«Δεν το χωράει ανθρώπου νους αυτό που κάνανε...»
10 Ιούνη. Ημουνα στο αμπέλι με μια αδελφούλα μου 9 χρονών. Είχαμε πάει στο αμπέλι και είχε κουκιά. Και πήγαμε να μαζέψουμε κουκιά για να μαγειρέψουμε. Και είχαμε και 2-3 αρνάκια που τα βοσκάγαμε κιόλας. Κατά τις 11 βλέπουμε 3-4 αυτοκίνητα ελληνικά. Με ταγάρια απέξω φορτωμένα, λέγαμε ότι είναι μαυραγορίτες, όπως συνήθως. Μετά βλέπουμε φάλαγγα από πίσω και φοβηθήκαμε και φύγαμε. Πήγαμε στο σπίτι.
Η μητέρα μας ήταν ανάστατη επειδή λείπαμε. Ο πατέρας μου και ο αδελφός μου είχαν πάει στο αμπέλι να ραντίσουν το αμπέλι, ήταν η εποχή που τα ραντίζαμε. Η μητέρα μας έκλαιγε για εμάς που ήμασταν μικρά να μην πάθουμε τίποτα... Ε, πήγαμε, καθίσαμε, ακούμε ότι κάπου στα χωράφια μας... στον Καρακόλιθο ότι σκοτώνουν τσοπάνηδες που είναι στα βουνά, εκείνους που ήταν στα χωράφια τους σκοτώνανε και μαθαίναμε ότι σκοτώσανε αυτόν, τον άλλο, γνωστούς μας, γιατί είχαμε και εμείς χωράφια εκεί... Ολη την ημέρα αυτοί οι Γερμανοί ψάχνανε από εδώ, ψάχνανε από εκεί...
Ακούμε φεύγουν, πάνε για το Στείρι... Εμείς είχαμε παγώσει, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Είχαμε κλειστεί στα υπόγεια. Καμιά φορά λένε πιάσαν μάχη στο Στείρι (με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ). Πιάσανε μάχη στο Στείρι και γυρίζουν εξαγριωμένοι και ήρθε λέει και η φάλαγγα των Ες Ες από την Αράχωβα και από τη Λειβαδιά άλλος στρατός και το χωριό το είχαν μπλοκάρει γύρω γύρω τα βουνά όλα, δεν είχαν αφήσει περιθώριο πουθενά. Μόνο ένα μέρος που βγαίνουμε να πάμε κάτω προς την παραλία, παραλία Διστόμου. Εκεί είχαν αφήσει...
EUROKINISSI |
Μετά από καμιά ώρα, φωνάζει μια γυναίκα Βασιλική, Βασιλική! Βασιλική λέγανε τη μητέρα μου. Ελα να μαζέψεις το μοναχογιό σου. Ερχότανε ο πατέρας μου και ο αδερφός μου στο σπίτι.
Τον πατέρα μου τον σκοτώσανε απάνω στο άλογο που πήγε να τον ποτίσει και τον αδερφό μου τον σκοτώνουνε στην Εκκλησία... Ο πατέρας μου είχε πιαστεί στην τριχιά του αλόγου και το άλογο τον έφερνε σούρνοντας στο σπίτι. Το σπίτι μας ήταν δίπλα στην Παναγία. Μόλις ήταν να έρθει στο σπίτι (ο αδερφός μου) στη στροφή του ρίξανε και τον σκοτώσανε. Τον χτύπησαν στην κοιλιά. Αφού φώναξε η γειτόνισσα Βασιλική, βγαίνουμε εμείς έξω, βγαίνουν και οι άλλοι που κάθονταν παρέα. Τον παίρνουμε, τον φέρνουμε στο σπίτι στην αυλή και πέταγε το αίμα από την κοιλιά... Φώναζε η μητέρα μου, εμείς κλαίγαμε τα δύο μικρά.
Η αδελφή μου η μεγάλη ήταν 22 χρονών. Γιαννούλα της λέει (η μητέρα μου) πήγαινε για το γιατρό. Εγώ δεν άντεχα να βλέπω τον αδερφό μου έτσι και πάω και εγώ από κοντά στην αδερφή μου. Πάμε στο σπίτι του γιατρού, χτυπάει η αδερφή μου την πόρτα, ξαναχτυπάει, ο γιατρός δεν έβγαινε. Εγώ εν τω μεταξύ αφού είδα σκοτωμένους φοβόμουνα να γυρίσω.
Μπήκαμε στο καμένο το σπίτι. Εγώ βρίσκω ευκαιρία και φεύγω. Φεύγω και πάω στο σπίτι και τους βρίσκω όλους σκοτωμένους. Εγώ γονάτισα πάνω στον αδερφό μου και δεν έβλεπα κανέναν (άλλον) γιατί πάνω από πτώματα πέρναγα και έβλεπα για να πάω στο σπίτι στην πλατεία... Ητανε η ώρα που φεύγανε οι Γερμανοί όταν εγώ βγήκα. Δε συνάντησα Γερμανό... Τους έπαιρνε η νύχτα και δεν μπορούσαν να μείνουν τη νύχτα (φοβόντουσαν επίθεση του ΕΛΑΣ). Εν τω μεταξύ να ακούς το ποδοβολητό και να φωνάζουνε Γερμανοί μέσα από το χωριό. Και να σου έρχεται τρέλα. Δηλαδή άκουγες μόνο τις αρβύλες τους και τις φωνές σα να είχαν χαρά που τα έκαναν αυτά.
Εκλαιγα να βρω τους δικούς μου. Δεν είχα δει τη μητέρα μου που ήταν εκεί σκοτωμένη, δεν είχα δει κανέναν. Και φώναζα τη μητέρα μου, τα αδέρφια μου να τα δω. Μου έλεγαν είναι σε άλλο βουνό και θα έρθουν και θα έρθουν και θα έρθουν. Πέρασαν 2-3 μέρες και μετά μου λένε ότι παιδί μου δεν είσαι μόνο εσύ ορφανή. Είναι και άλλοι ορφανοί. Και μητέρα δεν έχεις και αδέρφια δεν έχεις... Ούτε να φάω ήθελα ούτε τίποτα.
Μετά από πολλά χρόνια η κ. Ευσταθία θα μάθει για τις συνθήκες θανάτου των δικών της. Παρών στη δολοφονία τους ήταν ο συντοπίτης της μητέρας της και δοσίλογος Στάθης Μαλανδρίνος από την Αράχωβα. Μια στενή συγγενής του διηγήθηκε στην εγγονή της τα περιστατικά, που τα μετέφερε στην κ. Ευσταθία.
Η αδερφή της κυρίας Ευσταθίας όταν βρέθηκε νεκρή δεν είχε τραύματα, φαίνεται ότι πέθανε από ανακοπή καρδιάς, αντικρίζοντας το μακελειό που συνέβαινε μπροστά της.
Και μια μέρα είπανε ότι έρχεται ο Ερυθρός Σταυρός. Και με βάλανε σε ένα άλογο για να με πάνε. Δεν ήθελα να πάω... Πήγαινα για το χωριό και βλέπω τον πατέρα μου ανάσκελα πεταμένο στο νεκροταφείο.
Οταν έφτασα στο σπίτι ήρθαν και με πήραν. Θα φύγεις γιατί δεν μπορούμε να σε περιθάλψουμε εμείς. Θέλεις γιατρούς... Πού να μείνω στο σπίτι μέσα; Ηταν φτωχό το σπίτι. Τα πατώματα αλλού τρύπια, αλλού αυτά... Οταν σκοτώνανε και στα υπόγεια που μπαίνανε ακόμα ή λάδι είχε ή κρασί, τρύπαγαν τα βαρέλια και χυνόταν το κρασί. Και τα σώματα που ήταν ή λαβωμένα ή σκοτωμένα πλέανε πάνω στο κρασί. Ετσι, οι πληγές των λαβωμένων πονάγανε και φωνάζανε. Ακουγες δηλαδή ένα πράγμα, δεν μπορώ να πω, δεν το χωράει ανθρώπου νους, να συνειδητοποιήσει τι γινότανε. Δεν το χωράει ανθρώπου νους αυτό που κάνανε. Ξεκοιλιάσανε γυναίκες. Τα νεκρά παιδιά τους τα βάζανε στην αγκαλιά και σκοτώνανε και τις γυναίκες. Θηλάζανε τα παιδάκια και κόβανε το μαστό απάνω στο στόμα τους.
Και με πήραν και με πήγανε στην Ερυθραία. Περνώντας από τη Λειβαδιά μπήκαν Γερμανοί μέσα και μας σπρώχναν να ψάχνουν το αυτοκίνητο... Μετά εγώ δεν ήθελα να βλέπω κανέναν. Δεν ήθελα ούτε να φάω. Πήγαινα σε ένα πεύκο από κάτω και έκλαιγα... Οπου έβλεπα μοναξιά, εκεί πήγαινα και καθόμουνα, δεν ήθελα κανέναν...
Οταν φεύγαν οι Γερμανοί είμαστε σε έναν πάγκο γιατί ήταν πολλά παιδιά από πολλά μέρη και ήταν τραπεζαρία μεγάλη και τρώγαμε μεσημεριανό. Φεύγανε τότε οι Γερμανοί φαίνεται και μπήκαν στο ορφανοτροφείο μέσα και ρίχναν πιστολιές και σπάσανε τα τζάμια και πέσανε στα πιάτα μας, πέσανε πάνω μας, εδώ έχω τραύμα (δείχνει το πόδι της). Και μετά που γινότανε τα Δεκεμβριανά, τα πέρασα αυτά. Ερχόντουσαν πάνω από το κτίριο που είχε την ταράτσα του ψηλά και περνάγαν τα εγγλέζικα αεροπλάνα.
Μου δώσαν κανά χρόνο σύνταξη, την οποία τη μάζευα για το σπίτι. Ηταν ακατάλληλο για να κατοικήσω μέσα. Εμεινα στην Αράχωβα σε μια θεία μου. Αλλά παραπεταμένο ήμουνα και έπρεπε να φτιάξω να μαζευτώ στο σπίτι μου. Και μάζεψα τα λεφτά σιγά σιγά και μάζεψα το πάτωμα, το συμμάζεψα και ήρθα και έμεινα. Εμεινα μοναχό μου. Πότε μου φαινόταν ότι ανοίγαν την πόρτα μου και ερχόντουσαν οι γονείς μου μέσα. Εχω περάσει δηλαδή ούτε του Χριστού τα πάθη... Ηταν μια φίλη μου που ύφαινε κουβέρτες, τις έπαιρνα και τις έφερνα στην Αθήνα και τις μεταπουλούσα και έβγαζα προμήθεια. Λίγα από εδώ, λίγα από εκεί ζούσα.
Οταν ξαναμαζευτήκαμε στο χωριό. Μας έλεγαν ότι έφταιγαν οι αντάρτες. Και μάλιστα τα πιο πολλά παιδιά τα μαζεύανε και τα πηγαίναν στη Λειβαδιά ανταρτόπληκτα, να μην τα σκοτώσουν οι αντάρτες... Εμένα δε με πήραν. Ηταν άλλοι που λέγαν ότι τους κυνήγαγαν οι αντάρτες λόγω φρονημάτων. Αλλά αυτά ήταν ψέματα.
Στη συνέχεια η κ. Ευσταθία μιλά για τον «άγγελό» της, τον άντρα της τον Γιάννη Κρέμο, αντάρτη του ΕΛΑΣ στην Αράχωβα. Για τις διώξεις του, για το κυνηγητό του. Για το πόσο συνέχιζε να επιδρά πάνω της η προπαγάνδα του αστικού κράτους ότι για όλα φταίνε οι αντάρτες.
Ηταν πολύ καλλιεργημένος ο Γιάννης. Οταν τον πήρα και μου μίλαγε αριστερά, ήθελαν να τον βαρέσω... Ετσι με είχαν ποτίσει, δεν έφταιγα εγώ. Ετσι μου έλεγαν ότι οι δικοί σου σκοτώθηκαν από τους αντάρτες...
Μετά το κακό που έπαθα, έλεγα και εγώ αν δεν ήταν οι αντάρτες θα ζούσαν οι γονείς μου, γιατί και εγώ ήμουν ξεκρέμαστη... Η μητέρα μου τον πατέρα του Νικηφόρου (Δημήτρης Δημητρίου, καπετάνιος του ΕΛΑΣ στην περιοχή) τον είχε πρώτο ξάδερφο και εγώ με τον Νικηφόρο ήμασταν δεύτερα (ξαδέρφια). Και άλλα δεύτερα ξαδέρφια μου ήταν στο αντάρτικο και είχαν περάσει από το σπίτι 2-3 φορές και είπαν ότι μας σκοτώσανε εμάς επειδή πέρασε ο Νικηφόρος και ήρθε στο σπίτι. Οτι περιθάλψαμε τους αντάρτες.
Τα παιδιά ήταν περαστικά. Εξάλλου, (οι Γερμανοί) δεν σκοτώσαν μόνο τους δικούς μου... Μετά κατάλαβα και εγώ αυτά που γινόντουσαν, δεν ήμουνα τούβλο. Καταλάβαινα ότι ήρθαν για να μας σκοτώσουν. Ηταν προμελετημένο αυτό το πράγμα.
Οι μεγάλοι όταν ήρθανε οι Γερμανοί φύγανε για έξω. Παραδώσανε τα κλειδιά από τους φυλακισμένους κομμουνιστές για να μη βγουν αντάρτες. Μείνανε οι φτωχοί εδώ και βγήκαν στα βουνά. Ψειριάσανε, πεινάσανε, ταλαιπωρηθήκανε, σκοτωθήκανε, τους σκοτώσανε, τους κυνηγήσανε, τους βάλαν φυλακή. Τι απολαβή είχανε; Καμία. Και ποιος γνωρίζει ότι πολεμήσανε οι αντάρτες τους Γερμανούς; Οχι. Τώρα αυτοί λένε όχι. Τώρα πάλι θέλουν να καταργήσουν το 8ωρο. Λοιπόν ποιοι πολεμάνε, ποιοι πάνε μπροστά πάλι; Οι κομμουνιστές.
...Οι νέοι πρέπει να αγωνιστούν, γιατί αν δεν αγωνιστούν δεν έχουν από πουθενά να τους υποστηρίξει κανένας.
Τελειώνοντας την κουβέντα, ζητάμε συγγνώμη για όσα έπρεπε να της θυμίσουμε για να μην ξεχαστούν. Ομως, η κ. Ευσταθία μας λέει ότι δεν ξέχασε ποτέ. Και φέτος θα πάει στο Δίστομο με τα παιδιά και τα εγγόνια της.
Και τώρα, όταν πηγαίνω στο Δίστομο στις 10 Ιούνη, νομίζω ότι είμαι το παιδάκι που ήταν στο αμπέλι. Και τα περνάω πάλι αυτά... Και στον ύπνο μου ακόμα, όταν είχα τα παιδιά μικρά, έβλεπα ότι έρχονται οι Γερμανοί και τα έκρυβα τα παιδιά για να μην τα σκοτώσουν. Είχα πάθει ζημιά. Πώς έχω το μυαλό μου ακόμα λέω;... 10 Ιουνίου είμαι το μικρό παιδί που σκοτώνουν τους δικούς του. Ακούω τα ονόματα και περνάνε τα αεροπλάνα από πάνω και λένε παρών και παρούσα και αυτά και εγώ είμαι ένα κουφάρι εκείνη την ώρα.
...Δεν μπορώ να σκέφτομαι ότι τα εγγόνια μου θα περάσουν αυτά που πέρασα εγώ. Γιατί να έχουμε πολέμους και να μην ζούμε ειρηνικά; Για τα συμφέροντα των λίγων;
Επιμέλεια: Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ