Κυριακή 17 Σεπτέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Ψευδαισθήσεις, τέλος

Τούρκοι εισβολείς πυρπολούν σχολείο στη Λευκωσία
Τούρκοι εισβολείς πυρπολούν σχολείο στη Λευκωσία
Ηπολιτική που «συναποφάσισαν» και ακολούθησαν μετά το 1974 οι κυβερνήσεις σε Ελλάδα και Κύπρο για το Κυπριακό, φαινόταν να οικοδομείται πάνω στις τότε αποφάσεις του ΟΗΕ που προσδιόριζαν το Κυπριακό ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής μέρους εδαφών της Κύπρου από την Τουρκία και το αντιμετώπιζαν όχι ως ελληνοτουρκική διαφορά, αλλά ως διεθνές πρόβλημα με μοναδική λύση την ενιαία ανεξάρτητη Κύπρο. Και λέμε ότι φαινόταν, γιατί στην πραγματικότητα η πολιτική αυτή ήταν έξω απ' αυτά τα πλαίσια.

Σήμερα που παρακολουθούμε στη Νέα Υόρκη την αρχή της διαδικασίας της κατάρρευσης του οικοδομήματος που έχτιζαν, έχει μια σημασία να κοιτάξει κανείς προς τα πίσω για είκοσι πέντε και πλέον χρόνια, προκειμένου να αποκαλύψει μια τεράστια ψευδαίσθηση που καλλιεργούνταν, γιατί μόνο ως ψευδαίσθηση μπορεί να χαρακτηριστεί η πολιτική της ελληνικής πλευράς για το Κυπριακό. Εχει επίσης αξία να θυμηθεί τους «σταθμούς» που οδήγησαν το Κυπριακό στο σημερινό του σημείο.

Η ώρα του λογαριασμού

Η προσπάθεια στο διπλωματικό τραπέζι για το Κυπριακό επικεντρώθηκε στην προσδοκία να στηριχτεί η λύση του προβλήματος, από αυτούς οι οποίοι, όχι απλώς ανέχτηκαν την εισβολή του Αττίλα, αλλά στην ουσία την προετοίμασαν και τη βοήθησαν παρασκηνιακά.

Ηρθε, λοιπόν, η ώρα για να πληρωθεί ο λογαριασμός. Οπως είναι γνωστό, οι ψευδαισθήσεις στην εξωτερική πολιτική, αυθεντικές ή κατασκευασμένες δεν έχει σημασία, κοστίζουν ακριβά. Το κόστος μάλιστα πολλαπλασιάζεται, όταν για τη συντήρησή τους, επί είκοσι πέντε χρόνια, επιχειρούνται αλλεπάλληλες δανειοληψίες με τεράστια πολιτικά επιτόκια, όπως για παράδειγμα η συμφωνία της Ελλάδας για αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων, δίχως το παραμικρό αντάλλαγμα στο Κυπριακό. Για την ακρίβεια, το αντάλλαγμα, ήταν απλώς μια ακόμη εξαγορά χρόνου, μερικά χρόνια - από το Μάρτη του '95 που η Αθήνα συμφώνησε με την τελωνειακή σύνδεση της Τουρκίας με την ΕΕ - παράτασης των ψευδαισθήσεων. Ετσι ακυρώνονταν στην πράξη ένας από τους παράγοντες που οι ελληνικές κυβερνήσεις μπορούσαν να ασκούν διπλωματικές πιέσεις προς το τουρκικό κράτος. Αλλά είπαμε, πίσω απ' αυτή την ταχτική βρισκόταν και η στήριξη σ' αυτούς που δημιούργησαν το πρόβλημα.

Η πορεία προς τη διχοτόμηση


Οι ψευδαισθήσεις τέλειωσαν. Από το 1992, όταν οι «ισχυροί» αποφάσισαν τη ρυμούλκηση της Τουρκίας προς την ΕΕ και η κυβέρνηση Μητσοτάκη δέχτηκε την αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων, το Κυπριακό άρχισε να εμφανίζεται σαν μια ενοχλητική εκκρεμότητα η οποία έπρεπε να διευθετηθεί. Η διαδικασία για τη διευθέτησή του ξεκίνησε από τότε και οι κυβερνήσεις σε Ελλάδα και Κύπρο ακολούθησαν κατά γράμμα τις «οδηγίες» που οδήγησαν το Κυπριακό στο σημερινό σημείο, που οδηγούν στη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής του 1974. Γιατί η τελική διευθέτηση του Κυπριακού δε θα είναι άλλη από τη νομιμοποίηση της πραγματικότητας που δημιουργήθηκε στο πεδίο της μάχης. Δεν πρέπει δε, να ξεχνάμε ότι αυτή η τροπή γίνεται φανερή πλέον μετά την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων και της ΕΣΣΔ, που άλλαξαν αρνητικά το διεθνή συσχετισμό.

Οι «σταθμοί»

Το Κυπριακό, συνήθισαν να λένε σε Αθήνα και Λευκωσία -προβάλλοντας ευσεβείς πόθους - είναι «το πρόβλημα που δημιούργησε η εισβολή των τουρκικών δυνάμεων και η κατοχή που επέβαλαν αυτές οι δυνάμεις σε τμήμα ενός ανεξάρτητου κράτους». Αυτή είναι η μισή αλήθεια. Δυστυχώς, αυτή η οπτική δεν παίρνει υπόψη της πως το κυπριακό πρόβλημα, ξεκινά πολύ πριν την τουρκική εισβολή, έχει ρίζες που χάνονται στους δύο περασμένους αιώνες και αιτίες που έχουν να κάνουν περισσότερο με το Διεθνή Ανταγωνισμό και των αγώνα των ισχυρών δυνάμεων για κυριαρχία, παρά με την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση.

Η τουρκική εισβολή το καλοκαίρι του 1974 υπήρξε αναμφίβολα ένας μεγάλος, ίσως ο μεγαλύτερος «σταθμός» στην εξέλιξη του Κυπριακού. Σταθμός επώδυνος για την ελληνική πλευρά, καθώς κατέγραψε μια ήττα στο πεδίο της μάχης. Η διχοτόμηση, ωστόσο, της Κύπρου είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα εξαιτίας των πολιτικών της ένωσης με την Ελλάδα, οι οποίες πολλές φορές προωθήθηκαν με την άσκηση τρομοκρατίας κατά των Τουρκοκυπρίων. Ηδη από τη δεκαετία του '60 έχουμε το σχηματισμό «τουρκοκυπριακών θυλάκων» και από 1963 την ανάπτυξη των κυανοκράνων του ΟΗΕ.

Μια ανάπτυξη που σε γενικές γραμμές από το 1963 χώρισε την Κύπρο στα δύο, ή στα τρία αν συμπεριληφθεί και το έδαφος των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων. Από το 1974 και έπειτα, μετά την εισβολή (με αφορμή την «πολιτική» των αμερικανικών μαριονετών της ελληνικής χούντας), άνοιξε ο δρόμος της επιβολής των τετελεσμένων που θα οριστικοποιούσε τη διχοτόμηση και ΝΑΤΟποίηση του νησιού.

Εγινε φανερό πλέον ότι η διπλωματική οδός των ελληνικών κυβερνήσεων, ήταν μια μάχη εντυπώσεων στην εγχώρια πολιτική αγορά, καθώς δεν υπάρχει, ειδικά σήμερα, καμία προϋπόθεση για να επιτευχθεί ο στόχος που, υποτίθεται ότι είναι μια λύση δίκαιη και βιώσιμη και η δημιουργία ενός κράτος στην Κύπρο με ΜΙΑ διεθνή ταυτότητα και εκπροσώπηση. Μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού και την απουσία της Σοβιετικής Ενωσης από τη διεθνή σκακιέρα, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για μια διευθέτηση του Κυπριακού με τους όρους των νικητών. Και νικητές, προφανώς, είναι οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές, αλλά και οι Τούρκοι, με τις αμερικάνικες πλάτες, που προβάλλουν ως περιφερειακή δύναμη, κρατώντας μάλιστα την υποθήκη της στρατιωτικής τους νίκης το 1974 στην Κύπρο. Οι Τούρκοι, ως νικητές στο πεδίο της μάχης, προχώρησαν άμεσα στη δημιουργία μιας νέας κατάστασης στην Κύπρο.

Ο εποικισμός και η δημιουργία της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου έχουν από το 1983, ντε φάκτο, δημιουργήσει νέα δεδομένα στο Νησί. Η μη αναγνώριση του «ψευδοκράτους» έχει να κάνει περισσότερο με το παγκόσμιο γεωπολιτικό παιχνίδι των ισχυρών παρά με την προσήλωσή τους στις αρχές του δικαίου και της νομιμότητας. Η ύπαρξη της Σοβιετικής Ενωσης πρόσφερε μια σημαντική βοήθεια στα ελληνικά και ελληνοκυπριακά συμφέροντα. Σήμερα, η Ρωσία, όπως όλοι μπορούν να δουν, δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τα συμφέροντά της σε παγκόσμιο επίπεδο και ως εκ τούτου δεν έχει τη δυνατότητα να αποτρέψει την προωθούμενη από τους Αμερικανούς διευθέτηση στο Κυπριακό.

Η Αθήνα, συνδεδεμένη απόλυτα με το άρμα της αμερικανικής πολιτικής, από το 1990 χειρίζεται το Κυπριακό σύμφωνα με τις υποδείξεις της Ουάσιγκτον. Η πρώτη υπόδειξη που δέχτηκαν και ακολούθησαν με ακρίβεια οι ελληνικές κυβερνήσεις (Μητσοτάκη, Παπανδρέου, Σημίτη) ήταν η αποσύνδεση του Κυπριακού από το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μέχρι τότε, το Κυπριακό αποτελούσε το ανάχωμα όπου εκτονώνονταν κάθε προσπάθεια διευθέτησης των ελληνοτουρκικών και ομαλοποίησης της κατάστασης στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Το καλοκαίρι του 1992, ο τότε πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, στο Γκιμαράες της Πορτογαλίας, «ξεχνώντας» το Κυπριακό, δέχεται να ξεκινήσει η συζήτηση στο πλαίσιο της ΕΕ για την προώθηση των ευρωτουρκικών σχέσεων.

Το Μάρτη του 1995, η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου προχωρά σε ένα ουσιαστικό βήμα στην πορεία που χάραξε ο Μητσοτάκης: Δέχεται την τελωνειακή σύνδεση της Τουρκίας με την ΕΕ, αίροντας το ελληνικό βέτο που ήταν συνδεδεμένο με την αλλαγή στάσης της Τουρκίας στο Κυπριακό. Το Δεκέμβρη του 1999 η κυβέρνηση Σημίτη «ολοκλήρωσε» αυτήν τη στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία και το Κυπριακό, αποδεχόμενος να αποδοθεί στην Τουρκία το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη στην ΕΕ χώρας. Δικαιολογώντας αυτές τις υπαναχωρήσεις από «πάγιες θέσεις» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, ξεκινώντας από τον Α. Παπανδρέου, ισχυρίζονται πως, ως αντάλλαγμα για τη συμφωνία τους με την προώθηση των ευρωτουρκικών σχέσεων, εξασφάλισαν την ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου.

Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, εξάντλησε φέτος τα όριά του και όσο περνά ο καιρός, γίνεται φανερό πως το περισσότερο που «εξασφάλισε» η Αθήνα είναι η ένταξη της Νότιας Κύπρου στην ΕΕ. Με άλλα λόγια, συνέργησε, στην πραγματοποίηση του πρώτου βήματος για τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής του 1974. Ο τελευταίος κύκλος των συνομιλιών που ξεκίνησε από τον περασμένο Δεκέμβρη και συνεχίζεται σήμερα στη Ν. Υόρκη, με τον τέταρτο γύρο εκ του σύνεγγυς συνομιλιών, απέδειξε ότι η όλη διαπραγμάτευση στοχεύει ευθέως στην αναγνώριση της πολιτικής «οντότητας» της ΤΔΒΚ.

Σήμερα στη Ν. Υόρκη

Η γραπτή ανακοίνωση του ΓΓ του ΟΗΕ, ο οποίος με την έναρξη του τέταρτου γύρου των συνομιλιών στη Ν. Υόρκη, «ξεκαθάρισε» ότι «οι Γλ. Κληρίδης και Ρ. Ντενκτάς, διαπραγματεύονται ισότιμα, εκπροσωπώντας ο καθένας τον εαυτό του και μόνο», περιγράφει ακριβώς το σημείο στο οποίο βρίσκεται το Κυπριακό σήμερα. Ο Γλ. Κληρίδης, για τον ΓΓ του ΟΗΕ, δεν είναι πια Πρόεδρος της Κύπρου, αλλά εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής κοινότητας.

Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κυπριακό κράτος, αλλά δύο οντότητες οι οποίες διαπραγματεύονται για να ορίσουν τη νέα μορφή «συνεταιρισμού» τους. Με αυτή τη λογική, είναι φανερό, δεν μπορεί κανείς να αναζητά πια τη «βάση» επίλυσης του Κυπριακού στα μέχρι τώρα ψηφίσματα και αποφάσεις του ΣΑ του ΟΗΕ. Είναι φανερό, ότι σιγά σιγά, είκοσι πέντε χρόνια τώρα, το Κυπριακό εξέρχεται από το νεφέλωμα των ψευδαισθήσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και εμφανίζεται στη «βάση» που στεκόταν ανέκαθεν: Η ουσία του προβλήματος πρέπει να αναζητηθεί στο πεδίο του άγριου ανταγωνισμού για κυριαρχία και έλεγχο των «δρόμων» στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Σ' αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε ότι το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα που σ' όλες τις κρίσιμες καμπές αυτής της πορείας, σε αντίθεση με τ' άλλα κόμματα, προειδοποιούσε για το πού θα οδηγήσει η «στήριξη» για λύση του Κυπριακού στους Αμερικάνους και δυτικοευρωπαίους «συμμάχους». Προειδοποίησε ιδιαίτερα έντονα μετά το 1995 ότι η διχοτόμηση γίνεται οριστική λύση. Οπως επίσης, ότι η απόφαση των 15 στο Ελσίνκι, τόσο για το Κυπριακό, όσο και για την Τουρκία ως υπό ένταξη χώρα, οδηγεί στην ίδια κατεύθυνση το Κυπριακό.

Οι «νικητές» λοιπόν, αυτής της μάχης, θα είναι αυτοί που θα καθορίσουν - ήδη καθορίζουν - τους όρους της διευθέτησης. Η ελληνική κυβέρνηση το γνωρίζει αυτό και όχι μόνο σιωπά, αλλά πιέζει με κάθε δυνατό τρόπο τη Λευκωσία να συμμορφωθεί με την ανακοίνωση του ΓΓ του ΟΗΕ και να μην αποχωρήσει από τις συνομιλίες. Με άλλα λόγια, να αποδεχτεί την έμμεση αναγνώριση της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου».

Για να δικαιολογηθεί αυτή η επιλογή, είναι ήδη έτοιμο ένα ακόμη «παραμύθι», μια ακόμη ουτοπία: Η ενταξιακή πορεία της Κύπρου στην ΕΕ και ο «έλεγχος» της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, μέσα από τη στάση της Αγκυρας στο Κυπριακό! Μέσα στο επόμενο δίμηνο, αναμένεται μια ακόμη απομυθοποίηση: Οτι δηλαδή, οι Ευρωπαίοι, στα κείμενα που θα καθορίσουν την εταιρική σχέση της Τουρκίας με την ΕΕ, θα επωμιστούν το κυπριακό πρόβλημα, καταγράφοντας ευθύνες στην Τουρκία και ζητώντας από αυτή να αλλάξει στάση. Οι Ευρωπαίοι μπορεί να μην αντιτάσσονται στο γεγονός ότι η Ουάσιγκτον έχει το πάνω χέρι στην προώθηση της λύσης στο συγκεκριμένο ζήτημα. Και γιατί άλλωστε; Οι ιμπεριαλιστές φαίνεται ότι πέρα από τις αντιθέσεις τους, έχουν και κοινούς στόχους. Και η λύση του Κυπριακού φαίνεται ότι είναι τέτοιος. Οι «Ευρωπαίοι», σίγουρα δεν είναι αφελείς.


Δημήτρης ΜΗΛΑΚΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ