Και άρχισαν να εμφανίζονται τα μπλόκα. Του Κάστρου, του Αλμυρού, του Βελεστίνου. Δυνατά. Με περισσότερα τρακτέρ και άλλους αγρότες. Ακλόνητα. Και το σαράκι άρχισε να χάνεται. Και μετά φάνηκε το μπλόκο της "Βιοκαρπέτ". Και τα χαμόγελα των αγροτών, εκεί, 'γίναν σύντομα και δικά μας. Γίναν, όταν είδαμε τις νέες φάλαγγες, αραγμένες σε διπλές και τριπλές σειρές δεξιά και αριστερά του δρόμου. Οταν νιώσαμε τα τίμια, δυνατά, καθαρά χέρια των αγροτών να σφίγγουν τα δικά μας. Οταν τα ίδια συναντήσαμε στα μπλόκα της οδού Βόλου και των Τεμπών.
Και τα χαμόγελα γίναν γέλια, όταν είδαμε τους νέους φίλους. Αυτούς που κάναμε στην πρώτη αποστολή. Τον Γιάννη και τον Πάρη.Οταν κάτω από τα πρόχειρα υπόστεγα, για να μη μας "φάει" η βροχή, οι αγρότες μας προσέφεραν, απλόχερα, κρασί και "τσίπρο" και ψωμί και καλαμπόκι από το υστέρημά τους. Και εμείς, από ντροπή "μα θες", για να μη τους τα στερήσουμε "μα θες", δεν τα παίρναμε. Και ο Παρίσης να φωνάζει καλόκαρδα πως "εσείς άμα τρώτε, εγώ χορταίνω".
Και τα γέλια να συνεχίζονται όταν "κουμμούνια", "δεξοί" και "πασόκια" αστειεύονταν όλοι μαζί με τα χάλια τους. Τρώγαν από το ίδιο πιάτο. Πίναν από το ίδιο μπουκάλι. Οταν, σού 'δειχναν, αυτοί οι "μπαταχτσήδες", οι "βαρυποινίτες", οι "μαφιόζοι", οι "αγράμματοι", οι "βλάχοι", οι "υποκινούμενοι", τι σημαίνουν λέξεις όπως "αλληλεγγύη", "συντροφικότητα", "ενότητα", "αλληλοβοήθεια", "αγωνιστικότητα", "αυτοσεβασμός" και "αξιοπρέπεια".
Μα η ίδια η ζωή, η πραγματικότητα, έκανε την οργή να χάνεται. Να χάνεται, όταν στα μπλόκα έβλεπες να καταφτάνουν με λεωφορεία από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και αλλού, εργαζόμενοι, συνταξιούχοι και νεολαίοι για να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους στην αγροτιά. Οταν συναντούσες τον Φραγκίσκο,το συμμαθητή από το γυμνάσιο, να μιλά στη "Βιοκαρπέτ" με αγροτόπαιδα, για τις δυσκολίες της ζωής στην ύπαιθρο. Για το αβέβαιο μέλλον. Για τις πόλεις που δεν έχουν, πια, θέσεις εργασίας να τους απορροφήσουν. Για τη Γερμανία, που δε χρειάζεται άλλους "γκασταρμπάιτερ", γιατί βρήκε σκλαβάκια από τον εμφύλιο που προκάλεσε, μαζί με τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Για το αδέλφι, που σπουδάζει στην πόλη, και η φαμίλια, επειδή δεν έχει, πια, να του στείλει παράδες, ψάχνει να πουλήσει. Αλλά τι και ποιον να βρει για αγοραστή;
Αλλά και πάλι λες δεν πειράζει. Δεν πειράζει γιατί αυτοί, ποτέ δεν ένιωσαν τον κάμπο. Ποτέ δεν άδραξαν χέρι, που πιάνει την τσάπα και κάνει τη γη να γεννάει και να θρέφει. Και αν κάποτε το έκαναν, τώρα το ξέχασαν. Αυτοί ποτέ δεν είχαν ένα Θανάση να σε τραβολογά για "τσίπρα" στον Πλατύκαμπο. Ποτέ δεν άκουσαν τον Γιώργο να επιμένει να ξαναγυρίσεις. Ποτέ δεν είδαν τον Γιάννη να σου λέει ορθά - κοφτά πως "στέγνωσα ρε, μα δε μαράθηκα".
Θανάσης ΜΠΑΛΟΔΗΜΑΣ