- Σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το εισόδημα των Ελλήνων αγροτών το 1998 είναι μικρότερο από αυτό του 1989 - Το κόστος παραγωγής στο διάστημα 1990 - 1998 αυξήθηκε κατά 103,6% - Το 1981 υπήρχαν 998.876 αγροτικά νοικοκυριά, ενώ το 1998 είχαν απομείνει 483.000 - Η γη συγκεντρώνεται σε λίγους. Το 1981 το 4,1% των αγροτών είχαν από 100 στρέμματα και πάνω, ενώ το 1993 το αντίστοιχο ποσοστό είχε φτάσει στο 10,2%
Θλιβερός απολογισμός αρνητικών επιπτώσεων και "θερμοκήπιο" αδιεξόδων για τους Ελληνες αγρότες, και ειδικότερα για τους μικρομεσαίους, αποτελούν τα 18 χρόνια ένταξης της χώρας μας στην ΕΟΚ. Μέσα στο διάστημα αυτό το πραγματικό εισόδημα των αγροτών μειώθηκε δραματικά, το κόστος παραγωγής ανέβηκε θεαματικά και ο αριθμός των απασχολουμένων στη γεωργία μειώθηκε δραστικά.Αυτό αποδεικνύεται τόσο από τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΣΥΕ), όσο και από τη Eurostat,τη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ).
Τα παραπάνω στοιχεία εξηγούν γιατί τα μικρομεσαία αγροτικά νοικοκυριά συρρικνώνονται και οδηγούνται στον αφανισμό. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ ο αριθμός αγροτικών εκμεταλλεύσεων το 1981 - πρώτη χρονιά ένταξης στης ΕΟΚ - ήταν 998.876 για να πέσουν το 1993 στις 819.150.Το οριστικά αυτά στοιχεία της ΕΣΥΕ μέχρι το 1993 έρχονται να συμπληρώσουν τα προσωρινά στοιχεία της Eurostat, που αναφέρουν ότι στη χώρα μας το 1997 ο αριθμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων ήταν 507.000 και το 1998 το νούμερο αυτό πέφτει στις 483.000.Τα προσωρινά στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι μόνο μέσα στο 1998 ο αριθμός των αρχηγών αγροτικών εκμεταλλεύσεων στη χώρα μας μειώθηκε κατά 23.100,σε σύγκριση με το 1997. Παράλληλα στα ίδια στοιχεία φαίνεται ότι αυξήθηκε μέσα στο 1998 ο αριθμός των εργατών γης κατά 4,2%.Από 89.200 που ήταν το 1997, οι εργάτες γης έφτασαν το 1998 τους 93.000.
Ενα ακόμα ζήτημα που προκύπτει σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ είναι η αυξανόμενη τάση συγκέντρωσης του κλήρου στα χέρια λίγων. Το 1981 το 3,4% των αγροτών είχαν από 100 μέχρι 200 στρέμματα και το 0,7% πάνω από 200 στρέμματα, ενώ το 1993 αντίστοιχα από 100 μέχρι 200 στρέμματα είχε το 7,1% των αγροτών και πάνω από 200 στρέμματα το 3,1%.
Την πολιτική ξεκληρίσματος των μικρομεσαίων αγροτών έχουν καταγγείλει επανειλημμένα οι αγωνιζόμενοι αγρότες στη διάρκεια των αγωνιστικών τους κινητοποιήσεων όλα τα προηγούμενα χρόνια και η λύση του προβλήματος αυτού θα αποτελέσει ζήτημα αιχμής και στις κινητοποιήσεις που θα "γιγαντωθούν" τα χρόνια που ακολουθούν. Κυβέρνηση και ΕΕ έχουν στήσει ένα σκηνικό ολέθρου για τους αγρότες, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με τις προσταγές περιορισμού της αγροτικής παραγωγής, τη δραστική μείωση των τιμών και των επιδοτήσεων, τη ραγδαία αύξηση του κόστους παραγωγής, τη "λαίλαπα" των χρεών και των μαζικών κατασχέσεων περιουσιακών τους στοιχείων που μεθοδεύει η διοίκηση της ΑΤΕ, κατόπιν κυβερνητικών εντολών.
Για τους αγρότες είναι φανερό πλέον ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από τον αγώνα για την επιβίωση, αφού μετά την αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992 και την υπογραφή της συμφωνίας της ΓΚΑΤΤ το 1995, η κατεύθυνση είναι η δραστική μείωση του αγροτικού πληθυσμού. Και το ρυθμό ξεκληρίσματος των μικρομεσαίων αγροτών, έρχονται να επιτείνουν η "Ατζέντα 2000" και οι επιταγές του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) που θα αρχίσουν να γίνονται πράξη μετά από ένα χρόνο. Γι' αυτό στους αγροτοκτηνοτρόφους δίνεται μια πρώτης τάξης ευκαιρία να αντισταθούν με την ψήφο τους στις καταστροφικές επιταγές της ΕΕ και της κυβέρνησης και να "μαυρίσουν" τα κόμματα που υποστηρίζουν φανερά ή στα "μουλωχτά" την αντιαγροτική πολιτική των Βρυξελλών, υπερψηφίζοντας το ευρωψηφοδέλτιο αντίστασης και αγώνα του ΚΚΕ.
Κώστας ΔΕΤΣΙΚΑΣ