Κι ας μην ακούσουμε πάλι... ανοησίες του τύπου «δε γίνεται διάλογος με προαπαιτούμενα», διότι οι αγρότες έχουν σαφώς και ρητώς ξεκαθαρίσει πως δεν έχουν καμία διάθεση να συμμετάσχουν σ' έναν «διάλογο» για να «σιγοντάρουν» στην παρελκυστική τακτική του υπουργείου Γεωργίας και για να «νομιμοποιήσουν» την αντιαγροτική πολιτική της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στο διάλογο, λοιπόν, της ερχόμενης Δευτέρας υπάρχει ένα και μοναδικό προαπαιτούμενο: Η συζήτηση να γίνει επί τη βάσει των αιτημάτων, όπως ιεραρχούνται στα ψηφίσματα των τελευταίων αγροτικών κινητοποιήσεων, και να καταλήξει σε σαφή κυβερνητική δέσμευση για άμεση ικανοποίηση αυτών των συγκεκριμένων αιτημάτων του αγροτικού κόσμου. Οι εκπρόσωποι των αγροτών δεν πρόκειται να κάνουν «ούτε βήμα πίσω» από αυτή την απαίτηση κι αυτό θα πρέπει «να το χωνέψει καλά» η κυβέρνηση.
***
Εν πρώτοις υπάρχει το πρόβλημα του βαμβακιού, το οποίο - όλοι πλέον συνομολογούν - οξύνθηκε πολύ περισσότερο φέτος, λόγω της εφαρμογής του νέου κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι βαμβακοπαραγωγοί ζητούν την κατάργηση αυτού του καταστροφικού κανονισμού κι επειδή αυτό δεν μπορεί να γίνει άμεσα, ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να πάρει «εθνικά μέτρα» για την άμεση αντιμετώπιση των επιπτώσεών του. Με άλλα λόγια, ζητούν να βρεθεί τρόπος ώστε να αναπληρωθεί το εισόδημα που θα χάσουν φέτος ακριβώς λόγω της εφαρμογής του νέου κανονισμού.
Οσον αφορά στην τελική φετινή τιμή του προϊόντος, ζητούν να είναι μια και ενιαία για το σύνολο της παραγωγής που παραδίδεται στα εκκοκιστήρια - να μην υπάρξουν δηλαδή «μη επιλέξιμες» ποσότητες οι οποίες δε θα επιδοτηθούν. Το πάγιο αίτημα είναι να πληρωθούν όλοι οι παραγωγοί στην τιμή στόχου, που φτάνει στις 365 δραχμές το κιλό. Θα μπορούσε, όμως, η κυβέρνηση να δεχτεί, τουλάχιστον, να πάρουν όλοι οι παραγωγοί τις 310 δραχμές το κιλό, όπως, άλλωστε, πάρα πολλές φορές έχουν υποσχεθεί και δεσμευτεί δημοσίως οι δύο υφυπουργοί Γεωργίας, Β. Αργύρης και Φ. Χατζημιχάλης. «Δικαιολογίες» του τύπου «η τιμή του βαμβακιού καθορίζεται αποκλειστικά από την ποσότητα της συνολικής παραγωγής και ως εκ τούτου από το ύψος του επιβαλλόμενου προστίμου» δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτές από τους αγρότες, καθώς δεν είναι εκείνοι που υπέγραψαν το νέο καταστροφικό κανονισμό της ΕΕ για το βαμβάκι - ο τότε υπουργός Γεωργίας Γ. Ανωμερίτης, με τους ίδιους υφυπουργούς, την υπέγραψε πριν δέκα μήνες - ούτε βεβαίως είναι αυτοί που με την έναρξη της φετινής εκκοκκιστικής περιόδου υπόσχονταν ότι «η φετινή τιμή του βαμβακιού θα φτάσει και δε θα ξεπεράσει τα περσινά επίπεδα».
Το δεύτερο απ' τα βασικά αιτήματα των αγωνιζόμενων αγροτών είναι η αποζημίωση για το 100% των καταστροφών που έχει προκαλέσει στη γεωργία και στην κτηνοτροφία η πρόσφατη κακοκαιρία. Κι αυτό το αίτημα είναι αδιαπραγμάτευτο. Βεβαίως, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Γεωργίας δηλώνει, όπου σταθεί και όπου βρεθεί, πως αποδέχεται αυτό το αίτημα. Πλην, όμως, δεν ξεκαθαρίζει το πώς ακριβώς και το πότε θα το ικανοποιήσει.
Συγκεκριμένα, δε διευκρινίζει:
Επιπλέον η κυβέρνηση αρνήθηκε την ικανοποίηση του σχετικού αιτήματος που αφορά στο «πάγωμα» των αγροτικών χρεών των πληγέντων παραγωγών επί τέσσερα, τουλάχιστον, χρόνια και για δανειακές διευκολύνσεις, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν την καλλιέργειά τους. Οι παραγωγοί επιμένουν και σ' αυτό το αίτημα. Το τρίτο απ' τα βασικά αιτήματα των εξεγερμένων αγροτών αφορά στην κατασκευή συγκεκριμένων έργων υποδομής στην ύπαιθρο - π.χ. αρδευτικά και εγγειοβελτιωτικά έργα - ώστε να μειωθεί το τεράστιο κόστος παραγωγής και να βελτιωθεί η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας. Ζητούν, δε, συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα κατασκευής αυτών των έργων κι όχι γενικές και αόριστες υποσχέσεις.
Το τέταρτο από τα βασικά αιτήματα είναι να μην ιδιωτικοποιηθεί η Αγροτική Τράπεζα, αλλά να παραμείνει στο δημόσιο τομέα και να λειτουργήσει με αναπτυξιακά και παραγωγικά κριτήρια, υπέρ των συμφερόντων των μικρομεσαίων αγροτών.
Ταυτόχρονα, να εξυγιανθούν και να ενισχυθούν από το κράτος και να προσεχτούν καλύτερα από την ΑΤΕ οι συνεταιρισμοί, ώστε να παρεμβαίνουν πιο αποτελεσματικά στην αγορά «χτυπώντας» την κερδοσκοπική ασυδοσία των εμποροβιομηχάνων.
***