Σε διαφορετικές συνθήκες, η επανεξέταση των φορολογικών απαλλαγών, θα έπρεπε να αποτελούσε ένα από τα βασικά αιτήματα του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήματος, σε τέτοια κατεύθυνση ώστε το ούτως ή άλλως ταξικό φορολογικό σύστημα να γίνει περισσότερο "δίκαιο" και "δημοκρατικό", όσο βέβαια οι έννοιες "δημοκρατία" και "δικαιοσύνη" μπορούν να βρουν πεδίο εφαρμογής στα περιοριστικά όρια των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων.
Οι φορολογικές απαλλαγές Φυσικών Προσώπων και Νομικών Προσώπων (επιχειρήσεων) αποτελούν τη μικρογραφία ενός φορολογικού συστήματος, που δίκαια διεκδικεί πρωτεία αντιλαϊκότητας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης. Γιατί είναι δύσκολο να βρεις σήμερα χώρα της Ευρώπης, όπου η σχέση άμεσων/έμμεσων φόρων να έχει διαμορφωθεί στο 30/70. Οπου το εφοπλιστικό κεφάλαιο έχει ουσιαστικά απαλλαγεί από κάθε φορολογική επιβάρυνση, ενώ το φορολογικό καθεστώς του χρηματιστηριακού και βιομηχανικού κεφαλαίου επιεικώς έχει χαρακτηριστεί σαν τόσο προκλητικό. Επομένως, μια προσπάθεια "εξορθολογισμού" του συστήματος των φορολογικών απαλλαγών, θα είχε πραγματικό περιεχόμενο, μόνο αν επιδίωκε να περιορίσει τουλάχιστον τις εξόφθαλμες αυτές αδικίες. Η πολιτική όμως, την οποία χρησιμοποίησε από το 1994 ακόμα το υπουργείο Οικονομικών, όταν για πρώτη φορά έθεσε θέμα επανεξέτασης των φορολογικών απαλλαγών, δημιούργησε βάσιμες υποψίες για τις τελικές του επιδιώξεις. Μέσω μιας ενορχηστρωμένης εκστρατείας από τον ελεγχόμενο Τύπο και με "εμπρηστικές" δηλώσεις τόσο του υπουργού Οικονομικών, όσο και στελεχών της αντιπολίτευσης (ο Γ. Σουφλιάς έπαιξε τότε θαυμάσια το ρόλο του), όλη η προβληματική περιστράφηκε στις "προκλητικές φορολογικές απαλλαγές των βουλευτών, των δικαστικών και των δημοσιογράφων". Και μπορεί, βέβαια, να θεωρηθούν προκλητικές οι απαλλαγές των τριών αυτών κατηγοριών, αλλά, όσον αφορά το ειδικό τους βάρος στο συνολικό πλέγμα του φορολογικού συστήματος, είναι αμελητέες.
***
Η νεοφιλελεύθερη στροφή της φορολογικής πολιτικής, όπως ήδη αναφέραμε, ξεκίνησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Σε γενικές γραμμές η επιβολή των νεοφιλελευθέρων πολιτικών επιδιώκει τη μείωση των φορολογικών βαρών των επιχειρήσεων, με την παράλληλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των εργαζομένων και τη μείωση των δημοσίων δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκουν να επιτύχουν ισοσκελισμένους κρατικούς προϋπολογισμούς, να αντιμετωπίσουν τη δημοσιονομική κρίση, η αιτία της οποίας εντοπίζεται, υποτίθεται, στην υπερχρέωση του δημόσιου τομέα, για να μπορεί ο ιδιωτικός να είναι "υγιής".
Σε ό,τι αφορά τη στροφή της φορολογικής πολιτικής σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, στόχος είναι η διανομή της έμμεσης υπεραξίας - της υπεραξίας που διανέμεται στο επίπεδο της κυκλοφορίας - υπέρ του μονοπωλιακού κεφαλαίου πρώτα και κύρια. Αν η νέα αξία που δημιουργούν οι εργαζόμενοι στη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας, σε επίπεδο επιχείρησης, διακρίνεται σε μισθό (αξία της εργατικής δύναμης) και σε υπεραξία, σε επίπεδο κοινωνίας μέσω της φορολογικής, συναλλαγματικής, νομισματικής πολιτικής του αστικού κράτους, οι επιχειρήσεις μοιράζονται μεταξύ τους την "κοινωνική" υπεραξία. Σε αυτό συνέβαλε η φορολογική πολιτική της τελευταίας δεκαετίας, η οποία πήρε τη μορφή της αναδιανομής εισοδημάτων σε τεράστια έκταση.
***
Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ
Οι φορολογικές απαλλαγές Φυσικών και Νομικών Προσώπων αποτελούν τη μικρογραφία ενός φορολογικού συστήματος, που δίκαια διεκδικεί τα πρωτεία τηςαντιλαϊκότητας, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης