Τον πήγε μέχρι τη στάση η κόρη του, τον έβαλε στο τρόλεϊ, και κατέβηκε στο Σύνταγμα, να... θαυμάσει κι αυτός το μεγαλείο και τη λάμψη της γιορτινής μας πρωτεύουσας. Εκεί γύρω στο πανύψηλο και ολόφωτο "δέντρο" ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος, που γιόρταζε και χαιρόταν το μεγάλο θέαμα. Κοντά στον μπαρμπα - Θύμιο στεκόταν κι ένας ντόπιος, βέρος Αθηναίος, που κατασυγκινημένος καμάρωνε το μεγάλο επίτευγμα. Πλησίασε τον μπαρμπα - Θύμιο και τον ρώτησε με το ύφος του ευτυχισμένου οικοδεσπότη. "Πώς σου φαίνεται! Σου αρέσει;... Είναι το ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο σε όλη την Ευρώπη!... Τριάντα τόσα μέτρα ύψος! Εξήντα τόσες χιλιάδες λαμπιόνια, όλα τα χρώματα!...". "Τι μου λες;...", απόρησε ο μπαρμπα - Θύμιος, σηκώνοντας ψηλά τα φρύδια του σε μια κίνηση θαυμασμού. "Τόσο πολύ...". "Βέβαια!...", συνέχισε ο άλλος με πιο πολύ ενθουσιασμό. "Και πού να δεις και στη Θεσσαλονίκη τι έχει να γίνει. Που θα είναι και η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 1997. Λευκός Πύργος, παραλία, πλατείες, θα φωταγωγηθούν όλα! Θα είναι κάτι το καταπληκτικό! Θα δώσουμε τα φώτα και τον πολιτισμό μας, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Οπως τα έχουν ξαναδώσει, άλλωστε, παλιότερα, και οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Θα στοιχίσει όλη αυτή η εθνική μας προσπάθεια τρία, ίσως και πέντε δισ. "Τι μου λες;!...", ξαναείπε ο μπαρμπα - Θύμιος και ξανακούνησε διφορούμενα το κεφάλι.
Αγόρασε το κουτάκι με τις ασπιρίνες και ξεκίνησε για τη στάση του τρόλεϊ. Μέσα σε κείνη τη γιορταστική ατμόσφαιρα, στην πλημμύρα των φώτων και των βεγγαλικών, ένα αίσθημα πίκρας και μελαγχολίας πλημμύριζε τη δική του ψυχή. "...Είκοσι πέντε χιλιάδες, ένα ολόκληρο μηνιάτικο" (η σύνταξή του η αγροτική), "και να μην μπορείς ν' αγοράσεις ούτε έναν Αγιοβασίλη για τα παιδιά... Και τούτο το κουτάκι...", μονολογούσε, κουνώντας λυπητερά το κεφάλι του "...480 δραχμές... Ετούτο δεν είναι φάρμακο για να λιγοστεύει, αλλά για να δυναμώνει τον πονοκέφαλο...".
Ας όψονται πες μονάχα, μπαρμπα - Θύμιο, οι γυμνοσάλιαγκες που κυβερνάνε την πατρίδα μας. Που την κατάντησαν "παλιόψαθα των εθνών", όπως θα έλεγε και ο καημένος ο Μακρυγιάννης, αν ζούσε.
Βασίλης ΦΥΤΣΙΛΗΣ