Στην επέκταση του προγράμματος «νομισματικής χαλάρωσης» σε όφελος των μονοπωλίων της Ευρωζώνης, προχώρησε χτες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), σε μια εξέλιξη που συνδέεται με τους χαμηλούς ρυθμούς της οικονομικής ανάκαμψης, με την υποτονικότητα που καταγράφεται στην επιδίωξη για νέες κερδοφόρες επενδύσεις στην ΕΕ, αλλά και με τις αβεβαιότητες που εκδηλώνονται σε «αναδυόμενες οικονομίες» και στο διεθνές εμπόριο με τη μείωσή του καθώς και τη μεγάλη πτώση των τιμών των εμπορευμάτων. Μέσω των προγραμμάτων «χαλάρωσης», η ΕΚΤ επιδιώκει να διοχετεύσει πακτωλό φτηνών κεφαλαίων στους τραπεζικούς ομίλους της Ευρωζώνης, που, με τη σειρά τους, θα το μετακυλήσουν σε επιχειρήσεις και γενικότερα στην οικονομία, στο βαθμό βέβαια που θα υπάρξει η αντίστοιχη ζήτηση κεφαλαίων.
Παρουσιάζοντας τις αποφάσεις της χτεσινής συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου, ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, τόνισε τα παρακάτω σημεία:
Πρόκειται για λιμνάζοντα κεφάλαια, τα οποία οι τράπεζες του ευρωσυστήματος «παρκάρουν» στο θεωρούμενο ασφαλές καταφύγιο της ΕΚΤ. Τα αρνητικά επιτόκια - δηλαδή η χασούρα για τις τράπεζες - έχουν στόχο την αποτροπή τέτοιων κινήσεων με στόχο τη διοχέτευσή τους στις επιχειρήσεις.
Η επέκταση κατά 6 μήνες ισοδυναμεί με τη διοχέτευση πρόσθετης φτηνής ρευστότητας, ύψους μέχρι 60 δισ. το ευρώ το μήνα, συνολικά με 360 δισ. ευρώ (ποσό υπερδιπλάσιο σε σχέση με το ελληνικό ΑΕΠ). Τα ποσά αυτά έρχονται να προστεθούν στα 1,1 τρισεκατομμύρια ευρώ, που προβλέπονταν με το προηγούμενο πρόγραμμα (Μάρτης 2015 - Σεπτέμβρης 2016). Σε αυτό το πλαίσιο, το δυνητικό ύψος του προγράμματος (2015 - 2017) πλησιάζει το 1,4 τρισ. ευρώ, ή πάνω από το 13,9% του ετήσιου ΑΕΠ της Ευρωζώνης (10,1 τρισ. το 2014).
Να σημειωθεί ότι παρ' όλο που το επιτόκιο διοχέτευσης ρευστότητας από την ΕΚΤ παραμένει σχεδόν σε μηδενικά επίπεδα (μόλις 0,05%), δεν φαίνονται ρυθμοί καπιταλιστικής ανάκαμψης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μ. Ντράγκι τόνισε ότι η νομισματική πολιτική είναι ανάγκη να συνδυάζεται με μέτρα που αφορούν:
-- Την κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική, έτσι ώστε να στηρίζεται η ανάκαμψη, ταυτόχρονα με την πλήρη και συνεπή εφαρμογή του «Συμφώνου Σταθερότητας».
-- Τις «αποτελεσματικές διαρθρωτικές αλλαγές».
-- Τις δράσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ζήτημα «κρίσιμο για την ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων» και για την ανταγωνιστικότητα.
Σύμφωνα με τον Ντράγκι, οι «κίνδυνοι» για τις οικονομίες της Ευρωζώνης, εστιάζονται στις «αυξημένες αβεβαιότητες», που αφορούν τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία καθώς και με τους γεωπολιτικούς κινδύνους. Επιπλέον, η ανάκαμψη στην Ευρωζώνη συνεχίζει να επηρεάζεται αρνητικά από τις υποτονικές προοπτικές ανάπτυξης στις αναδυόμενες αγορές, το «μέτριο ρυθμό» στο παγκόσμιο εμπόριο. Επίσης, όπως σημείωσε, οι δημόσιες δαπάνες είναι πιθανό να αυξηθούν σε ορισμένα μέρη της Ζώνης του Ευρώ, αντανακλώντας τα μέτρα για το Προσφυγικό.