Παρασκευή 9 Αυγούστου 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Αμόλυντη, μαρτυρική πένα

Είπα μέσα μου: όχι, δε θα φύγεις. Θα ριχτείς με τα μούτρα στη δουλιά, θα ξεχαστείς, δε θα θυμηθείς. Ωραία είναι, μόνη είσαι, ανεμιστήρα έχεις, υγεία ακόμη έχεις. Τι άλλο θέλεις; Θα κάνεις ό,τι κάνουν πολλοί, οι περισσότεροι άνθρωποι. Θα σκοτώσεις την ώρα σου για να μη σε σκοτώσει εκείνη. Μετά τη δουλιά, τα ακίνητα, σχεδόν, απογεύματα δε θα κουνήσεις, θα ηρεμήσεις, θα ξεχαστείς, δε θα θυμηθείς. Σκέψεις άσχημες δε θα διασχίσουν το μυαλό σου. Ετσι κι έκανα, αποχαιρετώντας τη μνήμη μου που με εγκατέλειπε βιαστική. Ναρκωμένη από τη ζέστη, περιτριγυρισμένη από ένα ανώδυνο τίποτε, αφηνόμουν να με παρασύρει η άπνοια στο πουθενά. Και ξαφνικά...

Είπα δυνατά: μα γιατί επέστρεψες; Με κατέστρεψες. Εκείνη αμίλητη, κουρασμένη από την άσκοπη περιπλάνηση, τίναξε την άπνοια λες κι ήταν σκόνη, κι εγκαταστάθηκε μέσα στο κεφάλι μου. Κι αμέσως οι σφύξεις της καρδιάς αυξήθηκαν και όλα κινήθηκαν. Μετακινήθηκαν προς τα πίσω. Πενήντα χρόνια πήγαν πίσω. Μισό αιώνα. Συνέρχομαι από τη νάρκη. Ο ήλιος πυρπολεί, η ζέστη πολιορκεί τους διαβάτες, το καλοκαίρι μεσουρανεί, η λευκή τρομοκρατία οργιάζει σ' όλη την Ελλάδα, "πρωτεύουσά" της όμως, η Θεσσαλία. Στην Αθήνα φτάνουν απίστευτες φήμες για ανήκουστα εγκλήματα. Αντε να πιάσεις πια τη μνήμη. Τρέχει ολοταχώς και φτάνει με την "ανάσα" κομμένη στα 1946. Είναι Αύγουστος και ο μήνας έχει δεκατρείς. Ενας συνάδελφος, τύπος δωρικός, με φωνή λίγο μπάσα, με λέξεις κοφτές αλλά σταράτες. Ενας συνάδελφος, ένας αδελφός, ένας εραστής της αλήθειας, ήταν. Ενας ατρόμητος που αποφασίζει να πάει στη Θεσσαλία να διαπιστώσει, να διασταυρώσει, να ελέγξει, να βεβαιωθεί. Αφήνει το ρεπορτάζ του υπουργείου, τη σιγουριά της καρέκλας της εφημερίδας, την ταβέρνα του Ανούση, στην οδό Κολοκοτρώνη, αποχαιρετά τους φίλους του, τον Κώστα Βάρναλη, τον Αγγελο Σικελιανό, τον Αιμίλιο Βεάκη, τον Μπάμπη Κλάρα, τον Κώστα Ζαφειρόπουλο, τους αδελφούς Ανδρουλιδάκη, τηλεφωνεί στον αρχισυντάκτη του "Ριζοσπάστη", τον Κώστα Καραγιώργη και δηλώνει πως φεύγει.

Είπα μέσα μου, αν και το ήξερα: Λες ο Καραγιώργης, να τον λογικεύσει, να τον μεταπείσει, να τον αναχαιτίσει; Μα ποιος μπορεί να σταματήσει την ορμή των νερών του ποταμού που τρέχει να ενωθεί με τη θάλασσα; Και η "θάλασσα" για τον Κώστα Βιδάλη ήταν η αλήθεια. Γίνονται τέτοια πράγματα στη Θεσσαλία ή είναι αποκύημα της φαντασίας μερικών, αναρωτιόταν. Μαεκείνη η "αλήθεια" ήταν σαν τη ρουφήχτρα. Τον πήρε μέσα της, τον έκανε μάρτυρα μιας μαρτυρικής εποχής, που αίμα έσταζε. Αγιο τον έκανε, άγιο της δημοσιογραφίας. Και σήμερα, πενήντα χρόνια αργότερα, επιθυμία ακατανίκητη νιώθω, "κερί" να του ανάψω, να τον μνημονεύσω. Βλέπω το τρένο να φτάνει αργά στο χωριό Μελία. Βλέπω τον Κώστα Βιδάλη να κατεβαίνει και να κάθεται στο καφενείο. Παρατηρώ, μια άγνωστη κοπέλα, νευρική και φοβισμένη, που του λέει: "φύγε, κινδυνεύεις". Ανατριχιάζω καθώς ξαναβλέπω την παρακρατική, ανενόχλητη όμως από το νόμο, συμμορία του Σούρλα να τον συλλαμβάνει και να τον κατακρεουργεί, αφού προηγουμένως είχε αναθέσει σε ειδικό βασανιστή να τον... περιποιηθεί! Βλέπω αυτά τα ανθρώπινα τέρατα να διασκεδάζουν με τα μέλη του σώματος του Βιδάλη, του δημοσιογράφου, που ποτέ δεν εμόλυνε την πένα του ούτε τη συνείδησή του.

Λέω μέσα μου τη φράση του Μπρεχτ: "Αλίμονο στις χώρες που χρειάζονται ήρωες". Και η δική μας χώρα χρειάστηκε πολλούς. Δυστυχώς. Και εύχομαι η 13η Αυγούστου του 1946 να μην ξανάρθει. Να μη χρειαστούν άλλες θυσίες.

Τιτίνα ΔΑΝΕΛΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ