Το Πέραμα, το είπαν εξορία του Αδάμ και τόπο κατατρεγμένων. Ανθρωποι από κάθε γωνιά της Ελλάδας αγόρασαν ή καταπάτησαν ένα κομμάτι γης, να στήσουν την παράγκα τους, το αυθαίρετο, πάνω στο βράχο, στο κοκκινόχωμα. Ολονυχτίς το χτίζανε, τη μέρα γκρεμιζόταν, από τα συνεργεία της αστυνομίας, που είχαν ιδιαίτερη ευχαρίστηση να περιποιούνται τα χτίσματα των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Φοβέριζαν τις γυναίκες, έβριζαν, κατέστρεφαν τα υλικά με μανία και χλεύαζαν ξεδιάντροπα τον κόπο του ανθρώπου που ήθελε ν' αποκτήσει κάτι δικό του, κι όλα αυτά το πρωί, όταν έλειπαν οι άνδρες στο μεροκάματο.
Μεροκάματο στην οικοδομή, στα προάστια της Αττικής, να θέλει ο εργαζόμενος δυο και τρεις συγκοινωνίες για να φτάσει, κι εκεί στο περίμενε στη στάση, να συναντά γείτονες που έτρεχαν κι αυτοί να προλάβουν το πρώτο τρενάκι με το φτηνό εργατικό εισιτήριο. Για τη δουλιά στο εργοστάσιο, στις καπνοβιομηχανίες, μακαρονοποιίες, στα λιπάσματα της Δραπετσώνας, στο λιμάνι του Πειραιά...
Οι υπόλοιποι, στα καρνάγια, στην παραλία κι οι άλλοι στο μπάρκο. Στα ποντοπόρα...
Γκαπ - γκουπ οι σφυριές από τα ναυπηγεία της παραλίας, από την Ψαρού μέχρι το Τέρμα. Χτύπος μονότονος ολημερίς, που σταματούσε τ' απόγευμα, ναυαγούσε στα νερά θαρρείς, να κρυφτεί στα κουφάρια του Ξέρξη.
Απόηχος από σφυρίγματα πλοίων, από φωνές γυρολόγων της δεκαετίας του '60, από τις σειρήνες, όταν έγινε η μεγάλη έκρηξη στη ΣΕΛ, όταν τα κομμάτια από τις μπουκάλες υγραερίου εκσφενδονίζονταν στον αέρα, πύρινες γλώσσες σε νύχτα κόλασης, σπάζοντας τζάμια, τρυπώντας στέγες. Απόηχος από τον εσπερινό της καμπάνας του Αϊ - Νικόλα με τον θρυλικό εφημέριο παπα - Γιώργη, που είχε κάνει εξόριστος στη Μακρόνησο. Απόηχος από τη μουσική της μικρής μπιζουτιέρας με τα συρταράκια, δώρο του ναυτικού στη γυναίκα του. Είναι και κάτι άλλοι ήχοι, που σημαδεύουν ακόμα πιο βαθιά, όπως αυτοί από τα μοιρολόγια, κάθε που κάποιο κακό μαντάτο έφτανε στη συνοικία. Κι έτρεχε ο κόσμος να συμπαρασταθεί στο σπίτι του θαλασσοπνιγμένου, να προσφέρει από το υστέρημά του.
Κι έτρεχε ο κόσμος ορμητικός, συνειδητοποιημένος, σπίτι - σπίτι, να βγάλει βουλευτή στη Β Πειραιώς τον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδούσε η νεολαία των Λαμπράκηδων και διοργάνωνε εκδηλώσεις κι εκδρομές κι ήταν παντού παρούσα η νεολαία του Περάματος. Εκεί και στην κηδεία του Λαμπράκη, εκεί και στην κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα, ακόμη κι άσχετοι με την ιδεολογία του ΚΚΕ άνθρωποι γέμισαν λεωφορεία και πήγαν, γιατί ήξεραν και τους θείους του Σωτήρη, έλεγαν μια καλημέρα στη γειτονιά.
Σαρωνικέ μου, τα κυματάκια σου, Ψυττάλεια με το φάρο σου και το σημερινό βιολογικό καθαρισμό, γειτονιές του Περάματος, χωρίς το σφύριγμα του τρένου, το βλέπετε τώρα σαν είδος μουσειακό. Ποιος είπε ότι ανακάλυψε τελευταία το Πέραμα; Ποιοι δείχνουν αμέριστο ενδιαφέρον στους αγώνες της δημοτικής αρχής; Ποιοι συναγωνίζονται στα κροκοδείλια δάκρυα, όταν ένας εργάτης πέφτει θύμα της εργοδοσίας στη Ζώνη;..
Ισως ρωτήσουν κάποιο άσχετοι. Στάσεις Μπλαζάκη, Παπαδοπούλου, ΙΚΑ, Αύρα, Τέρμα. Κι οι βενζινάκατες Πέραμα - Παλούκια και το πανηγύρι της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα, αποδράσεις για τον τότε κάτοικο. Πέραμα. Μη λυπάσαι Βικτωρούλα, μη χάνεις την αισιοδοξία σου, αγωνίσου με τους άλλους, όλοι μαζί, ακριβή η άνοιξη, μα, ο δρόμος δικός σου, δικός μας, για τον αγώνα, για την αξιοπρέπεια, τη ζωή, τον πολιτισμό, το Πέραμα.
Κούλα ΚΑΡΑΜΗΝΑ