπη σε έναν ενιαίο οικονομικό χώρο, στον οποίο κυριαρχούν οι δυνάμεις της αγοράς, έθεσε την Ευρώπη υπό την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική κηδεμονία των ΗΠΑ... Η ελλάδα πρέπει να παρακολουθήσει, να παλέψει και να επηρεάσει στο μέτρο των δυνάμεών της το εγχείρημα της πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ.... Να εντάξει την αντιμετώπιση των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών αλλά και εθνικών προβλημάτων της, στην προοπτική εναρμόνισης του έθνους - κράτους με τη δημιουργία μιας υπερεθνικής πολιτικής οντότητας... Και η Αριστερά, σε αυτήν την προοπτική και σε αυτό το ευρύτερο πεδίο, πρέπει να εντάξει τους ταξικούς κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, που απαιτούνται για την προάσπιση των συμφερόντων των δυνάμεων της εργασίας και της γνώσης, των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, των γυναικών και της νεολαίας, που οφείλει σήμερα ως Αριστερά να αντιπροσωπεύει».
Η ιδέα της ένταξης των λαϊκών αγώνων στην προοπτική της ενοποίησης, αντικειμενικά σημαίνει ενίσχυση της θέσης και της κυριαρχίας της πλουτοκρατίας και παραπέρα υπονόμευση και αδυνάτισμα της πάλης του εργατικού και γενικότερα του λαϊκού κινήματος, όχι μόνο για τη διεκδίκηση των άμεσων συμφερόντων του λαού, αλλά και της προοπτικής του αγώνα για την ανατροπή της πολιτικής και της εξουσίας των μονοπωλίων. Ουσιαστικά ενσωματώνει το κίνημα στις επιδιώξεις των εκμεταλλευτών.
Η σύνδεση της πολιτικής ενοποίησης, με τον απεγκλωβισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης από την «πολιτική, οικονομική και στρατιωτική κηδεμονία των ΗΠΑ», αλλά και του ΝΑΤΟ είναι παραπλανητική και επικίνδυνη. Γιατί επιδιώκεται η προοπτική της ενίσχυσης και του άλλου ιμπεριαλιστικού κέντρου, ως το υποτιθέμενο αντίπαλο δέος και όχι η αποδυνάμωσή του, που πρέπει να αποτελεί στρατηγικό στόχο του εργατικού κινήματος, της πάλης του σε κάθε κράτος - μέλος και της κοινής πάλης των λαών της Ευρωπαϊκής Ενωσης . Σε άλλο σημείο της εισήγησης γίνεται επίσης αναφορά στην αναγκαιότητα της κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της με όλους τους αναγκαίους θεσμούς, με δικό της στρατό, «για μια Ευρώπη αυτόνομη, φιλειρηνική... που θα κατατείνει στην εμπέδωση της ειρήνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης έξω από την κηδεμονία ΗΠΑ και ΝΑΤΟ... που θα αμφισβητήσει την υπερδύναμη της νέας τάξης».